άθλιος , α, ο [ἄθλιος] ά-θλι-ος επίθ. 1. που βρίσκεται σε κακή κατάσταση ή είναι κακής ποιότητας και κατ' επέκτ. προκαλεί οίκτο ή αποστροφή: ~ος: δρόμος/καιρός (= απαίσιος, άσχημος). ~α: αμοιβή/διοργάνωση/εμφάνιση/ζωή (= αξιολύπητη, μίζερη, ταλαίπωρη)/οικονομία/συνοικία/ταινία (= απαράδεκτη, θλιβερή). ~ο: έργο. ~ες: συνθήκες εργασίας/ζωής. ~α: νοσοκομεία. Κτίρια που βρίσκονται σε ~α κατάσταση.2. που χαρακτηρίζεται από ανηθικότητα ή κακοήθεια, φαύλος: ~ος: χαρακτήρας (ΣΥΝ. αχρείος, ελεεινός, τιποτένιος). ~α: επίθεση/συμπεριφορά. ~ο: άρθρο/υποκείμενο. ~ες: μεθοδεύσεις. Δεν υπέκυψε στους ~ους εκβιασμούς τους. Γελοιοποιεί τους συναδέλφους του με τον ~ότερο τρόπο. Βλ. παν~, τρισ~. ● επίρρ.: άθλια & (λόγ.) αθλίως [< αρχ. ἄθλιος]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.