Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 9 εγγραφές  [0-9]


  • άγαν [ἄγαν] ά-γαν επίρρ. (αρχαιοπρ.): υπερβολικά, πάρα πολύ. Κυρ. στη ● ΦΡ.: μηδέν άγαν (αρχαίο γνωμ.): (ως προτροπή) τίποτα σε υπερβολικό βαθμό. ΣΥΝ. μέτρον άριστον [< αρχ. ἄγαν]
  • αγανάκτηση [ἀγανάκτηση] α-γα-νά-κτη-ση ουσ. (θηλ.) {-ης (λόγ.) -ήσεως} & (προφ.) αγανάχτηση: έντονη δυσαρέσκεια, δυσφορία λόγω αδικίας, προσβολής ή ανηθικότητας: βαθιά/γενική/διάχυτη/εύλογη/ιερή/λαϊκή ~. Έκρηξη/έκφραση/θύελλα/κλίμα/κραυγή ~ης. Αισθήματα οργής και ~ης. Επιστολή ~ης και διαμαρτυρίας. Η ~ της κοινής γνώμης. Με πνίγει η ~. Με μεγάλη ~ διαπίστωσα/πληροφορήθηκα ότι ... Νιώθει ~ όταν βλέπει ... Το θέαμα με γέμισε ~. Καταγγέλλουμε το έγκλημα με ~/ μετ' ~ήσεως. Ξέσπασαν γεμάτοι ~. Πβ. δυσανασχέτηση.|| (προφ.) Σκέτη ~ είσαι αδελφέ μου! (: με εκνευρίζεις, εξοργίζεις). [< αρχ. ἀγανάκτησις]
  • αγανακτισμένος , η, ο [ἀγανακτισμένος] α-γα-να-κτι-σμέ-νος επίθ. & (προφ.) αγαναχτισμένος: που αισθάνεται ή/και εκφράζει αγανάκτηση: ~ος: λαός. ~η: αντίδραση/διαμαρτυρία. ~ο: βλέμμα/ύφος. ~οι: κάτοικοι/πολίτες/τηλεθεατές/φορολογούμενοι. ~ες: φωνές. ~ από την απόφασή/τα παράπονά/τη στάση/τη συμπεριφορά/την υποκρισία του. ~ με τη διαιτησία. Καταδίκασαν ~οι τις τρομοκρατικές επιθέσεις. Έστειλαν ~α μηνύματα.|| (ως ουσ.) Το κίνημα των ~ων. ● επίρρ.: αγανακτισμένα & αγαναχτισμένα [< μεσν. αγανακτισμένος]
  • αγανακτώ [ἀγανακτῶ] α-γα-να-κτώ ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {αγανακτ-είς, -ώντας | αγανάκτ-ησα, -ισμένος} & (προφ.) αγαναχτώ 1. (αμτβ.) αισθάνομαι αγανάκτηση, εξοργίζομαι: ~ με/για την αδικία/αχαριστία/προσβολή. ~ λόγω των λανθασμένων χειρισμών. ~ησα και του έβαλα τις φωνές. ~ησε γιατί/που δεν έπαιζε καλά η ομάδα. Η κοινή γνώμη έχει ~ήσει από την αδυναμία της Πολιτείας να ... Βλ. δυσανασχετώ.|| (μτβ.-σπανιότ.) Με ~ησε η αδιαφορία του για το μάθημα! 2. {κυρ. στον αόρ.} (συνεκδ.) δυσκολεύομαι, κοπιάζω για κάτι με αποτέλεσμα την έντονη δυσφορία: ~ησα (= δεινοπάθησα, είδα κι έπαθα) μέχρι να τον πείσω. [< αρχ. ἀγανακτῶ]
  • άγανο [ἄγανο] ά-γα-νο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -άνου} 1. η πολύ λεπτή βελονοειδής απόφυση του σταχυού· αθέρας, (κοινό) μουστάκι: ~ βρόμης/κριθαριού. 2. (συνεκδ.-σπάν.) το πολύ λεπτό κόκαλο ψαριού. [< μτγν. ἄκανος ‘είδος αγκαθιού’]
  • αγανός , ή, ό [ἀγανός] α-γα-νός επίθ. (λαϊκό-λογοτ.): που έχει αραιή πλέξη, ύφανση: ~ό: μαγνάδι/πέπλο. Βλ. αραχνοΰφαντος. ΑΝΤ. πυκνοϋφασμένος [< αρχ. ἀγανός ‘ήπιος, προσηνής’]
  • αγάντα [ἀγάντα] α-γά-ντα επιφών. {άκλ.} ΝΑΥΤ. 1. (ως παράγγελμα ή προτροπή) κράτα!, πιάσε!, γερά!: ~ τα κουπιά/το σχοινί. Προχώρα ~.|| (μτφ.) ~ και φτάσαμε. ~ (: βάστα) καρδιά μου. ~ παλικάρια! (βλ. κουράγιο) 2. {ως ουσ. θηλ.} πάσσαλος ή κρίκος για την πρόσδεση σκαφών. Πβ. δέστρα.
  • αγαντάρω [ἀγαντάρω] α-γα-ντά-ρω ρ. (μτβ.) {αγάνταρα κ. αγαντάριζα, αγαντάρισα} (λαϊκό) 1. ΝΑΥΤ. συγκρατώ, στηρίζω, πιάνω: ~ τους κάβους/το ρυμουλκό/το σκάφος. 2. (σπάν.) βαστώ, ανέχομαι, υπομένω. [< ιταλ. agguantare]
  • αγάνωτος , η, ο [ἀγάνωτος] α-γά-νω-τος επίθ. (παλαιότ.-σπάν.): (συνήθ. για μαγειρικά σκεύη) που δεν έχει γανωθεί, δεν έχει επικαλυφθεί με κασσίτερο: ~ο: καζάνι. ΣΥΝ. ξεγάνωτος [< μτγν. ἀγάνωτος]

αραχνοΰφαντος

αραχνοΰφαντος, η, ο [ἀραχνοΰφαντος] α-ρα-χνο-ΰ-φα-ντος επίθ.: που η ύφανσή του είναι τόσο λεπτή σαν του ιστού της αράχνης: ~η: κουρτίνα/μπλούζα. ~ο: πέπλο/ύφασμα/φόρεμα. Πβ. αέρινος.

δυσανασχετώ

δυσανασχετώ [δυσανασχετῶ] δυ-σα-να-σχε-τώ ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {δυσανασχετ-είς ...| δυσανασχέτ-ησα, -ώντας} (λόγ.): εκδηλώνω δυσαρέσκεια για κάτι: ~εί με τις εξελίξεις/τα μέτρα. Περίμενε υπομονετικά, χωρίς να ~εί. Πβ. αγανακτώ, βαρυγκομώ, διαμαρτύρομαι, δυσφορώ. [< αρχ. δυσανασχετῶ]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.