αγαρικό [ἀγαρικό] α-γα-ρι-κό ουσ. (ουδ.): γένος μυκήτων που περιλαμβάνει και το κοινό μανιτάρι: ~ το αγροτικό/δασόβιο/κηπευτικό/πεδινό. [< μτγν. ἀγαρικόν ‘σπογγοειδές ξύλο για προσάναμμα’, γαλλ.-αγγλ. agaric]
άγαρμπος , η, ο [ἄγαρμπος] ά-γαρ-μπος επίθ.: που δεν έχει ή δεν γίνεται με λεπτότητα, κομψότητα ή χάρη: ~ος: οδηγός. ~ στους τρόπους (: χοντροκομμένος). ~ και άτσαλος/ατσούμπαλος.|| ~η: κίνηση/συμπεριφορά/χειρονομία. ~ο: μαρκάρισμα/περπάτημα/σουλούπι/σώμα. Πιέζω (κάποιον) με ~ο τρόπο. Κάνει ~α αστεία. Θα ήταν ~ο εκ μέρους του να επιμείνει. Πβ. αδέξιος, άκομψος. ● επίρρ.: άγαρμπα
αγαρμποσύνη [ἀγαρμποσύνη] α-γαρ-μπο-σύ-νη ουσ. (θηλ.) (προφ.): έλλειψη λεπτότητας, κομψότητας ή χάρης και (συνεκδ. στον πληθ.) οι αντίστοιχες πράξεις: Αδεξιότητα/ατσαλοσύνη και ~.|| Γκάφες/προχειρότητες και ~ες. Βλ. -οσύνη.
άλγη
άλγη [ἄλγη] άλ-γη ουσ. (θηλ.) & άλγη (τα): ΒΟΤ.-ΒΙΟΛ. φυτικοί οργανισμοί (φύκια και μονοκύτταρα φυτά του γλυκού νερού) που αναπτύσσονται σε υγρά μέρη, συνήθ. κατά αποικίες, τα περισσότερα από τα οποία περιέχουν χλωροφύλλη: γονίδιο της ~ης. Εμφάνιση ανεπιθύμητης ~ης σε ενυδρείο/στο χώμα. Απομακρύνω/εξαφανίζω/καταπολεμώ/περιορίζω την ~. Ψάρια που τρέφονται με ~ (βλ. γλείφτης). Βλ. κυανοβακτήρια, χλωρέλα. [< γαλλ. algue, αγγλ. alga]
-οσύνη
-οσύνη {σπάν. στον πληθ.} επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: ανδρει~ (βλ. -εία)/αξι~ (πβ. -ότητα)/δικαι~/εμπιστ~/ευγνωμ~/καλ~/μετριοφρ~.|| Ασχετ~ (πβ. -ίλα)/ατσαλ~ (πβ. -ιά)/εξαλλ~/ισχυρογνωμ~.|| Πραγματογνωμ~.2. (περιληπτ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: λογι~. Χριστιαν~.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.