Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • άγαρμπος , η, ο [ἄγαρμπος] ά-γαρ-μπος επίθ.: που δεν έχει ή δεν γίνεται με λεπτότητα, κομψότητα ή χάρη: ~ος: οδηγός. ~ στους τρόπους (: χοντροκομμένος). ~ και άτσαλος/ατσούμπαλος.|| ~η: κίνηση/συμπεριφορά/χειρονομία. ~ο: μαρκάρισμα/περπάτημα/σουλούπι/σώμα. Πιέζω (κάποιον) με ~ο τρόπο. Κάνει ~α αστεία. Θα ήταν ~ο εκ μέρους του να επιμείνει. Πβ. αδέξιος, άκομψος. ● επίρρ.: άγαρμπα
  • αγαρμποσύνη [ἀγαρμποσύνη] α-γαρ-μπο-σύ-νη ουσ. (θηλ.) (προφ.): έλλειψη λεπτότητας, κομψότητας ή χάρης και (συνεκδ. στον πληθ.) οι αντίστοιχες πράξεις: Αδεξιότητα/ατσαλοσύνη και ~.|| Γκάφες/προχειρότητες και ~ες. Βλ. -οσύνη.

-οσύνη

-οσύνη {σπάν. στον πληθ.} επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: ανδρει~ (βλ. -εία)/αξι~ (πβ. -ότητα)/δικαι~/εμπιστ~/ευγνωμ~/καλ~/μετριοφρ~.|| Ασχετ~ (πβ. -ίλα)/ατσαλ~ (πβ. -ιά)/εξαλλ~/ισχυρογνωμ~.|| Πραγματογνωμ~. 2. (περιληπτ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: λογι~. Χριστιαν~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.