Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • άθλιος , α, ο [ἄθλιος] ά-θλι-ος επίθ. 1. που βρίσκεται σε κακή κατάσταση ή είναι κακής ποιότητας και κατ' επέκτ. προκαλεί οίκτο ή αποστροφή: ~ος: δρόμος/καιρός (= απαίσιος, άσχημος). ~α: αμοιβή/διοργάνωση/εμφάνιση/ζωή (= αξιολύπητη, μίζερη, ταλαίπωρη)/οικονομία/συνοικία/ταινία (= απαράδεκτη, θλιβερή). ~ο: έργο. ~ες: συνθήκες εργασίας/ζωής. ~α: νοσοκομεία. Κτίρια που βρίσκονται σε ~α κατάσταση. 2. που χαρακτηρίζεται από ανηθικότητα ή κακοήθεια, φαύλος: ~ος: χαρακτήρας (ΣΥΝ. αχρείος, ελεεινός, τιποτένιος). ~α: επίθεση/συμπεριφορά. ~ο: άρθρο/υποκείμενο. ~ες: μεθοδεύσεις. Δεν υπέκυψε στους ~ους εκβιασμούς τους. Γελοιοποιεί τους συναδέλφους του με τον ~ότερο τρόπο. Βλ. παν~, τρισ~. ● επίρρ.: άθλια & (λόγ.) αθλίως [< αρχ. ἄθλιος]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.