Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 5 εγγραφές  [0-5]


  • άγαρ [ἄγαρ] ά-γαρ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & (σπάν.) άγαρ άγαρ: φυσικός πολυσακχαρίτης που παράγεται από κόκκινα φύκια και χρησιμοποιείται στη βιομηχανία τροφίμων και φαρμάκων ως πηκτικός παράγοντας και σταθεροποιητής: (μη) θρεπτικό ~. || (ΒΙΟΛ.-ΙΑΤΡ.) Καλλιέργεια μικροοργανισμών σε ~. Βλ. άλγη, πηκτίνη. [< αγγλ. agar, γαλλ. agar-agar]
  • αγαρηνός , ή, ό [ἀγαρηνός] α-γα-ρη-νός επίθ.: μουσουλμανικός και κατ' επέκτ. βάρβαρος, σκληρός, αλλόπιστος: ~ός: ζυγός. ~ή: σκλαβιά. ~ά: ασκέρια. ● Ουσ.: Αγαρηνός (ο): ΙΣΤ. μουσουλμάνος, κυρ. Άραβας ή Τούρκος. [< μεσν. αγαρηνός]
  • αγαρικό [ἀγαρικό] α-γα-ρι-κό ουσ. (ουδ.): γένος μυκήτων που περιλαμβάνει και το κοινό μανιτάρι: ~ το αγροτικό/δασόβιο/κηπευτικό/πεδινό. [< μτγν. ἀγαρικόν ‘σπογγοειδές ξύλο για προσάναμμα’, γαλλ.-αγγλ. agaric]
  • άγαρμπος , η, ο [ἄγαρμπος] ά-γαρ-μπος επίθ.: που δεν έχει ή δεν γίνεται με λεπτότητα, κομψότητα ή χάρη: ~ος: οδηγός. ~ στους τρόπους (: χοντροκομμένος). ~ και άτσαλος/ατσούμπαλος.|| ~η: κίνηση/συμπεριφορά/χειρονομία. ~ο: μαρκάρισμα/περπάτημα/σουλούπι/σώμα. Πιέζω (κάποιον) με ~ο τρόπο. Κάνει ~α αστεία. Θα ήταν ~ο εκ μέρους του να επιμείνει. Πβ. αδέξιος, άκομψος. ● επίρρ.: άγαρμπα
  • αγαρμποσύνη [ἀγαρμποσύνη] α-γαρ-μπο-σύ-νη ουσ. (θηλ.) (προφ.): έλλειψη λεπτότητας, κομψότητας ή χάρης και (συνεκδ. στον πληθ.) οι αντίστοιχες πράξεις: Αδεξιότητα/ατσαλοσύνη και ~.|| Γκάφες/προχειρότητες και ~ες. Βλ. -οσύνη.

άλγη

άλγη [ἄλγη] άλ-γη ουσ. (θηλ.) & άλγη (τα): ΒΟΤ.-ΒΙΟΛ. φυτικοί οργανισμοί (φύκια και μονοκύτταρα φυτά του γλυκού νερού) που αναπτύσσονται σε υγρά μέρη, συνήθ. κατά αποικίες, τα περισσότερα από τα οποία περιέχουν χλωροφύλλη: γονίδιο της ~ης. Εμφάνιση ανεπιθύμητης ~ης σε ενυδρείο/στο χώμα. Απομακρύνω/εξαφανίζω/καταπολεμώ/περιορίζω την ~. Ψάρια που τρέφονται με ~ (βλ. γλείφτης). Βλ. κυανοβακτήρια, χλωρέλα. [< γαλλ. algue, αγγλ. alga]

-οσύνη

-οσύνη {σπάν. στον πληθ.} επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: ανδρει~ (βλ. -εία)/αξι~ (πβ. -ότητα)/δικαι~/εμπιστ~/ευγνωμ~/καλ~/μετριοφρ~.|| Ασχετ~ (πβ. -ίλα)/ατσαλ~ (πβ. -ιά)/εξαλλ~/ισχυρογνωμ~.|| Πραγματογνωμ~. 2. (περιληπτ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: λογι~. Χριστιαν~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.