αλογάκι [ἀλογάκι] α-λο-γά-κι ουσ. (ουδ.) 1. νεαρό ή μικρόσωμο άλογο. Πβ. ιππάριο, πόνι, πουλάρι. 2. παιδικό παιχνίδι με μορφή αλόγου: ξύλινο/πλαστικό ~. 3. πιόνι του σκακιού, άλογο, ίππος. ● αλογάκια (τα): μηχανικό παιχνίδι στο λούνα παρκ με αλογάκια ή άλλα ομοιώματα ζώων, τα οποία στηρίζονται σε κατακόρυφο άξονα και περιστρέφονται πάνω σε εξέδρα· καρουσέλ. ● ΣΥΜΠΛ.: αλογάκι της θάλασσας: ΙΧΘΥΟΛ. ιππόκαμπος., αλογάκι της Παναγίας (κοινό): ΖΩΟΛ. σαρκοφάγο, συνήθ. πράσινο έντομο (επιστ. ονομασ. Mantis religiosa) μήκους περίπου πέντε εκατοστών, με μικρό τριγωνικό κεφάλι, μακρόστενο θώρακα και μακριά μπροστινά πόδια με τα οποία συλλαμβάνει την τροφή του. ΣΥΝ. μάντις ● βλ. άλογο [< μεσν. αλογάκιν]
γαϊδούρι γαϊ-δού-ρι ουσ. (ουδ.) {γαϊδουριού} 1. ΖΩΟΛ. γάιδαρος: γκρι ~. Καβάλα στο ~. Βλ. μουλάρι, όναγρος, -ούρι. 2. (υβριστ.) άξεστος, αδιάφορος, αχάριστος άνθρωπος: Μόνο για τον εαυτό του νοιάζεται/δεν συγκινείται καθόλου το ~!|| (ως επίθ.) Υπάρχουν και ~ια οδηγοί. 3. (μτφ.) για άνθρωπο που αντέχει μεγάλο βάρος, πίεση: Φορτώνομαι σαν ~ με ψώνια. ● Υποκ.: γαϊδουράκι (το) ● ΦΡ.: γαϊδούρι/μουλάρι ξεσαμάρωτο/ξεκαπίστρωτο/ξέστρωτο (υβριστ.-επιτατ.): για άνθρωπο υπερβολικά αγενή, αναίσθητο, ακαλλιέργητο ή σπανιότ. ατίθασο., μεγάλωσε το γαϊδουράκι, μίκρυνε το σαμαράκι (παροιμ.): για παιδί που δεν του κάνουν τα ρούχα του, επειδή ψήλωσε., δεν ξέρει να μοιράσει/να χωρίσει δυο γαϊδάρων/γαϊδουριών άχυρα βλ. γάιδαρος [< μεσν. γαϊδούρι]
γκανιάν γκα-νιάν ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: (στον ιππόδρομο) το άλογο που θεωρείται ο επικρατέστερος νικητής της κούρσας· γενικότ. φαβορί: το ~ της ημέρας. Ποντάρω στο ~. Παίζει ~ (: στοιχηματίζει σε αυτό). Βλ. δίδυμο, πλασέ.|| (μτφ., για πολιτικό υποψήφιο) Πάει για ~ στις εκλογές. [< γαλλ. gagnant]
κάρο κά-ρο ουσ. (ουδ.) & κάρρο (παλαιότ.) : όχημα με ξύλινα και μεταλλικά μέρη, συρόμενο από ζώο, για μεταφορά φορτίου: (δί-/τετρά-)τροχο ~. ~ με άλογο. Ο οδηγός του ~ου (βλ. καροτσιέρης). ~ που έσερνε βόδια. Πβ. άμαξα, αραμπάς, καρότσα.|| (μτφ.-μειωτ., για μεταφορικό μέσο, συνήθ. αργό, παλιό και σε κακή κατάσταση) Εγώ με τέτοιο ~ δεν έρχομαι! Πβ. καρούλι, σακαράκα, σαράβαλο. ● ΦΡ.: βάζει το κάρο/την άμαξα μπροστά από το άλογο: κάνει κάτι με λάθος σειρά, ενεργεί αντίθετα με τη λογική [< πβ. αγγλ. put the cart before the horse, αρχ. ἡ ἅμαξα τὸν βοῦν (ἕλκει)] , ένα κάρο (μτφ.-συνήθ. αρνητ. συνυποδ.): για δήλωση πλήθους, μεγάλης ποσότητας: ~ ~ λεφτά/προβλήματα. ~ ~ ανοησίες! Πβ. μάτσο, σωρό. ΣΥΝ. ένα(ν) σκασμό ... [< μτγν. κάρρον]
κούρσα κούρ-σα ουσ. (θηλ.) 1. αγώνας δρομέων, αυτοκινήτων, σκαφών, ποδηλάτων, αλόγων και η αντίστοιχη κάλυψη της διαδρομής: αργή/γρήγορη/δοκιμαστική/προκριματική/τελική ~. ~ ανδρών/γυναικών. ~ αντοχής/ταχύτητας (πβ. σπριντ). Ακύρωση/εκκίνηση/επικεφαλής/νικητής της ~ας. Αγωνίζομαι/παίρνω μέρος/συμμετέχω/τερματίζω/τρέχω/χάνω σε ~. Οδηγώ την ~ (: προηγούμαι, προπορεύομαι). Κέρδισε την ~ των 100/400/800/1500 μέτρων. Βλ. γκραν πρι.|| Τρελή ~ (= ταχύτατη).|| (προφ.) Οι ~ες (= οι ιπποδρομίες). 2. (μτφ.) έντονος ανταγωνισμός, συνήθ. για την πρωτιά, τη νίκη: διεθνής/ξέφρενη ~. Η ~ των εκλογών/των εξοπλισμών/της τεχνολογίας/των υποψηφιοτήτων. Στην ~ της αρχηγίας/της προεδρίας. Πβ. αντιπαλότητα, πόλεμος. 3. (προφ.) μετακίνηση με ταξί· συνεκδ. το κόστος της ή ο πελάτης: διπλή/νυχτερινή/σύντομη ~. Η ~ από το αεροδρόμιο έχει πρόσθετη επιβάρυνση. Πβ. διαδρομή.|| Πλήρωσα την ~. Πήρε ~ τον ... 4. μεγάλο και ακριβό συνήθ. αυτοκίνητο: ~ πολυτελείας. Πβ. λιμουζίνα. ● Υποκ.: κουρσάκι (το): στη σημ. 4. ● Μεγεθ.: κουρσάρα (η): στη σημ. 4. ● ΣΥΜΠΛ.: άλογο κούρσας: αυτό που τρέχει σε ιπποδρομίες· μτφ. πρόσωπο που ασχολείται με τον πρωταθλητισμό. [< αγγλ. racehorse] , κούρσα θανάτου: γρήγορη πορεία, συχνά καταδίωξη, που καταλήγει σε θάνατο., κούρσα διαδοχής βλ. διαδοχή [< πβ. μεσν. κούρσα 'πορεία καραβιού', γαλλ. course]
-λόγος επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών με αναφορά σε 1. ειδικό επιστήμονα ή επαγγελματία: (o/η) αρχαιο~/αστικο~/βιο~/θεο~/παθο~. Εκλογο~.|| Ηλεκτρο~. Βλ. -γράφος. 2. πρόσωπο που συνηθίζει να τοποθετείται ή να εκφράζεται με συγκεκριμένο τρόπο: (αρνητ. συνυποδ.) καταστροφο~/κινδυνο~.|| Ευφυο~. Καυχησιο~/λασπο~/χυδαιο~. 3. (σπάν.) άτομο που συλλέγει ό,τι δηλώνει η πρωτότυπη λέξη: ανθο~/σταχυο~. 4. (σπανιότ.-μόνο στο αρσ.) εργαλείο: βιδο~.
-ούχος2, α/ος, ο: επίθημα λόγιων επιθέτων με αναφορά σε συγκεκριμένο συστατικό του προσδιοριζόμενου: αερι~/αλκοολ~/ανθρακ~/βιταμιν~/θει~/πρωτεϊν~/φωσφορ~/χλωρι~.
τσετσέ τσε-τσέ ουσ. (θηλ.) {άκλ.} & μύγα τσε τσε: ΖΩΟΛ. είδος αφρικανικής μύγας (επιστ. ονομασ. Glossina morsitans, οικογ. Tabanidae) που, ρουφώντας αίμα, αναπαράγεται σε ζεστά και υγρά περιβάλλοντα και μεταδίδει στον άνθρωπο την ασθένεια του ύπνου. Βλ. τρυπανοσωμίαση. ● ΦΡ.: τον τσίμπησε (μύγα) τσε τσε/μύγα/αλογόμυγα (μτφ.-προφ.): για κάποιον που εξοργίζεται ξαφνικά, που αντιδρά αλλοπρόσαλλα: Τι σ' έπιασε και κάνεις έτσι; Μύγα (τσε τσε) σε τσίμπησε; [< γαλλ. tsé-tsé]
υδραλογόνα [ὑδραλογόνα] υ-δρα-λο-γό-να ουσ. (ουδ.) (τα): ΧΗΜ. ανόργανα οξέα που προκύπτουν από την ένωση υδρογόνου με αλογόνα.
χρυσόμυγα χρυ-σό-μυ-γα ουσ. (θηλ.): ΖΩΟΛ. κοινή ονομασία κάθε κολεόπτερου χρυσοπράσινου εντόμου. Βλ. αλογόμυγα, μηλολόνθη.
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ