Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • άληστος , ος, ο [ἄληστος] ά-λη-στος επίθ. (αρχαιοπρ.): αλησμόνητος. Μόνο στη ● ΦΡ.: αλήστου μνήμης (αρνητ. συνυποδ.): αξέχαστος, περιβόητος: ~ ~ δηλώσεις/εποχές/υπουργός. Τα ~ ~ πιστοποιητικά φρονημάτων. [< μτγν. ἄληστος]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.