άγαρμπος , η, ο [ἄγαρμπος] ά-γαρ-μπος επίθ.: που δεν έχει ή δεν γίνεται με λεπτότητα, κομψότητα ή χάρη: ~ος: οδηγός. ~ στους τρόπους (: χοντροκομμένος). ~ και άτσαλος/ατσούμπαλος.|| ~η: κίνηση/συμπεριφορά/χειρονομία. ~ο: μαρκάρισμα/περπάτημα/σουλούπι/σώμα. Πιέζω (κάποιον) με ~ο τρόπο. Κάνει ~α αστεία. Θα ήταν ~ο εκ μέρους του να επιμείνει. Πβ. αδέξιος, άκομψος. ● επίρρ.: άγαρμπα
αγαρμποσύνη [ἀγαρμποσύνη] α-γαρ-μπο-σύ-νη ουσ. (θηλ.) (προφ.): έλλειψη λεπτότητας, κομψότητας ή χάρης και (συνεκδ. στον πληθ.) οι αντίστοιχες πράξεις: Αδεξιότητα/ατσαλοσύνη και ~.|| Γκάφες/προχειρότητες και ~ες. Βλ. -οσύνη.
-οσύνη
-οσύνη {σπάν. στον πληθ.} επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: ανδρει~ (βλ. -εία)/αξι~ (πβ. -ότητα)/δικαι~/εμπιστ~/ευγνωμ~/καλ~/μετριοφρ~.|| Ασχετ~ (πβ. -ίλα)/ατσαλ~ (πβ. -ιά)/εξαλλ~/ισχυρογνωμ~.|| Πραγματογνωμ~.2. (περιληπτ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: λογι~. Χριστιαν~.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.