άγαλμα [ἄγαλμα] ά-γαλ-μα ουσ. (ουδ.) {αγάλμ-ατος | -ατα, -άτων}: τρισδιάστατο γλυπτό ή χυτό έργο τέχνης που αναπαριστά θεϊκή, ανθρώπινη ή ζωική μορφή: ακέφαλο/αρχαίο ελληνικό/ελληνιστικό/κυκλαδικό/λατρευτικό/μαρμάρινο/μπρούντζινο/περίοπτο/πήλινο/ρωμαϊκό/χάλκινο/χρυσελεφάντινο ~. ~ αλόγου/κόρης/μούσας. Το Ά~ της Ελευθερίας. Το ~ κατασκευάστηκε/στήθηκε προς τιμήν του .../φιλοτεχνήθηκε. Αναπαράσταση/αντίγραφο/βάση/κεφαλή ~ατος. ~ατα θεών. Βανδαλισμοί ~άτων. Πβ. ανδριάντας, ξόανο, προτομή.|| Ωραία σαν ~ (: καλλίγραμμη, αρμονική).|| Ζωντανό ~ (: για καλλιτέχνη ή μίμο που στέκεται σαν ~ σε δημόσιο χώρο). ● Υποκ.: αγαλματίδιο (το) (λόγ.):(ΑΡΧΑΙΟΛ.) ~ θεότητας/παιδιού. Αναθηματικά ~α. Πβ. αγαλμάτιο, ειδώλιο.|| Απονομή των χρυσών ~ίων Όσκαρ. Πβ. αγαλματάκι. Βλ. -ίδιο., αγαλμάτιο (το) (λόγ.): ΑΡΧΑΙΟΛ. Λατρευτικά ~α. ● ΦΡ.: θα σου στήσω άγαλμα (μτφ.-προφ.): ως έκφραση ευγνωμοσύνης: Θα σου ~σουμε ~, τόσο που μας έχεις βοηθήσει! (ειρων.) Άμα το βρεις, θα σου ~σω ~ (στην πλατεία)., μένω άγαλμα & αφήνω άγαλμα (μτφ.-προφ.): από την έκπληξη: Μόλις είδα το τρακαρισμένο αυτοκίνητο, έμεινα ~ (= κάγκελο, κόκαλο, στήλη άλατος).|| Η καρφωτή κεφαλιά άφησε ~ τον τερματοφύλακα., σαν άγαλμα: ακίνητος και αμίλητος: ανέκφραστος/στητός/ψυχρός ~ ~. Κάθομαι/με κοίταζε/στέκομαι ~ ~. [< αρχ. ἄγαλμα, γαλλ. statue]
αγαλματάκι [ἀγαλματάκι] α-γαλ-μα-τά-κι ουσ. (ουδ.) (υποκ.): μικρό άγαλμα: κρυστάλλινο/συλλεκτικό ~.|| Απέσπασε/κέρδισε/πήρε το χρυσό ~ (: μικρό άγαλμα που απονέμεται ως βραβείο).|| (ΑΡΧΑΙΟΛ.) ~ αίγαγρου. Πβ. αγαλματίδιο, αγαλμάτιο. ● ΦΡ.: αγαλματάκια/στρατιωτάκια ακούνητα, αμίλητα, αγέλαστα βλ. ακούνητος
αγαλματένιος , ια, ιο [ἀγαλματένιος] α-γαλ-μα-τέ-νιος επίθ.: που έχει τη μορφή, τη στάση ή την ομορφιά αγάλματος: (μτφ.) ~ια: γοητεία/καλλονή. ~ιο: κορμί/πρόσωπο/σώμα. ~ια: πόδια (πβ. καλλίγραμμα). Πβ. αγαλμάτινος. Βλ. -ένιος.
αγαλμάτινος , η, ο [ἀγαλμάτινος] α-γαλ-μά-τι-νος επίθ. 1. που σχετίζεται με άγαλμα, που έχει τη μορφή αγάλματος: ~η: προτομή. ~ο: κεφάλι/μνημείο.2. (μτφ.) που μοιάζει με άγαλμα, που έχει την ομορφιά αγάλματος: ~η: αρμονία/κορμοστασιά. ~ο: στήθος. ~α αθλητικά σώματα. Πβ. αγαλματένιος. [< μεσν. αγαλμάτινος]
αγαλματοποιία [ἀγαλματοποιία] α-γαλ-μα-το-ποι-ί-α ουσ. (θηλ.): κλάδος της γλυπτικής που αναφέρεται στην κατασκευή αγαλμάτων: αρχαία ελληνική ~. ~ ειδωλίων. Βλ. -ποιία. [< μτγν. ἀγαλματοποιΐα]
αγαλματοποιός [ἀγαλματοποιός] α-γαλ-μα-το-ποι-ός ουσ. (αρσ.): γλύπτης αγαλμάτων: λιθοξόος και ~. Η σμίλη του ~ού. Οι ~οί της κλασικής εποχής. Πβ. ανδριαντοποιός. Βλ. -ποιός. [< αρχ. ἀγαλματοποιός]
αγαλματώδης , ης, ες [ἀγαλματώδης] α-γαλ-μα-τώ-δης επίθ. {αγαλματώδ-ους | -εις (ουδ. -η)} (λόγ.): που θυμίζει άγαλμα, που έχει την ομορφιά του: ~ης: καλλονή/μορφή. Βλ. -ώδης.
ακούνητος
ακούνητος, η, ο [ἀκούνητος] α-κού-νη-τος επίθ. (λαϊκό): που δεν κουνιέται, δεν κουνήθηκε ή δεν μπορεί να κουνηθεί: ~ο: βλέμμα. ~ο: έπιπλο (= αμετακίνητο, π.χ. λόγω βάρους). Κάθομαι/στέκομαι ~. Μείνε ~ (= ακίνητος)!|| Παρέμειναν ~οι στις καλοπληρωμένες θέσεις τους. Πβ. αμετακίνητος, ασάλευτος. ● ΦΡ.: αγαλματάκια/στρατιωτάκια ακούνητα, αμίλητα, αγέλαστα1. (μτφ.) για πειθήνια όργανα: Καθόταν αγαλματάκι ~ο και περίμενε διαταγές.2. ομαδικό παιδικό παιχνίδι: ~ ~ μέρα ή νύχτα;
-ένιος
-ένιος, ια, ιο: κατάληξη επιθέτων για τη δήλωση ύλης, χρώματος ή ιδιότητας: ασημ~/διαμαντ~/σοκολατ~.|| Μενεξεδ~/χρυσαφ~. Πβ. -ής, -ιά, -ί.|| Παραδεισ~/παραμυθ~. Πβ. -ινος.
-ίδιο
-ίδιο {-ιδίου | -ιδίων} (λόγ.): υποκοριστικό επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών: αγαλματ~/εικον~/κρατ~/κυστ~/ογκ~/σακ~/σταγον~/φιαλ~.|| (με μείωση ή απώλεια της υποκοριστικής σημ.:) Bακτηρ~/γον~.
-ποιία
-ποιία (λόγ.) επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. παραγωγή ή επεξεργασία συγκεκριμένου προϊόντος και τη σχετική βιοτεχνία: αρτο~/ζαχαρο~ (πβ. -πλαστική).|| Γυψο~.|| Eπιπλο~/υποδηματο~.|| (μτφ.) Παιδο~/τεκνο~.2. σύνολο ιστοριών, γεγονότων: μυθο~. Πβ. -πλασία.|| (μτφ.) Επο~.
-ποιός
-ποιός (λόγ.) επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο πρόσωπο 1. κατασκευάζει, παράγει συγκεκριμένο προϊόν: κεραμο~.2. δημιουργεί ή προκαλεί ό,τι εκφράζει το θέμα: θαυματο~. Γελωτο~.|| (σπανιότ. σε επίθ.) Αγαθο~. Πβ. -εργός.
-ώδης
-ώδης, ης, ες (λόγ.) επίθημα επιθέτων που δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο 1. χαρακτηρίζεται ή αποτελείται, συνήθ. σε μεγάλο βαθμό, από αυτό που δηλώνει το επίθετο: αιματ~/θορυβ~/θυελλ~/σαρκ~.|| Δενδρ~/ελ~/θαμν~.2. (μειωτ.) έχει την ιδιότητα που εκφράζει το πρώτο μέρος της λέξης: νηπι~/παιδαρι~.3. αναδίδει μυρωδιά: δυσ~/ευ~.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.