Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • άβροχος , η, ο [ἄβροχος] ά-βρο-χος επίθ. (σπάν.): για χρονική περίοδο κατά την οποία δεν έβρεξε αρκετά ή καθόλου: ~ος: μήνας. ~ο: καλοκαίρι. Κυρ. στη ● ΦΡ.: αβρόχοις ποσί (λόγ.) (ΠΔ): χωρίς κόπο, δυσκολία ή απώλειες: Νομίζει ότι θα περάσει ~ ~ τις εξετάσεις. Ξεπέρασε τη δοκιμασία/την κρίση/το πρόβλημα ~ ~. Πβ. άκοπα, ακούραστα, εύκολα. [< αρχ. ἄβροχος]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.