άζωτο [ἄζωτο] ά-ζω-το ουσ. (ουδ.) {-ου (συνήθ. λόγ.) -ώτου}: ΧΗΜ. διατομικό χημικό στοιχείο (σύμβ. N, Ζ 7), που ανήκει στα αμέταλλα, είναι αέριο, άοσμο, άγευστο και άχρωμο σε κανονικές συνθήκες και μαζί με το οξυγόνο αποτελεί βασικό συστατικό του αέρα (σε ποσοστό 78,08%): αμμωνιακό/ατμοσφαιρικό/ελεύθερο/μοριακό/νιτρικό/οργανικό ~. Ενώσεις/κύκλος/οξείδια του ~ώτου. ● ΣΥΜΠΛ.: δέσμευση (του) αζώτου: αζωτοδέσμευση., μονοξείδιο του αζώτου: ΧΗΜ. ένα από τα οξείδια του αζώτου (σύμβ. ΝΟ), άχρωμο, μη εύφλεκτο, τοξικό αέριο που χρησιμοποιείται ως αναισθητικό και αναλγητικό: ρύποι ~ίου ~. Το ~ ~ παράγεται από αυτοκίνητα και βιομηχανικούς καυστήρες., υγρό άζωτο: ΦΥΣ. σε υγρή κατάσταση που χρησιμοποιείται ως ψυκτικό: Εμβόλιο/σπέρμα που αποθηκεύεται/καταψύχεται/φυλάσσεται σε ~ ~. [< γαλλ. azote liquide] , διοξείδιο του αζώτου βλ. διοξείδιο, νάρκωση αζώτου βλ. νάρκωση, υποξείδιο του αζώτου βλ. υποξείδιο [< γαλλ.-αγγλ. azote]
αζωτοδέσμευση [ἀζωτοδέσμευση] α-ζω-το-δέ-σμευ-ση ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΧ. διαδικασία κατά την οποία το ατμοσφαιρικό άζωτο δεσμεύεται από μικροοργανισμούς του εδάφους: ατμοσφαιρική/βιολογική/φυσική ~. Ένζυμο ~ης. ΣΥΝ. δέσμευση (του) αζώτου [< γαλλ. fixation de l'azote]
αζωτούχος , ος/α, ο [ἀζωτοῦχος] α-ζω-τού-χος επίθ.: ΧΗΜ. που περιέχει άζωτο: ~ος/α: (χημική) ένωση/λίπανση/μουστάρδα (: τοξική χημική ένωση, πβ. αέριο της μουστάρδας). ~ο: λίπασμα. ~ες: ομάδες/ουσίες. ~α: αέρια/άλατα/οξείδια/παράγωγα/προϊόντα. Βλ. -ούχος2. ● ΣΥΜΠΛ.: αζωτούχες βάσεις & (σπάν.) νουκλεϊκές/νουκλεϊνικές βάσεις: ΒΙΟΧ. τα συστατικά των νουκλεϊνικών οξέων (DNA, RNA), δηλ. η αδενίνη, η γουανίνη, η κυτοσίνη, η θυμίνη και η ουρακίλη. [< αγγλ. nitrogenous bases] [< γαλλ. azoté]
διοξείδιο
διοξείδιο δι-ο-ξεί-δι-ο ουσ. (ουδ.): ΧΗΜ. οξείδιο που περιέχει στο μόριό του δύο άτομα οξυγόνου. ● ΣΥΜΠΛ.: διοξείδιο του αζώτου: ένα από τα οξείδια του αζώτου (σύμβ. NO2), μη εύφλεκτο, τοξικό αέριο, το οποίο αποτελεί συστατικό του φωτοχημικού νέφους που ρυπαίνει τις σύγχρονες πόλεις., διοξείδιο του άνθρακα: άχρωμο, άοσμο αέριο (CO2) που αποβάλλεται κατά την αναπνοή και απορροφάται από τα φυτά κατά τη φωτοσύνθεση., διοξείδιο του θείου: τοξικό και διαβρωτικό αέριο (SO2), το κυριότερο προϊόν της καύσης ουσιών που περιέχουν θείο. [< γαλλ. dioxyde, αγγλ. dioxide]
νάρκωση
νάρκωση νάρ-κω-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΙΑΤΡ. αναισθησία: ολική/ραχιαία/τοπική ~. Εγχείρηση με/χωρίς ~. (για αναισθησιολόγο:) Δίνω/παρέχω/χορηγώ ~. (για ασθενή:) Ξυπνώ/συνέρχομαι από τη ~. Υποβάλλομαι σε ~. Βλ. ύπνωση.|| ~ άγριων θηλαστικών.2. (μτφ.) αδράνεια, αποχαύνωση: πνευματική ~. ~ των πολιτών/της σκέψης/των συνειδήσεων. Κοινωνία που βρίσκεται σε ~. Πβ. αποβλάκωση, αποκοίμιση, απο~, απονέκρωση, παθητικοποίηση. Βλ. αφύπνιση. ● ΣΥΜΠΛ.: νάρκωση αζώτου: ΙΑΤΡ. (σε δύτη) εμφάνιση συμπτωμάτων νάρκωσης ή μέθης κατά την κατάδυση σε μεγάλα βάθη. ΣΥΝ. μέθη των δυτών/του βυθού [< αγγλ. nitrogen narcosis, 1937] [< αρχ. νάρκωσις, γαλλ. narcose, 1903, αγγλ. narcosis]
-ούχος2
-ούχος2, α/ος, ο: επίθημα λόγιων επιθέτων με αναφορά σε συγκεκριμένο συστατικό του προσδιοριζόμενου: αερι~/αλκοολ~/ανθρακ~/βιταμιν~/θει~/πρωτεϊν~/φωσφορ~/χλωρι~.
υποξείδιο
υποξείδιο [ὑποξείδιο] υ-πο-ξεί-δι-ο ουσ. (ουδ.): ΧΗΜ. οξείδιο με χαμηλότερη από το φυσιολογικό περιεκτικότητα σε οξυγόνο: ~ του αζώτου (= νιτρώδες οξείδιο, αέριο του γέλιου, σύμβ. σύμβ. Ν2Ο)/άνθρακα (σύμβ. C3O2)/του χαλκού.Πβ. πρωτοξείδιο [< αγγλ. suboxide, αγγλ. nitrous oxide = laughing gas]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.