Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 7 εγγραφές  [0-7]


  • άγαλμα [ἄγαλμα] ά-γαλ-μα ουσ. (ουδ.) {αγάλμ-ατος | -ατα, -άτων}: τρισδιάστατο γλυπτό ή χυτό έργο τέχνης που αναπαριστά θεϊκή, ανθρώπινη ή ζωική μορφή: ακέφαλο/αρχαίο ελληνικό/ελληνιστικό/κυκλαδικό/λατρευτικό/μαρμάρινο/μπρούντζινο/περίοπτο/πήλινο/ρωμαϊκό/χάλκινο/χρυσελεφάντινο ~. ~ αλόγου/κόρης/μούσας. Το Ά~ της Ελευθερίας. Το ~ κατασκευάστηκε/στήθηκε προς τιμήν του .../φιλοτεχνήθηκε. Αναπαράσταση/αντίγραφο/βάση/κεφαλή ~ατος. ~ατα θεών. Βανδαλισμοί ~άτων. Πβ. ανδριάντας, ξόανο, προτομή.|| Ωραία σαν ~ (: καλλίγραμμη, αρμονική).|| Ζωντανό ~ (: για καλλιτέχνη ή μίμο που στέκεται σαν ~ σε δημόσιο χώρο). ● Υποκ.: αγαλματίδιο (το) (λόγ.): (ΑΡΧΑΙΟΛ.) ~ θεότητας/παιδιού. Αναθηματικά ~α. Πβ. αγαλμάτιο, ειδώλιο.|| Απονομή των χρυσών ~ίων Όσκαρ. Πβ. αγαλματάκι. Βλ. -ίδιο., αγαλμάτιο (το) (λόγ.): ΑΡΧΑΙΟΛ. Λατρευτικά ~α. ● ΦΡ.: θα σου στήσω άγαλμα (μτφ.-προφ.): ως έκφραση ευγνωμοσύνης: Θα σου ~σουμε ~, τόσο που μας έχεις βοηθήσει! (ειρων.) Άμα το βρεις, θα σου ~σω ~ (στην πλατεία)., μένω άγαλμα & αφήνω άγαλμα (μτφ.-προφ.): από την έκπληξη: Μόλις είδα το τρακαρισμένο αυτοκίνητο, έμεινα ~ (= κάγκελο, κόκαλο, στήλη άλατος).|| Η καρφωτή κεφαλιά άφησε ~ τον τερματοφύλακα., σαν άγαλμα: ακίνητος και αμίλητος: ανέκφραστος/στητός/ψυχρός ~ ~. Κάθομαι/με κοίταζε/στέκομαι ~ ~. [< αρχ. ἄγαλμα, γαλλ. statue]
  • αγαλματάκι [ἀγαλματάκι] α-γαλ-μα-τά-κι ουσ. (ουδ.) (υποκ.): μικρό άγαλμα: κρυστάλλινο/συλλεκτικό ~.|| Απέσπασε/κέρδισε/πήρε το χρυσό ~ (: μικρό άγαλμα που απονέμεται ως βραβείο).|| (ΑΡΧΑΙΟΛ.) ~ αίγαγρου. Πβ. αγαλματίδιο, αγαλμάτιο. ● ΦΡ.: αγαλματάκια/στρατιωτάκια ακούνητα, αμίλητα, αγέλαστα βλ. ακούνητος
  • αγαλματένιος , ια, ιο [ἀγαλματένιος] α-γαλ-μα-τέ-νιος επίθ.: που έχει τη μορφή, τη στάση ή την ομορφιά αγάλματος: (μτφ.) ~ια: γοητεία/καλλονή. ~ιο: κορμί/πρόσωπο/σώμα. ~ια: πόδια (πβ. καλλίγραμμα). Πβ. αγαλμάτινος. Βλ. -ένιος.
  • αγαλμάτινος , η, ο [ἀγαλμάτινος] α-γαλ-μά-τι-νος επίθ. 1. που σχετίζεται με άγαλμα, που έχει τη μορφή αγάλματος: ~η: προτομή. ~ο: κεφάλι/μνημείο. 2. (μτφ.) που μοιάζει με άγαλμα, που έχει την ομορφιά αγάλματος: ~η: αρμονία/κορμοστασιά. ~ο: στήθος. ~α αθλητικά σώματα. Πβ. αγαλματένιος. [< μεσν. αγαλμάτινος]
  • αγαλματοποιία [ἀγαλματοποιία] α-γαλ-μα-το-ποι-ί-α ουσ. (θηλ.): κλάδος της γλυπτικής που αναφέρεται στην κατασκευή αγαλμάτων: αρχαία ελληνική ~. ~ ειδωλίων. Βλ. -ποιία. [< μτγν. ἀγαλματοποιΐα]
  • αγαλματοποιός [ἀγαλματοποιός] α-γαλ-μα-το-ποι-ός ουσ. (αρσ.): γλύπτης αγαλμάτων: λιθοξόος και ~. Η σμίλη του ~ού. Οι ~οί της κλασικής εποχής. Πβ. ανδριαντοποιός. Βλ. -ποιός. [< αρχ. ἀγαλματοποιός]
  • αγαλματώδης , ης, ες [ἀγαλματώδης] α-γαλ-μα-τώ-δης επίθ. {αγαλματώδ-ους | -εις (ουδ. -η)} (λόγ.): που θυμίζει άγαλμα, που έχει την ομορφιά του: ~ης: καλλονή/μορφή. Βλ. -ώδης.

ακούνητος

ακούνητος, η, ο [ἀκούνητος] α-κού-νη-τος επίθ. (λαϊκό): που δεν κουνιέται, δεν κουνήθηκε ή δεν μπορεί να κουνηθεί: ~ο: βλέμμα. ~ο: έπιπλο (= αμετακίνητο, π.χ. λόγω βάρους). Κάθομαι/στέκομαι ~. Μείνε ~ (= ακίνητος)!|| Παρέμειναν ~οι στις καλοπληρωμένες θέσεις τους. Πβ. αμετακίνητος, ασάλευτος. ● ΦΡ.: αγαλματάκια/στρατιωτάκια ακούνητα, αμίλητα, αγέλαστα 1. (μτφ.) για πειθήνια όργανα: Καθόταν αγαλματάκι ~ο και περίμενε διαταγές. 2. ομαδικό παιδικό παιχνίδι: ~ ~ μέρα ή νύχτα;

-ένιος

-ένιος, ια, ιο: κατάληξη επιθέτων για τη δήλωση ύλης, χρώματος ή ιδιότητας: ασημ~/διαμαντ~/σοκολατ~.|| Μενεξεδ~/χρυσαφ~. Πβ. -ής, -ιά, -ί.|| Παραδεισ~/παραμυθ~. Πβ. -ινος.

-ίδιο

-ίδιο {-ιδίου | -ιδίων} (λόγ.): υποκοριστικό επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών: αγαλματ~/εικον~/κρατ~/κυστ~/ογκ~/σακ~/σταγον~/φιαλ~.|| (με μείωση ή απώλεια της υποκοριστικής σημ.:) Bακτηρ~/γον~.

-ποιία

-ποιία (λόγ.) επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. παραγωγή ή επεξεργασία συγκεκριμένου προϊόντος και τη σχετική βιοτεχνία: αρτο~/ζαχαρο~ (πβ. -πλαστική).|| Γυψο~.|| Eπιπλο~/υποδηματο~.|| (μτφ.) Παιδο~/τεκνο~. 2. σύνολο ιστοριών, γεγονότων: μυθο~. Πβ. -πλασία.|| (μτφ.) Επο~.

-ποιός

-ποιός (λόγ.) επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο πρόσωπο 1. κατασκευάζει, παράγει συγκεκριμένο προϊόν: κεραμο~. 2. δημιουργεί ή προκαλεί ό,τι εκφράζει το θέμα: θαυματο~. Γελωτο~.|| (σπανιότ. σε επίθ.) Αγαθο~. Πβ. -εργός.

-ώδης

-ώδης, ης, ες (λόγ.) επίθημα επιθέτων που δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο 1. χαρακτηρίζεται ή αποτελείται, συνήθ. σε μεγάλο βαθμό, από αυτό που δηλώνει το επίθετο: αιματ~/θορυβ~/θυελλ~/σαρκ~.|| Δενδρ~/ελ~/θαμν~. 2. (μειωτ.) έχει την ιδιότητα που εκφράζει το πρώτο μέρος της λέξης: νηπι~/παιδαρι~. 3. αναδίδει μυρωδιά: δυσ~/ευ~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.