Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • άβραστος , η, ο [ἄβραστος] ά-βρα-στος επίθ. 1. που δεν έχει βράσει αρκετά ή καθόλου: ~η: πατάτα. ~ο: γάλα (ΑΝΤ. βρασμένο)/κρέας (βλ. ωμό)/νερό/ρύζι. ~α: αβγά/λαχανικά/όσπρια. Βλ. άψητος. ΑΝΤ. βραστός (2) 2. που δεν έχει υποστεί ζύμωση: ~ος: μούστος. ~ο: κρασί. ΣΥΝ. αζύμωτος (2) [< μεσν. άβραστος]

άψητος

άψητος, η, ο [ἄψητος] ά-ψη-τος επίθ. 1. που δεν ψήθηκε καθόλου ή δεν έχει ψηθεί καλά: ~η: ζύμη. ~ο: κρέας (= ωμό, ΑΝΤ. ψημένο). ~οι: ξηροί καρποί (ΣΥΝ. ακαβούρντιστοι).|| ~ος: πηλός. 2. (σπάν.-μτφ., για πρόσ.) άπειρος, άμαθος: Είναι ~ ακόμη στη δουλειά.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.