Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • άγγιγμα [ἄγγιγμα] άγ-γιγ-μα ουσ. (ουδ.) {αγγίγμ-ατος | -ατα, -άτων}: απαλή επαφή και συνεκδ. η αίσθηση ή το συναίσθημα που αυτή προξενεί: αδιάκριτο/ελαφρύ/ερωτικό/ευχάριστο/θεραπευτικό/τρυφερό/τυχαίο/φευγαλέο ~. ~ με τα δάχτυλα/χέρια. Ξαφνικά ένιωσα ένα ~ στην πλάτη. Ανατριχιάζω στο ~ά του. Αισθησιακά/ανεπαίσθητα/στοργικά ~ατα. ~ατα οικειότητας. Χάδια, φιλιά και ~ατα.|| Η οθόνη ανοίγει και κλείνει με το ~ ενός πλήκτρου. Διακόπτης απαλού ~ατος. Πβ. αφή.|| (μτφ.) Το ~ του Θεού. ● ΦΡ.: (το) άγγιγμα του Μίδα (μτφ.-απαιτ. λεξιλόγ.): η ικανότητα να αποκτά κανείς εύκολα και γρήγορα χρήματα ή να έχει επιτυχία και συνεκδ. ο ίδιος ο πλούτος, η επιτυχία: Διαθέτει/έχασε/έχει το ~ ~. [< μεσν. έγγισμα, αγγλ. touch]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.