κενόκε-νό ουσ. (ουδ.) 1. μεγάλος ή μικρός χώρος, ο οποίος δεν περιέχει κάτι που μπορεί να γίνει αντιληπτό: Ο κασκαντέρ βρέθηκε/πήδηξε στο ~. Βλ. άπειρο, βάραθρο, χάος.|| Συμπληρώστε το ~ με το ονοματεπώνυμό σας. Προσοχή στο ~! Βλ. διάκενο.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Άφησε μεταξύ των λέξεων ένα μόνο ~.|| (κατ' επέκτ., για χρονικό διάστημα) ~ σιωπής. 2. {συχνότ. στον πληθ.} ασυνέχεια ή έλλειψη: ~ εξουσίας. Γνωστικά/θεσμικά/ιδεολογικά/λογικά/μαθησιακά/νομοθετικά/πολιτισμικά ~ά. ~ά μνήμης (βλ. χάσμα). Παραλείψεις και ~ά. Γεφυρώνει το ~ ανάμεσα/μεταξύ ... Υπάρχουν ~ά στον έλεγχο/στην πληροφόρηση. Έχει ~ά στα Αρχαία. Η ομάδα παρουσίασε αμυντικά ~ά. (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ ασφαλείας σε λειτουργικό σύστημα. Πβ. αδυναμίες. 3. (μτφ.) αίσθημα που οφείλεται σε απώλεια σημαντικού προσώπου ή απουσία αξιών, ενδιαφερόντων: Νιώθω ένα ~. Πώς θα γεμίσει το ~ που προκάλεσε ο χαμός τους;|| Εσωτερικό/πλήρες/υπαρξιακό ~. Το ~ της ψυχής. 4. ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. {συνηθέστ. στον πληθ.} θέση που δεν έχει καταληφθεί, καλυφθεί από κάποιον: λειτουργικά/οργανικά ~ά (: στις οργανικές θέσεις μιας υπηρεσίας).|| (μτφ.) Ο θάνατός της άφησε ένα δυσαναπλήρωτο ~ στο θέατρο. 5. ΦΥΣ. χώρος στον οποίο η πίεση είναι χαμηλότερη της ατμοσφαιρικής: διαστρικό/μερικό/τεχνητό ~. Χαμηλό/μέσο/υψηλό ~. Ταχύτητα του φωτός στο ~. Πτώση των σωμάτων στον αέρα ή στο ~. 6. ΦΥΣ. ιδανική κατάσταση χώρου στον οποίο δεν υπάρχουν σωματίδια ύλης και δυναμικά πεδία. ● ΣΥΜΠΛ.: κενό (αέρος) 1. περιοχή όπου υπάρχει διαφορά στην πυκνότητα του ατμοσφαιρικού αέρα: μεγάλο/μικρό ~ ~. Το αεροπλάνο έπεσε σε ~ ~. Βλ. αναταράξεις. 2. ΤΕΧΝΟΛ. συνθήκες τεχνητής αφαίρεσης του αέρα: συσκευασία ~ού ~ (πβ. αεροστεγής). Επιμετάλλωση/ψύξη σε ~ ~. Δοχείο/σωλήνες με ~ ~. Απόσταξη υπό ~. Το προϊόν διατίθεται τυποποιημένο σε ~ ~., νομικό κενό: ΝΟΜ. έλλειψη των αναγκαίων νομικών διατάξεων για την αποτελεσματική διευθέτηση ενός θέματος: Διαπιστώνονται σοβαρά ~ά ~ά στη σύμβαση., τεχνολογία κενού: ΤΕΧΝΟΛ. που αφορά μετρήσεις και διαδικασίες οι οποίες γίνονται σε συνθήκες πίεσης χαμηλότερης της ατμοσφαιρικής: μέθοδος αποχέτευσης λυμάτων με την ~ ~., αντλία κενού βλ. αντλία, απόλυτο κενό βλ. απόλυτος, ερωτήσεις συμπλήρωσης κενού βλ. ερώτηση, ο φόβος/τρόμος του κενού βλ. τρόμος ● ΦΡ.: αισθάνομαι/έχω/νιώθω ένα κενό στο στομάχι: πεινώ., άλμα στο κενό 1. (για αυτοκτονία ή απόπειρα αυτοκτονίας) πτώση από σημείο που βρίσκεται σε μεγάλο ύψος από το έδαφος: ~ ~ από τον έκτο όροφο κτιρίου (= βουτιά θανάτου/στο κενό). 2. (μτφ.) για ενέργειες που εμπεριέχουν κίνδυνο, είναι μάταιες ή έχουν απρόβλεπτες, κυρ. αρνητικές, συνέπειες: τυχοδιωκτικό ~ ~., έχω/κάνω κενό (προφ.): (για φοιτητή, μαθητή ή διδάσκοντα) δεν έχω μάθημα: Είχαμε/κάναμε ~ την ώρα των μαθηματικών.|| Θα διορθώσω τα γραπτά την πέμπτη ώρα που ~ ~., πέφτει στο κενό & (σπάν.) καταλήγει στο κενό {συνηθέστ. στον αόρ.} 1. (για πρόσ.) πηδά από πολύ μεγάλο ύψος: Έπεσε ~ από τον τρίτο όροφο. 2. (μτφ.) (για ενέργεια, προσπάθεια) δεν ευοδώνεται: Οι διαπραγματεύσεις/οι πρωτοβουλίες/τα σχέδιά τους έπεσαν ~ (= απέτυχαν). Η διαμαρτυρία του έπεσε ~ (= δεν εισακούστηκε)., καλύπτω το κενό/τα κενά βλ. καλύπτω [< αρχ. κενόν, γαλλ. vide]
κοντός, ή, ό κο-ντός επίθ. {κοντύτερος κ. κοντότερος} 1. που έχει μικρό ή σχετικά μικρό μήκος ή ύψος: ~ή: ουρά/φούστα. ~ό: κούρεμα/μαλλί/παντελόνι/ποτήρι/τρίχωμα/φόρεμα. ~ές: κάλτσες. ~ά: μανίκια. Έχει ~ό λαιμό. ΑΝΤ. μακρύς.|| (για ανάστημα:) Είναι ~ και άσχημος (πβ. βραχύσωμος, ζουμπάς, κοντοπίθαρος. ΑΝΤ. ψηλός). 2. μικρής διάρκειας, σύντομος: ~ή: μνήμη (: για πρόσ. που ξεχνά γρήγορα, εύκολα). ● Υποκ.: κοντούλης , α, ικο: κάπως κοντός: ~α και παχουλούλα. Βλ. μικρούλης., κοντούλικος , η, ο, κοντούτσικος , η, ο: ΑΝΤ. ψηλούτσικος ● ΦΡ.: κοντά/μακριά τα χέρια (σου ...)! βλ. χέρι, κοντός ψαλμός αλληλούια βλ. αλληλούια, Κυριακή κοντή γιορτή βλ. γιορτή, ο καθένας (λέει) το μακρύ του και το κοντό του (/το κοντό του και το μακρύ του) βλ. μακρύς [< μτγν. κοντός, γαλλ. court]
μήκος[μῆκος] μή-κος ουσ. (ουδ.) {μήκ-ους | -η} 1. το φυσικό μέγεθος που σχετίζεται με τη μέτρηση της απόστασης από ένα άκρο σε άλλο: ελάχιστο/μέγιστο/μεταβλητό ~. Μονάδες ~ους. ~ σε εκατοστά/ίντσες. Σήραγγα συνολικού ~ους ... μέτρων. Σε διάφορα/διαφορετικά ~η. ~ μαλλιών (πβ. μάκρος). 2. ΓΕΩΜ. μια από τις τρεις διαστάσεις ενός στερεού σώματος (εκτός από το πλάτος και το ύψος) ή η συνήθ. μεγαλύτερη από τις δύο διαστάσεις μιας επίπεδης επιφάνειας: ~ γραμμής/κύκλου/τόξου. Υπολογισμός του ~ους.|| Το ~ του τραπεζιού. ● ΣΥΜΠΛ.: (άλμα εις) μήκος: ΑΘΛ. αγώνισμα στίβου κατά το οποίο ο αθλητής, αφού πάρει φόρα σε έναν διάδρομο, εκτελεί άλμα σε ειδικό σκάμμα: ~ ~ ανδρών/γυναικών. Βλ. (άλμα εις) τριπλούν., μήκος λέξης: ΠΛΗΡΟΦ. ο αριθμός των μπιτ από τα οποία αποτελείται η λέξη ενός υπολογιστή: σταθερό ~ ~. Το μέγιστο ~ ~ είναι 4 μπάιτ (= 32 μπιτ). [< αγγλ. word length, 1951] , γεωγραφικό μήκος βλ. γεωγραφικός, εστιακό μήκος βλ. εστιακός, μήκος κύματος βλ. κύμα, ταινία μικρού/μεγάλου/μεσαίου μήκους βλ. ταινία ● ΦΡ.: κατά μήκος: παράλληλα με κάτι: ~ ~ της ακτής/διαδρομής/του οδικού άξονα., σε όλα τα μήκη και (τα) πλάτη (της Γης) & (σπάν.) στα μήκη και (στα) πλάτη (της Γης): παντού, σε όλο τον κόσμο: Έχει ταξιδέψει ~ ~. Έχει δώσει συναυλίες ~ ~. Πβ. απανταχού της Γης/της οικουμένης, όπου Γης., σε όλο το μήκος και (το) πλάτος & κατά μήκος και (κατά) πλάτος: σε όλη την έκταση, παντού: ~ ~ του οδοστρώματος. Εκκλησάκια διάσπαρτα ~ ~ του νησιού. Κατά μήκος και (κατά) πλάτος της αίθουσας., στο ίδιο/σε διαφορετικό (/άλλο) μήκος κύματος βλ. κύμα [< αρχ. μῆκος, γαλλ. longueur, αγγλ. length]
τριπλούν[τριπλοῦν] τρι-πλούν ουσ. (ουδ.) {άκλ.} (λόγ.): μόνο στα ● ΣΥΜΠΛ.: (άλμα εις) τριπλούν: ΑΘΛ. ολυμπιακό αγώνισμα στίβου κατά το οποίο ο αθλητής παίρνει φόρα, εκτελεί τρία συνεχόμενα άλματα και προσγειώνεται σε σκάμμα, καλύπτοντας όσο το δυνατόν μεγαλύτερη απόσταση από τη βαλβίδα. Βλ. (άλμα εις) μήκος. [< αγγλ. triple jump, 1964, γαλλ. triple saut] ● ΦΡ.: εις τριπλούν (λόγ.): τρεις φορές: Κατέθεσε την αίτηση ~ ~ (: σε τρία αντίτυπα). [< μτγν. τριπλοῦν]
ύψος[ὕψος] ύ-ψος ουσ. (ουδ.) {ύψ-ους | -η, -ών} 1. απόσταση σε κατακόρυφο άξονα από τη βάση ως την κορυφή: το ~ του αγάλματος/δωματίου/κτιρίου/τοίχου. ~ πόρτας. Ρύθμιση του ~ους (του καθίσματος).|| Το ~ του βουνού. Βλ. υψόμετρο.|| (το ~ του ανθρώπου) Αναλογία βάρους-~ους. Tι ~ έχεις; Πβ. ανάστημα, μπόι. 2. συγκεκριμένη θέση πάνω σε νοητή κατακόρυφη γραμμή και γενικότ. σε σχέση με ορισμένο σημείο αναφοράς: μπότες/φούστα μέχρι το ~ του γόνατου. Μου φτάνει μέχρι το ~ των ώμων. Πετάμε σε μεγάλο ~. Πβ. επίπεδο.|| Ατύχημα στο ~ της οδού ...|| (μτφ.) Περιμένει την εξ ~ους βοήθεια (: τη θεϊκή βοήθεια, το θαύμα). 3. (μτφ.) το ανώτερο σημείο προς το οποίο κινείται ένα οικονομικό κυρ. μέγεθος: (ΟΙΚΟΝ.) το ~ των αποδοχών/της αποζημίωσης/των δαπανών/των επενδύσεων/των επιτοκίων/της παραγωγής/των συναλλαγών/των τιμών/της χρηματοδότησης. Αγορές/δάνειο/κεφάλαιο/λογαριασμός/οφειλές/πρόστιμο/συμφωνία/υποτροφία ~ους ... ευρώ.|| Το ~ της βροχόπτωσης. Πβ. ποσότητα. 4. ΓΕΩΜ. το κάθετο ευθύγραμμο τμήμα που φέρεται από κορυφή γεωμετρικού σχήματος ή σώματος προς τη βάση του: ~ του κυλίνδρου/ορθογωνίου/παραλληλογράμμου/πρίσματος/τραπεζίου/τριγώνου (βλ. ορθόκεντρο). 5. ΜΟΥΣ. η ποιότητα ενός μουσικού ήχου, η οποία καθορίζεται από τη συχνότητα των δονήσεων που τον παράγουν. Πβ. τόνος. ΣΥΝ. οξύτητα (4) ● ΣΥΜΠΛ.: (άλμα εις) ύψος: ΑΘΛ. αγώνισμα στίβου κατά το οποίο ο αθλητής πρέπει να περάσει πάνω από έναν πήχη τοποθετημένο οριζόντια σε δύο στυλοβάτες: ~ ~ ανδρών/γυναικών. Βλ. (άλμα εις) μήκος. [< αγγλ. high jump] ● ΦΡ.: ή του ύψους ή του βάθους: προκειμένου να δηλωθεί η αστάθεια που χαρακτηρίζει κάποιον/κάτι: Είναι ~ ~, τη μια κατενθουσιασμένος με τη δουλειά, την άλλη απογοητευμένος. ~ ~ η ομάδα· από τη νίκη στην ήττα., παίρνω ύψος ΑΝΤ. χάνω ύψος 1. ψηλώνω: Πήρε απότομα ~, όταν μπήκε στην εφηβεία. ΣΥΝ. παίρνω/ρίχνω/σηκώνω/πετάω μπόι 2. φτάνω σε επιθυμητή ή μεγάλη απόσταση, συνήθ. από το έδαφος: Το ελικόπτερο πήρε ~ και άλλαξε πορεία. Η μπάλα πήρε ~ και κατέληξε εκτός γηπέδου., πετώ στα ύψη (μτφ.) 1. ανεβαίνω, αυξάνομαι: Οι τιμές πέταξαν ~. 2. είμαι πολύ χαρούμενος: Πέταξε ~, όταν άκουσε τα καλά νέα., στα ύψη (μτφ.): για να δηλωθεί αύξηση σε μεγάλο βαθμό: αδρεναλίνη/ψυχολογία ~ ~. Τα ενοίκια/οι πωλήσεις του βιβλίου/οι τιμές (των ακινήτων/τροφίμων) ανέβηκαν ~ ~. ~ ~ εκτινάχθηκε/εκτοξεύτηκε η μετοχή της ..., χάνω ύψος: παύω να έχω μεγάλη ή την επιθυμητή απόσταση συνήθ. από το έδαφος: Λόγω βλάβης το αεροπλάνο έχασε ~ και συνετρίβη.|| Οι άνθρωποι με οστεοπόρωση τείνουν να ~ουν ~. Πβ. κονταίνω. ΑΝΤ. παίρνω ύψος., σε δυσθεώρητα ύψη βλ. δυσθεώρητος, στέκεται στο ύψος του/στο ύψος των περιστάσεων βλ. στέκομαι [< αρχ. ὕψος, γαλλ. hauteur]
-ώδης, ης, ες (λόγ.) επίθημα επιθέτων που δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο 1. χαρακτηρίζεται ή αποτελείται, συνήθ. σε μεγάλο βαθμό, από αυτό που δηλώνει το επίθετο: αιματ~/θορυβ~/θυελλ~/σαρκ~.|| Δενδρ~/ελ~/θαμν~. 2. (μειωτ.) έχει την ιδιότητα που εκφράζει το πρώτο μέρος της λέξης: νηπι~/παιδαρι~. 3. αναδίδει μυρωδιά: δυσ~/ευ~.
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ