Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • άβρεχτος , η, ο [ἄβρεχτος] ά-βρε-χτος επίθ. & (σπάν.) άβρεχος 1. που δεν έχει βραχεί: ~ο: παξιμάδι (= που δεν το έχουν βρέξει, μουσκέψει). ~α: πόδια/ρούχα. ΣΥΝ. στεγνός. ΑΝΤ. βρεγμένος.|| ~ο: σκάφος/φουσκωτό (= καινούργιο).|| ~ος: μήνας (πβ. άβροχος). 2. (μτφ.-σπάν.) (για πρόσ.) που δεν έχει υποστεί απώλειες, πλήγματα: Βγήκε/πέρασε ~ από τη δοκιμασία. Πβ. αβρόχοις ποσί. [< 1: αρχ. ἄβρεκτος]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.