Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 4 εγγραφές  [0-4]


  • άζωτο [ἄζωτο] ά-ζω-το ουσ. (ουδ.) {-ου (συνήθ. λόγ.) -ώτου}: ΧΗΜ. διατομικό χημικό στοιχείο (σύμβ. N, Ζ 7), που ανήκει στα αμέταλλα, είναι αέριο, άοσμο, άγευστο και άχρωμο σε κανονικές συνθήκες και μαζί με το οξυγόνο αποτελεί βασικό συστατικό του αέρα (σε ποσοστό 78,08%): αμμωνιακό/ατμοσφαιρικό/ελεύθερο/μοριακό/νιτρικό/οργανικό ~. Ενώσεις/κύκλος/οξείδια του ~ώτου. ● ΣΥΜΠΛ.: δέσμευση (του) αζώτου: αζωτοδέσμευση., μονοξείδιο του αζώτου: ΧΗΜ. ένα από τα οξείδια του αζώτου (σύμβ. ΝΟ), άχρωμο, μη εύφλεκτο, τοξικό αέριο που χρησιμοποιείται ως αναισθητικό και αναλγητικό: ρύποι ~ίου ~. Το ~ ~ παράγεται από αυτοκίνητα και βιομηχανικούς καυστήρες., υγρό άζωτο: ΦΥΣ. σε υγρή κατάσταση που χρησιμοποιείται ως ψυκτικό: Εμβόλιο/σπέρμα που αποθηκεύεται/καταψύχεται/φυλάσσεται σε ~ ~. [< γαλλ. azote liquide] , διοξείδιο του αζώτου βλ. διοξείδιο, νάρκωση αζώτου βλ. νάρκωση, υποξείδιο του αζώτου βλ. υποξείδιο [< γαλλ.-αγγλ. azote]
  • αζωτοδέσμευση [ἀζωτοδέσμευση] α-ζω-το-δέ-σμευ-ση ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΧ. διαδικασία κατά την οποία το ατμοσφαιρικό άζωτο δεσμεύεται από μικροοργανισμούς του εδάφους: ατμοσφαιρική/βιολογική/φυσική ~. Ένζυμο ~ης. ΣΥΝ. δέσμευση (του) αζώτου [< γαλλ. fixation de l'azote]
  • αζωτοποίηση [ἀζωτοποίηση] α-ζω-το-ποί-η-ση ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΧ. νιτροποίηση.
  • αζωτούχος , ος/α, ο [ἀζωτοῦχος] α-ζω-τού-χος επίθ.: ΧΗΜ. που περιέχει άζωτο: ~ος/α: (χημική) ένωση/λίπανση/μουστάρδα (: τοξική χημική ένωση, πβ. αέριο της μουστάρδας). ~ο: λίπασμα. ~ες: ομάδες/ουσίες. ~α: αέρια/άλατα/οξείδια/παράγωγα/προϊόντα. Βλ. -ούχος2. ● ΣΥΜΠΛ.: αζωτούχες βάσεις & (σπάν.) νουκλεϊκές/νουκλεϊνικές βάσεις: ΒΙΟΧ. τα συστατικά των νουκλεϊνικών οξέων (DNA, RNA), δηλ. η αδενίνη, η γουανίνη, η κυτοσίνη, η θυμίνη και η ουρακίλη. [< αγγλ. nitrogenous bases] [< γαλλ. azoté]

διοξείδιο

διοξείδιο δι-ο-ξεί-δι-ο ουσ. (ουδ.): ΧΗΜ. οξείδιο που περιέχει στο μόριό του δύο άτομα οξυγόνου. ● ΣΥΜΠΛ.: διοξείδιο του αζώτου: ένα από τα οξείδια του αζώτου (σύμβ. NO2), μη εύφλεκτο, τοξικό αέριο, το οποίο αποτελεί συστατικό του φωτοχημικού νέφους που ρυπαίνει τις σύγχρονες πόλεις., διοξείδιο του άνθρακα: άχρωμο, άοσμο αέριο (CO2) που αποβάλλεται κατά την αναπνοή και απορροφάται από τα φυτά κατά τη φωτοσύνθεση., διοξείδιο του θείου: τοξικό και διαβρωτικό αέριο (SO2), το κυριότερο προϊόν της καύσης ουσιών που περιέχουν θείο. [< γαλλ. dioxyde, αγγλ. dioxide]

νάρκωση

νάρκωση νάρ-κω-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΙΑΤΡ. αναισθησία: ολική/ραχιαία/τοπική ~. Εγχείρηση με/χωρίς ~. (για αναισθησιολόγο:) Δίνω/παρέχω/χορηγώ ~. (για ασθενή:) Ξυπνώ/συνέρχομαι από τη ~. Υποβάλλομαι σε ~. Βλ. ύπνωση.|| ~ άγριων θηλαστικών. 2. (μτφ.) αδράνεια, αποχαύνωση: πνευματική ~. ~ των πολιτών/της σκέψης/των συνειδήσεων. Κοινωνία που βρίσκεται σε ~. Πβ. αποβλάκωση, αποκοίμιση, απο~, απονέκρωση, παθητικοποίηση. Βλ. αφύπνιση. ● ΣΥΜΠΛ.: νάρκωση αζώτου: ΙΑΤΡ. (σε δύτη) εμφάνιση συμπτωμάτων νάρκωσης ή μέθης κατά την κατάδυση σε μεγάλα βάθη. ΣΥΝ. μέθη των δυτών/του βυθού [< αγγλ. nitrogen narcosis, 1937] [< αρχ. νάρκωσις, γαλλ. narcose, 1903, αγγλ. narcosis]

-ούχος2

-ούχος2, α/ος, ο: επίθημα λόγιων επιθέτων με αναφορά σε συγκεκριμένο συστατικό του προσδιοριζόμενου: αερι~/αλκοολ~/ανθρακ~/βιταμιν~/θει~/πρωτεϊν~/φωσφορ~/χλωρι~.

υποξείδιο

υποξείδιο [ὑποξείδιο] υ-πο-ξεί-δι-ο ουσ. (ουδ.): ΧΗΜ. οξείδιο με χαμηλότερη από το φυσιολογικό περιεκτικότητα σε οξυγόνο: ~ του αζώτου (= νιτρώδες οξείδιο, αέριο του γέλιου, σύμβ. σύμβ. Ν2Ο)/άνθρακα (σύμβ. C3O2)/του χαλκού. Πβ. πρωτοξείδιο [< αγγλ. suboxide, αγγλ. nitrous oxide = laughing gas]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.