ακτινοβολία[ἀκτινοβολία] α-κτι-νο-βο-λί-α ουσ. (θηλ.) {ακτινοβολι-ών} 1. ΦΥΣ. ενέργεια η οποία εκπέμπεται με τη μορφή κυμάτων ή δεσμών σωματιδίων: επικίνδυνη/ηλεκτρομαγνητική/ηλιακή/θερμική/ορατή/πυρηνική/υπέρυθρη ~. ~ λέιζερ. Πβ. λάμψη, φεγγο-βολή, -βόλημα, φέγγος.|| Έκθεση στην ~ (πβ. ακτινοβόληση). ~ από κινητά τηλέφωνα/πυλώνες υψηλής τάσης/ραντάρ. Απορροφάται/διαδίδεται/διαθλάται/εκλύεται ~. Συσκευές που εκπέμπουν (ισχυρή/χαμηλή) ~. Χρήση ~ών σε καρκινοπαθείς.|| (ΜΕΤΕΩΡ.) Παγετός ~ας. Βλ. ακτίνες Χ, -βολία, γεω~, ραδιο~. 2. {μόνο στον εν.} (μτφ.) θετική επίδραση, απήχηση, αίγλη: οικουμενική ~. ~ του Πατριαρχείου/του πολιτισμού. Προσωπικότητα με διεθνή ~/παγκοσμίου κύρους και ~ας. Η θετική ~ ενός ατόμου. Εκδήλωση πανελλήνιας εμβέλειας και ~ας. Πολιτιστική κληρονομιά ανεκτίμητης αξίας και ~ας. ΣΥΝ. λάμψη (2) ● ΣΥΜΠΛ.: ακτινοβολία άλφα: ΦΥΣ. ΠΥΡ. τύπος πυρηνικής ακτινοβολίας που εκπέμπεται από πυρήνες του ηλίου (He) (σωματίδια άλφα): ηλιακή/σωματιδιακή/υπεριώδης ~ ~. Η ~ ~ μόλις που διαπερνά ένα φύλλο χαρτί. Βλ. ακτίνες γάμμα., ακτινοβολία βήτα: ΦΥΣ. μορφή ιονίζουσας ακτινοβολίας που παράγεται από υψηλής ταχύτητας ηλεκτρόνια (σωματίδια βήτα)., κοσμική/μικροκυματική ακτινοβολία υποβάθρου & (σπάν.) κοσμικό υπόβαθρο μικροκυμάτων: ΦΥΣ. ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία που υπάρχει διάχυτη στο Σύμπαν και είναι το σημερινό κατάλοιπο της μεγάλης έκρηξης. [< αγγλ. cosmic microwave background radiation (CMBR)] , ραδιενεργός ακτινοβολία: που εκπέμπεται από ραδιενεργά στοιχεία. Πβ. ιονίζουσα/ιοντίζουσα ακτινοβολία. Βλ. ακτίνες γάμμα, ακτίνες X, ακτινοβολία άλφα, ακτινοβολία βήτα. [< γαλλ. rayonnement radioactif] , ιονίζουσα ακτινοβολία βλ. ιονίζω, κοσμική ακτινοβολία/κοσμικές ακτίνες βλ. κοσμικός, υπεριώδης ακτινοβολία βλ. υπεριώδης, υπέρυθρη ακτινοβολία βλ. υπέρυθρος [< μτγν. ἀκτινοβολία ‘εκπομπή ακτίνων’ 1: γαλλ. radiation]
αλφαριθμητικός, ή, ό [ἀλφαριθμητικός] αλ-φα-ριθ-μη-τι-κός επίθ. & (σπάν.) αλφανουμερικός: ΠΛΗΡΟΦ. που αποτελείται από γράμματα, αριθμούς, σημεία στίξης και ορισμένα ειδικά σύμβολα: ~ός: κώδικας. ~ό: πληκτρολόγιο. ~οί: χαρακτήρες. ~ά: αρχεία. (βλ. αλφαβητ-, αριθμητ-ικός). ● Ουσ.: αλφαριθμητικό (το): ο αλφαριθμητικός χαρακτήρας. Βλ. συμβολοσειρά. ● επίρρ.: αλφαριθμητικά [< αγγλ. alphanumeric, 1950, γαλλ. alphanumérique, 1960]
αναγνωστικό[ἀναγνωστικό] α-να-γνω-στι-κό ουσ. (ουδ.): σχολικό βιβλίο για τη διδασκαλία της ανάγνωσης σε μαθητές της πρώτης τάξης του Δημοτικού. Βλ. αλφαβητάριο. [< γερμ. Lesebuch]
-ας1. {συνήθ. χωρ. πληθ.} επίθημα αρσενικών ουσιαστικών που χρησιμοποιούνται ως παρωνύμια και δηλώνουν ομοιότητα ή ιδιότητα: κολοκύθ~.|| (επιτατ.) Κεφάλ~. 2. κατάληξη ανισοσύλλαβων ουδέτερων ουσιαστικών: κρέ~/πέρ~/τέρ~.
ΔΕΑ(ο): Δόκιμος Έφεδρος Αξιωματικός.
-ισμόςεπίθημα αφηρημένων αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνει 1. ενέργεια, αποτέλεσμα: καταρτ~/μεταβολ~/πανηγυρ~/παραθερ~/συμψηφ~/υπνωτ~.|| Oραματ~/προβληματ~. 2. θεωρία, τέχνη: αγνωστικ~/δαρβιν~/δυϊσμός/ουμαν~/πλουραλ~/σχετικ~. Kαπιταλ~/κομμουν~/σοσιαλ~.|| (αρνητ.) Σκοταδ~.|| (κίνημα:) Δημοτικ~. Φεμιν~.|| (διδασκαλία:) Στωικ~/χριστιαν~. Μανιχα-ϊσμός.|| Κλασικ~/μινιμαλ~/ρεαλ~/ρομαντ~. 3. στάση, συμπεριφορά: αλτρου~.|| (συνήθ. μειωτ.) Αριβ~/ατομ~/εγω~/σοβιν~/στρουθοκαμηλ~/χαμαιλεοντ~/χαφιεδ~. 4. ενασχόληση, δραστηριότητα: αθλητ~/ακτιβ~/αλπιν~/προσκοπ~. 5. ΙΑΤΡ. πάθηση, νόσο: δαλτον~. 6. φαινόμενο: γεωτροπ~/ιον~.|| Γαλλ~.
νήμα[νῆμα] νή-μα ουσ. (ουδ.) {νήμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. κλωστή: ακρυλικό/βαμβακερό/μάλλινο ~. ~ από μετάξι. ~ πλεξίματος. Υφαντικά ~ατα. Βλ. στημόνι, υφάδι.|| (μτφ.) Τους δένει/ενώνει/συνδέει ένα αόρατο ~. ΣΥΝ. μίτος (2) 2. (κατ' επέκτ.) δέσμη ινών από ποικίλα υλικά: ελαστικό/μακρύ/χοντρό ~. ~ κοπής. Το (διάφανο/συνθετικό) ~ της πετονιάς. Το (μεταλλικό) ~ του λαμπτήρα (πυρακτώσεως). ~ατα μεγάλης αντοχής. Βλ. ανθρακόνημα. 3. {συνήθ. στον εν.} (μτφ.) ειρμός, ακολουθία, αλληλουχία: το ~ της ομιλίας/της σκέψης (κάποιου). Ξεδιπλώνω το ~ της αφήγησης/των γεγονότων/της μνήμης. (Ξανα)πιάνει το ~ από την αρχή/από εκεί που το άφησε. Πβ. σύνδεση, συνέχεια.|| (ΔΙΑΔΙΚΤ.) ~ μηνυμάτων. Πβ. θρεντ. Βλ. ουρά. 4. ΒΟΤ. το άγονο τμήμα του στήμονα: ~ και ανθήρας. ● Υποκ.: νηματάκι (το): Πβ. νημάτιο. ● ΣΥΜΠΛ.: νήμα της στάθμης: όργανο για τον έλεγχο της καθετότητας μιας επιφάνειας, το οποίο αποτελείται από κλωστή με βαρίδι δεμένο στην άκρη της. Βλ. αλφάδι. [< γαλλ. fil à plomb] , οδοντικό νήμα: δέσμη λεπτών νάιλον ινών για την απομάκρυνση των τροφών και της οδοντικής πλάκας ανάμεσα στα δόντια. [< αγγλ. dental floss, 1910] ● ΦΡ.: (κόβω) το νήμα (του τερματισμού): ΑΘΛ. (σε αγώνα δρόμου) (περνώ την) ταινία ή τη γραμμή που δηλώνει το τέλος αγωνιστικής διαδρομής· τερματίζω πρώτος και κατ' επέκτ. αναδεικνύομαι νικητής: Κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο, κόβοντας ~.|| (μτφ.) Κανείς δεν ξέρει ποιος θα κόψει πρώτος το ~ (του διαγωνισμού).|| Φτάνουμε στο ~ ~ (= στο τέλος) της εκλογικής μάχης., έκοψε/κόπηκε το νήμα της ζωής (κάποιου): τον σκότωσε ή σκοτώθηκε, πέθανε: Έκοψε ο ίδιος ~ ~ του (= αυτοκτόνησε). Κόπηκε αναπάντεχα/πρόωρα το ~ ~ του., η άκρη του νήματος (μτφ.): η αιτία, εξήγηση, λύση: Η Αστυνομία αναζητά την ~ ~ στην υπόθεση (πβ. ο μίτος της Αριάδνης). Νέα στοιχεία οδηγούν στην ~ ~., η αρχή του νήματος (μτφ.): αφετηρία μιας σειράς εξελίξεων, συνήθ. για την εξιχνίαση υπόθεσης: Τυχαίο συμβάν που υπήρξε ~ ~ για τη διαλεύκανση του εγκλήματος., κινεί τα νήματα/τα γρανάζια & κρατά τα νήματα (μτφ.): ελέγχει, κατευθύνει μια κατάσταση: ~ ~ της δράσης/εξουσίας (από το παρασκήνιο). [< αγγλ. pull the strings/wires] , στο νήμα (μτφ.): την τελευταία (και κρίσιμη) στιγμή: ήττα/νίκη ~ ~. ΣΥΝ. (στο) παρά πέντε, στο τσακ/στο τσαφ, ξετυλίγω το κουβάρι/το νήμα βλ. ξετυλίγω [< αρχ. νῆμα, γαλλ. fil, αγγλ. thread]
ράμμα[ῥάμμα] ράμ-μα ουσ. (ουδ.) 1. ΙΑΤΡ. {συνηθέστ. στον πληθ.} ειδικό νήμα που χρησιμοποιείται στη χειρουργική για τη συνένωση δύο ιστικών επιφανειών και το ράψιμο τραύματος: απορροφήσιμο ~. ~ατα πάνω από το φρύδι/στο γόνατο. Πήγε να του αφαιρέσουν/βγάλουν/κόψουν τα ~ατα. 2. λεπτό σχοινάκι για αλφάδιασμα. 3. (σπάν.) γερή κλωστή για ραφή. ● ΦΡ.: έχω ράμματα για τη γούνα (κάποιου) βλ. γούνα [< 1, 3: αρχ. ῥάμμα]
συμβολοσειράσυμ-βο-λο-σει-ρά ουσ. (θηλ.): ΠΛΗΡΟΦ. ακολουθία χαρακτήρων που χρησιμοποιούνται σε πρόγραμμα ως ενιαία μονάδα. Βλ. αλφαριθμητικό. ● ΣΥΜΠΛ.: κενή συμβολοσειρά: με μηδενικό αριθμό χαρακτήρων. [< αγγλ. string, 1956]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ