Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • άγγιχτος , η, ο [ἄγγιχτος] άγ-γι-χτος επίθ. (προφ.): που δεν τον έχουν αγγίξει, δεν τον έχουν χρησιμοποιήσει: ~ες: βουνοκορφές (: στις οποίες δεν έχουν πατήσει άνθρωποι). Αφήνω/βρίσκω το φαγητό ~ο. Πβ. ακέραιος, ανέγγιχτος, ανέπαφος, απείραχτος.|| (μτφ.) ~α θέματα (: που δεν τα έχουν θίξει). Πβ. άθικτος.|| (στο μπάσκετ) ~α τρίποντα (: όταν η μπάλα μπαίνει στο καλάθι χωρίς να αγγίξει τη στεφάνη). [< μεσν. άγγιχτος ]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.