αγανάκτηση [ἀγανάκτηση] α-γα-νά-κτη-ση ουσ. (θηλ.) {-ης (λόγ.) -ήσεως} & (προφ.) αγανάχτηση: έντονη δυσαρέσκεια, δυσφορία λόγω αδικίας, προσβολής ή ανηθικότητας: βαθιά/γενική/διάχυτη/εύλογη/ιερή/λαϊκή ~. Έκρηξη/έκφραση/θύελλα/κλίμα/κραυγή ~ης. Αισθήματα οργής και ~ης. Επιστολή ~ης και διαμαρτυρίας. Η ~ της κοινής γνώμης. Με πνίγει η ~. Με μεγάλη ~ διαπίστωσα/πληροφορήθηκα ότι ... Νιώθει ~ όταν βλέπει ... Το θέαμα με γέμισε ~. Καταγγέλλουμε το έγκλημα με ~/ μετ' ~ήσεως. Ξέσπασαν γεμάτοι ~. Πβ. δυσανασχέτηση.|| (προφ.) Σκέτη ~ είσαι αδελφέ μου! (: με εκνευρίζεις, εξοργίζεις). [< αρχ. ἀγανάκτησις]
αγανακτισμένος , η, ο [ἀγανακτισμένος] α-γα-να-κτι-σμέ-νος επίθ. & (προφ.) αγαναχτισμένος: που αισθάνεται ή/και εκφράζει αγανάκτηση: ~ος: λαός. ~η: αντίδραση/διαμαρτυρία. ~ο: βλέμμα/ύφος. ~οι: κάτοικοι/πολίτες/τηλεθεατές/φορολογούμενοι. ~ες: φωνές. ~ από την απόφασή/τα παράπονά/τη στάση/τη συμπεριφορά/την υποκρισία του. ~ με τη διαιτησία. Καταδίκασαν ~οι τις τρομοκρατικές επιθέσεις. Έστειλαν ~α μηνύματα.|| (ως ουσ.) Το κίνημα των ~ων. ● επίρρ.: αγανακτισμένα & αγαναχτισμένα [< μεσν. αγανακτισμένος]
αγανακτώ [ἀγανακτῶ] α-γα-να-κτώ ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {αγανακτ-είς, -ώντας | αγανάκτ-ησα, -ισμένος} & (προφ.) αγαναχτώ 1. (αμτβ.) αισθάνομαι αγανάκτηση, εξοργίζομαι: ~ με/για την αδικία/αχαριστία/προσβολή. ~ λόγω των λανθασμένων χειρισμών. ~ησα και του έβαλα τις φωνές. ~ησε γιατί/που δεν έπαιζε καλά η ομάδα. Η κοινή γνώμη έχει ~ήσει από την αδυναμία της Πολιτείας να ... Βλ. δυσανασχετώ.|| (μτβ.-σπανιότ.) Με ~ησε η αδιαφορία του για το μάθημα!2. {κυρ. στον αόρ.} (συνεκδ.) δυσκολεύομαι, κοπιάζω για κάτι με αποτέλεσμα την έντονη δυσφορία: ~ησα (= δεινοπάθησα, είδα κι έπαθα) μέχρι να τον πείσω. [< αρχ. ἀγανακτῶ]
άγανο [ἄγανο] ά-γα-νο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -άνου} 1. η πολύ λεπτή βελονοειδής απόφυση του σταχυού· αθέρας, (κοινό) μουστάκι: ~ βρόμης/κριθαριού.2. (συνεκδ.-σπάν.) το πολύ λεπτό κόκαλο ψαριού. [< μτγν. ἄκανος ‘είδος αγκαθιού’]
αγάνωτος , η, ο [ἀγάνωτος] α-γά-νω-τος επίθ. (παλαιότ.-σπάν.): (συνήθ. για μαγειρικά σκεύη) που δεν έχει γανωθεί, δεν έχει επικαλυφθεί με κασσίτερο: ~ο: καζάνι. ΣΥΝ. ξεγάνωτος [< μτγν. ἀγάνωτος]
αραχνοΰφαντος
αραχνοΰφαντος, η, ο [ἀραχνοΰφαντος] α-ρα-χνο-ΰ-φα-ντος επίθ.: που η ύφανσή του είναι τόσο λεπτή σαν του ιστού της αράχνης: ~η: κουρτίνα/μπλούζα. ~ο: πέπλο/ύφασμα/φόρεμα. Πβ. αέρινος.
δυσανασχετώ
δυσανασχετώ [δυσανασχετῶ] δυ-σα-να-σχε-τώ ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {δυσανασχετ-είς ...| δυσανασχέτ-ησα, -ώντας} (λόγ.): εκδηλώνω δυσαρέσκεια για κάτι: ~εί με τις εξελίξεις/τα μέτρα. Περίμενε υπομονετικά, χωρίς να ~εί. Πβ. αγανακτώ, βαρυγκομώ, διαμαρτύρομαι, δυσφορώ. [< αρχ. δυσανασχετῶ]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.