Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 11 εγγραφές  [0-11]


  • άλογο [ἄλογο] ά-λο-γο ουσ. (ουδ.) {αλόγ-ου | -ων} 1. ΖΩΟΛ. μεγαλόσωμο χορτοφάγο θηλαστικό ζώο (επιστ. ονομασ. Equus caballus), που χρησιμοποιείται ως υποζύγιο, για άθληση ή αναψυχή· ειδικότ. το ενήλικο αρσενικό: άγριο/αραβικό/άσπρο/ατίθασο/αφηνιασμένο/γέρικο/ήμερο/θηλυκό (= φοράδα)/καθαρόαιμο/μαύρο/πολεμικό/ψωραλέο (= ψωρ~) ~. ~ ιππασίας/ιπποδρομιών (βλ. γκανιάν, φαβορί)/ράτσας. Οπλές/ουρά/πέταλα/σέλα/χαίτη ~ου. Σκυριανό ~ (ή αλογάκι της Σκύρου, μικρό σε μέγεθος· βλ. πόνι). Καβάλα στ' ~. Kάρο που το σέρνουν ~α. Άρμα με δύο/τέσσερα (πβ. τέθριππο) ~α. Ανεβαίνω στο/σελώνω το ~. Κρατούσε το ~ από το χαλινάρι. Τα ~α αφήνιασαν/καλπάζουν/τρέχουν/χλιμιντρίζουν. Γητευτής ~ων. Πβ. άτι, ίππος, ντορής, φαρί. Βλ. γαϊδούρι, μουλ-, πουλ-άρι, κουτσ~, κουφ~, παλι~.|| (κατ' επέκτ.) Ποντάρει τα λεφτά του στ' ~α (= στον ιππόδρομο). 2. (συνεκδ.) πιόνι στο σκάκι που απεικονίζει κεφάλι αλόγου: Ένα ~ κάνει κίνηση σχήματος "Γ". ΣΥΝ. ίππος (3) ● άλογα (τα) (προφ.): μονάδα μέτρησης της ισχύος μηχανής: Πόσα ~ βγάζει/είναι/έχει/μπορεί να φτάσει το αμάξι σου/ο κινητήρας; ΣΥΝ. ιπποδύναμη, ίπποι ● ΣΥΜΠΛ.: άλογο κούρσας βλ. κούρσα ● ΦΡ.: και πράσιν(α) άλογα (μτφ.-ειρων.): για υπερβολές, πράγματα που δεν ισχύουν, δεν στέκουν, σαχλαμάρες: Για ποια κούραση ~ ~ μιλάμε, τρεις βδομάδες δεν έκανε τίποτα. Πβ. παραμύθια της Χαλιμάς, τρίχες κατσαρές., ποντάρει σε κουτσό άλογο (μτφ.): στοιχηματίζει ή γενικότ. βασίζεται σε κάτι, από το οποίο δεν μπορεί να επωφεληθεί., σκοτώνουν τα άλογα, όταν γεράσουν (μτφ.): για τον παραγκωνισμό ανθρώπων που παύουν να είναι παραγωγικοί στον τομέα τους, συνήθ. λόγω ηλικίας., βάζει το κάρο/την άμαξα μπροστά από το άλογο βλ. κάρο, ● βλ. αλογάκι [< μτγν. ἄλογον, γαλλ. cheval]
  • αλογο- & αλογό- : α' συνθετικό ουσιαστικών με αναφορά στο άλογο: αλογο-κλέφτης/~μούρης/~ουρά/~πάζαρο. Αλογό-μυγα/~τριχα.
  • αλογόκριτος , η, ο [ἀλογόκριτος] α-λο-γό-κρι-τος επίθ. (προφ.): που δεν έχει λογοκριθεί. ΑΝΤ. λογοκριμένος. ● επίρρ.: αλογόκριτα
  • αλογομούρης, αλογομούρα [ἀλογομούρης] α-λο-γο-μού-ρης ουσ. (αρσ. + θηλ.) {αλογομούρηδες} (προφ.-μειωτ.) 1. (για άνδρα) μανιώδης παίκτης του ιπποδρόμου. 2. (κυρ. για γυναίκα) άνθρωπος με στενόμακρο πρόσωπο σαν του αλόγου, άσχημος.
  • αλογόμυγα [ἀλογόμυγα] α-λο-γό-μυ-γα ουσ. (θηλ.): ΖΩΟΛ. μεγάλη μύγα (οικογ. Tabanidae) που απομυζά το αίμα των ζώων (συνήθ. αλόγων και βοδιών) ή του ανθρώπου. Πβ. οίστρος, τάβανος. Βλ. χρυσόμυγα. ● ΦΡ.: τον τσίμπησε (μύγα) τσε τσε/μύγα/αλογόμυγα βλ. τσετσέ
  • αλογονίδια [ἁλογονίδια] α-λο-γο-νί-δι-α ουσ. (ουδ.) (τα) {σπάν. στον εν. αλογονίδιο}: ΧΗΜ. ονομασία κάθε δυαδικής ένωσης αλογόνου με άλλο πιο ηλεκτροθετικό στοιχείο ή ρίζα: μεταλλικά ~. [< γαλλ. halogénures, 1908, αγγλ. halides]
  • αλογόνο [ἁλογόνο] α-λο-γό-νο ουσ. (ουδ.) {συνηθέστ. στον πληθ.}: ΧΗΜ. καθένα από τα πέντε ηλεκτροαρνητικά στοιχεία του περιοδικού πίνακα (φθόριο, χλώριο, βρόμιο, ιώδιο, άστατο), που κατά την ένωσή του με μέταλλα σχηματίζει άλατα. Βλ. υδραλογόνα.|| (ως επίθ.) ~α αέρια. ● ΣΥΜΠΛ.: λάμπα/λαμπτήρας αλογόνου: τύπος λάμπας πυρακτώσεως που περιέχει αλογόνο, παράγει λευκό φως και έχει υψηλότερη ενεργειακή απόδοση από τις κοινές. [< αγγλ. halogen lamp] [< γαλλ. halogène, αγγλ. halogen]
  • αλογονούχος , α/ος, ο [ἁλογονοῦχος] α-λο-γο-νού-χος επίθ.: ΧΗΜ. που περιέχει αλογόνο: ~οι: διαλύτες. ~ες: ενώσεις/οργανικές ουσίες. ~α: άλατα/ιζήματα. Βλ. -ούχος2.
  • αλογοουρά [ἀλογοουρά] α-λο-γο-ου-ρά ουσ. (θηλ.) & (προφ.) αλογουρά 1. (μτφ.) είδος χτενίσματος που θυμίζει ουρά αλόγου: μαλλιά μαζεμένα σε/πιασμένα ~. 2. ουρά αλόγου: πινέλα από τρίχες ~άς.
  • άλογος , η, ο [ἄλογος] ά-λο-γος επίθ. 1. (επιστ.) που δεν διαθέτει ορθό λόγο, χωρίς λογικό: ~α: όντα. ΑΝΤ. έλλογος, λογικός (3) 2. (λόγ.) που δεν έχει λογική, παράλογος: ~ος: φόβος. ~η: βία/πράξη. Η ~η (= αλόγιστη) χρήση της τεχνολογίας. Βλ. -λογος. ΑΝΤ. λογικός (1), ορθολογικός ● Ουσ.: άλογο(ν) (το): ΦΙΛΟΣ. που αντίκειται στους κανόνες της λογικής ή τους υπερβαίνει. ● επίρρ.: άλογα [< αρχ. ἄλογος]
  • αλογότριχα [ἀλογότριχα] α-λο-γό-τρι-χα ουσ. (θηλ.) (λαϊκό): τρίχα από ουρά ή χαίτη αλόγου: βούρτσες/πετονιές/πινέλο από ~.αλογότριχες (οι) (μειωτ.): μακριά και σκληρά μαλλιά.

αλογάκι

αλογάκι [ἀλογάκι] α-λο-γά-κι ουσ. (ουδ.) 1. νεαρό ή μικρόσωμο άλογο. Πβ. ιππάριο, πόνι, πουλάρι. 2. παιδικό παιχνίδι με μορφή αλόγου: ξύλινο/πλαστικό ~. 3. πιόνι του σκακιού, άλογο, ίππος. ● αλογάκια (τα): μηχανικό παιχνίδι στο λούνα παρκ με αλογάκια ή άλλα ομοιώματα ζώων, τα οποία στηρίζονται σε κατακόρυφο άξονα και περιστρέφονται πάνω σε εξέδρα· καρουσέλ. ● ΣΥΜΠΛ.: αλογάκι της θάλασσας: ΙΧΘΥΟΛ. ιππόκαμπος., αλογάκι της Παναγίας (κοινό): ΖΩΟΛ. σαρκοφάγο, συνήθ. πράσινο έντομο (επιστ. ονομασ. Mantis religiosa) μήκους περίπου πέντε εκατοστών, με μικρό τριγωνικό κεφάλι, μακρόστενο θώρακα και μακριά μπροστινά πόδια με τα οποία συλλαμβάνει την τροφή του. ΣΥΝ. μάντις ● βλ. άλογο [< μεσν. αλογάκιν]

γαϊδούρι

γαϊδούρι γαϊ-δού-ρι ουσ. (ουδ.) {γαϊδουριού} 1. ΖΩΟΛ. γάιδαρος: γκρι ~. Καβάλα στο ~. Βλ. μουλάρι, όναγρος, -ούρι. 2. (υβριστ.) άξεστος, αδιάφορος, αχάριστος άνθρωπος: Μόνο για τον εαυτό του νοιάζεται/δεν συγκινείται καθόλου το ~!|| (ως επίθ.) Υπάρχουν και ~ια οδηγοί. 3. (μτφ.) για άνθρωπο που αντέχει μεγάλο βάρος, πίεση: Φορτώνομαι σαν ~ με ψώνια. ● Υποκ.: γαϊδουράκι (το) ● ΦΡ.: γαϊδούρι/μουλάρι ξεσαμάρωτο/ξεκαπίστρωτο/ξέστρωτο (υβριστ.-επιτατ.): για άνθρωπο υπερβολικά αγενή, αναίσθητο, ακαλλιέργητο ή σπανιότ. ατίθασο., μεγάλωσε το γαϊδουράκι, μίκρυνε το σαμαράκι (παροιμ.): για παιδί που δεν του κάνουν τα ρούχα του, επειδή ψήλωσε., δεν ξέρει να μοιράσει/να χωρίσει δυο γαϊδάρων/γαϊδουριών άχυρα βλ. γάιδαρος [< μεσν. γαϊδούρι]

γκανιάν

γκανιάν γκα-νιάν ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: (στον ιππόδρομο) το άλογο που θεωρείται ο επικρατέστερος νικητής της κούρσας· γενικότ. φαβορί: το ~ της ημέρας. Ποντάρω στο ~. Παίζει ~ (: στοιχηματίζει σε αυτό). Βλ. δίδυμο, πλασέ.|| (μτφ., για πολιτικό υποψήφιο) Πάει για ~ στις εκλογές. [< γαλλ. gagnant]

κάρο

κάρο κά-ρο ουσ. (ουδ.) & κάρρο (παλαιότ.) : όχημα με ξύλινα και μεταλλικά μέρη, συρόμενο από ζώο, για μεταφορά φορτίου: (δί-/τετρά-)τροχο ~. ~ με άλογο. Ο οδηγός του ~ου (βλ. καροτσιέρης). ~ που έσερνε βόδια. Πβ. άμαξα, αραμπάς, καρότσα.|| (μτφ.-μειωτ., για μεταφορικό μέσο, συνήθ. αργό, παλιό και σε κακή κατάσταση) Εγώ με τέτοιο ~ δεν έρχομαι! Πβ. καρούλι, σακαράκα, σαράβαλο. ● ΦΡ.: βάζει το κάρο/την άμαξα μπροστά από το άλογο: κάνει κάτι με λάθος σειρά, ενεργεί αντίθετα με τη λογική [< πβ. αγγλ. put the cart before the horse, αρχ. ἡ ἅμαξα τὸν βοῦν (ἕλκει)] , ένα κάρο (μτφ.-συνήθ. αρνητ. συνυποδ.): για δήλωση πλήθους, μεγάλης ποσότητας: ~ ~ λεφτά/προβλήματα. ~ ~ ανοησίες! Πβ. μάτσο, σωρό. ΣΥΝ. ένα(ν) σκασμό ... [< μτγν. κάρρον]

κούρσα

κούρσα κούρ-σα ουσ. (θηλ.) 1. αγώνας δρομέων, αυτοκινήτων, σκαφών, ποδηλάτων, αλόγων και η αντίστοιχη κάλυψη της διαδρομής: αργή/γρήγορη/δοκιμαστική/προκριματική/τελική ~. ~ ανδρών/γυναικών. ~ αντοχής/ταχύτητας (πβ. σπριντ). Ακύρωση/εκκίνηση/επικεφαλής/νικητής της ~ας. Αγωνίζομαι/παίρνω μέρος/συμμετέχω/τερματίζω/τρέχω/χάνω σε ~. Οδηγώ την ~ (: προηγούμαι, προπορεύομαι). Κέρδισε την ~ των 100/400/800/1500 μέτρων. Βλ. γκραν πρι.|| Τρελή ~ (= ταχύτατη).|| (προφ.) Οι ~ες (= οι ιπποδρομίες). 2. (μτφ.) έντονος ανταγωνισμός, συνήθ. για την πρωτιά, τη νίκη: διεθνής/ξέφρενη ~. Η ~ των εκλογών/των εξοπλισμών/της τεχνολογίας/των υποψηφιοτήτων. Στην ~ της αρχηγίας/της προεδρίας. Πβ. αντιπαλότητα, πόλεμος. 3. (προφ.) μετακίνηση με ταξί· συνεκδ. το κόστος της ή ο πελάτης: διπλή/νυχτερινή/σύντομη ~. Η ~ από το αεροδρόμιο έχει πρόσθετη επιβάρυνση. Πβ. διαδρομή.|| Πλήρωσα την ~. Πήρε ~ τον ... 4. μεγάλο και ακριβό συνήθ. αυτοκίνητο: ~ πολυτελείας. Πβ. λιμουζίνα. ● Υποκ.: κουρσάκι (το): στη σημ. 4. ● Μεγεθ.: κουρσάρα (η): στη σημ. 4. ● ΣΥΜΠΛ.: άλογο κούρσας: αυτό που τρέχει σε ιπποδρομίες· μτφ. πρόσωπο που ασχολείται με τον πρωταθλητισμό. [< αγγλ. racehorse] , κούρσα θανάτου: γρήγορη πορεία, συχνά καταδίωξη, που καταλήγει σε θάνατο., κούρσα διαδοχής βλ. διαδοχή [< πβ. μεσν. κούρσα 'πορεία καραβιού', γαλλ. course]

-λόγος

-λόγος επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών με αναφορά σε 1. ειδικό επιστήμονα ή επαγγελματία: (o/η) αρχαιο~/αστικο~/βιο~/θεο~/παθο~. Εκλογο~.|| Ηλεκτρο~. Βλ. -γράφος. 2. πρόσωπο που συνηθίζει να τοποθετείται ή να εκφράζεται με συγκεκριμένο τρόπο: (αρνητ. συνυποδ.) καταστροφο~/κινδυνο~.|| Ευφυο~. Καυχησιο~/λασπο~/χυδαιο~. 3. (σπάν.) άτομο που συλλέγει ό,τι δηλώνει η πρωτότυπη λέξη: ανθο~/σταχυο~. 4. (σπανιότ.-μόνο στο αρσ.) εργαλείο: βιδο~.

-ούχος2

-ούχος2, α/ος, ο: επίθημα λόγιων επιθέτων με αναφορά σε συγκεκριμένο συστατικό του προσδιοριζόμενου: αερι~/αλκοολ~/ανθρακ~/βιταμιν~/θει~/πρωτεϊν~/φωσφορ~/χλωρι~.

τσετσέ

τσετσέ τσε-τσέ ουσ. (θηλ.) {άκλ.} & μύγα τσε τσε: ΖΩΟΛ. είδος αφρικανικής μύγας (επιστ. ονομασ. Glossina morsitans, οικογ. Tabanidae) που, ρουφώντας αίμα, αναπαράγεται σε ζεστά και υγρά περιβάλλοντα και μεταδίδει στον άνθρωπο την ασθένεια του ύπνου. Βλ. τρυπανοσωμίαση. ● ΦΡ.: τον τσίμπησε (μύγα) τσε τσε/μύγα/αλογόμυγα (μτφ.-προφ.): για κάποιον που εξοργίζεται ξαφνικά, που αντιδρά αλλοπρόσαλλα: Τι σ' έπιασε και κάνεις έτσι; Μύγα (τσε τσε) σε τσίμπησε; [< γαλλ. tsé-tsé]

υδραλογόνα

υδραλογόνα [ὑδραλογόνα] υ-δρα-λο-γό-να ουσ. (ουδ.) (τα): ΧΗΜ. ανόργανα οξέα που προκύπτουν από την ένωση υδρογόνου με αλογόνα.

χρυσόμυγα

χρυσόμυγα χρυ-σό-μυ-γα ουσ. (θηλ.): ΖΩΟΛ. κοινή ονομασία κάθε κολεόπτερου χρυσοπράσινου εντόμου. Βλ. αλογόμυγα, μηλολόνθη.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.