Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 14 εγγραφές  [0-14]


  • άλφα [ἄλφα] άλ-φα ουσ. (ουδ.) {άκλ.} 1. το πρώτο γράμμα και το πρώτο φωνήεν του ελληνικού αλφαβήτου και όσων προήλθαν από αυτό (του λατινικού, του κυριλλικού): κεφαλαίο/μικρό/πεζό ~.|| (ΓΡΑΜΜ.) Επιτατικό ~ (: α-χανής). Στερητικό ~ (: α-όμματος, αν-όμοιος). Πβ. α.|| (ΙΑΤΡ.) Αναστολέας ~.|| (ΦΥΣ.) ~ διάσπαση/σωματίδιο. 2. (για κάποιον ή κάτι που δηλώνεται αόριστα) κάποιος: Κάνω μια ~ δουλειά σε έναν ~ χρόνο. 3. (μτφ.) (πάντα με το άρθρο "το") η αρχή, τα στοιχειώδη· το πρώτο μέρος, το πρώιμο στάδιο: Μαθήματα που αρχίζουν από το ~. Είμαστε ακόμη στο ~ (= στην αρχή). 4. ΑΣΤΡΟΝ. (συνήθ. με κεφαλ. το αρχικό Α) ο πιο φωτεινός αστέρας ενός αστερισμού: Το ~ του Κενταύρου/του Σκορπιού. Το ~ του Μεγάλου Κυνός (= ο Σείριος). 5. για να δηλωθεί εξαιρετική ποιότητα (συνήθ. με επανάληψη): ξενοδοχείο/ποικιλία/προϊόν ~ ~. ● ΣΥΜΠΛ.: γραμμή άλφα & άλφα γραμμή: κόψιμο φούστας, φορέματος που φαρδαίνει στο κάτω μέρος: νυφικό σε ~ ~. Πβ. εβαζέ γραμμή., ακτινοβολία άλφα βλ. ακτινοβολία ● ΦΡ.: άλφα ή βήτα: για αόριστη αναφορά σε κάτι: για τον ~ ~ λόγο (: για κάποιον λόγο). Με τον ~ ~ τρόπο (: με τον ένα ή τον άλλο τρόπο)., από το άλφα ως το ωμέγα: (μτφ.) από την αρχή ως το τέλος, χωρίς εξαίρεση: Έμαθα όλες τις λεπτομέρειες, ~ ~., δεν ξέρει/δεν έμαθε ούτε το άλφα: (μτφ.) για πρόσωπο τελείως αγράμματο., ο άλφα και ο βήτα (συνήθ. μειωτ.): ο ένας και ο άλλος: Δεν με ενδιαφέρει τι πιστεύει ~ ~., το άλφα και το ωμέγα (μτφ.) (ΚΔ): το σημαντικότερο ή σπουδαιότερο στοιχείο, η αρχή και το τέλος: Η οργανωμένη εκπαίδευση είναι ~ ~ (= το παν) για την πρόοδο μιας κοινωνίας. [< αρχ. ἄλφα, εβραϊκό aleph]
  • αλφαβήτα [ἀλφαβήτα] αλ-φα-βή-τα ουσ. (θηλ.) (προφ.) 1. αλφάβητο: τα γράμματα της ~ας. Λέω/μαθαίνω την ~. 2. (κατ' επέκτ.) βασικές, πρωταρχικές, στοιχειώδεις γνώσεις: η ~ της ζωγραφικής/της ζωής/του σινεμά. Πβ. αλφαβητάριο, αλφάβητο. [< μεσν. αλφαβήτα]
  • αλφαβητάριο [ἀλφαβητάριο] αλ-φα-βη-τά-ρι-ο ουσ. (ουδ.) {αλφαβηταρί-ου | -ων} & (προφ.) αλφαβητάρι 1. βιβλίο για τη διδασκαλία ή εκμάθηση των γραμμάτων του αλφαβήτου, του συλλαβισμού και της ανάγνωσης: εικονογραφημένα ~α. Βλ. αναγνωστικό. 2. (κατ΄επέκτ.) στοιχειώδεις γνώσεις και συνεκδ. έντυπο με βασικές πληροφορίες πάνω σε ένα θέμα: το ~ της γεύσης/των ελληνικών κρασιών/της μουσικής. Πβ. αλφαβήτα, αλφάβητο.|| Ηλεκτρονικό ~. [< μεσν. αλφαβητάριον]
  • αλφαβητικός , ή, ό [ἀλφαβητικός] αλ-φα-βη-τι-κός επίθ. 1. που γίνεται ή είναι ταξινομημένος σύμφωνα με τη σειρά των γραμμάτων του αλφαβήτου: ~ός: κατάλογος/κώδικας/πίνακας. ~ή: αναζήτηση/κατάσταση ονομάτων/κατάταξη. ~ό: ευρετήριο. 2. που σχετίζεται ή εκφράζεται μέσω ενός συστήματος γραφής που χρησιμοποιεί αλφάβητο: ~ή: γλώσσα/(ΜΟΥΣ.) σημειογραφία (: για την απόδοση φθόγγων και κλειδιών). ~ές: επιγραφές. Ιδεογραφικές/προαλφαβητικές/συλλαβικές και ~ές γραφές. ● επίρρ.: αλφαβητικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: αλφαβητική σειρά: η σειρά με την οποία εμφανίζονται τα γράμματα του αλφαβήτου: αντίστροφη ~ ~. Βάζω τις λέξεις σε ~ ~. Η βιβλιογραφία παρατίθεται κατά/με ~ ~., αλφαβητικοί χαρακτήρες: ΠΛΗΡΟΦ. οι κάθε είδους χαρακτήρες εκτός από ψηφία: Στα σύμβολα περιλαμβάνονται όλοι οι μη ~ ~. Αριθμητικοί και ~ ~. Βλ. αλφαριθμητικός. [< γαλλ. alphabétique, αγγλ. alphabetic(al)]
  • αλφαβητισμός [ἀλφαβητισμός] αλ-φα-βη-τι-σμός ουσ. (αρσ.) ΣΥΝ. εγγραμματοσύνη ΑΝΤ. αναλφαβητισμός 1. η ικανότητα κάποιου να διαβάζει και να γράφει σε ικανοποιητικό βαθμό: ~ ενηλίκων. ΣΥΝ. γραμματισμός (2) 2. γραμματισμός: επιστημονικός/οπτικός (: η ικανότητα κατανόησης των εικόνων)/περιβαλλοντικός/ψηφιακός ~. ~ στις νέες τεχνολογίες. Βλ. -ισμός. [< γαλλ. alphabétisation, 1913, αγγλ. alphabetization]
  • αλφάβητο [ἀλφάβητο] αλ-φά-βη-το ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -ήτου} & (λόγ.) αλφάβητος (η) 1. σταθερή σειρά με την οποία εμφανίζονται τα γραπτά σύμβολα που αναπαριστούν τους φθόγγους μιας γλώσσας: το ελληνικό/λατινικό/ρωσικό/φοινικικό ~. 2. (κατ' επέκτ.) κάθε σύστημα γραφής ή συμβόλων που χρησιμοποιείται στην επικοινωνία: μουσικό/συλλαβικό/συμφωνικό/φωνητικό ~. ~ αφής/τυφλών (πβ. Μπράιγ). ~ Μορς. Το ~ της σφηνοειδούς γραφής.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Δυαδικό ~. ~ μιας γλώσσας προγραμματισμού (: πεπερασµένο σύνολο διακριτών χαρακτήρων). 3. (μτφ.) βασικές αρχές και στοιχειώδεις γνώσεις: το ~ της ιατρικής/του κοινοτικού δικαίου/του προσκόπου/της τέχνης. Πβ. αλφαβήτα, αλφαβητάριο. ● ΣΥΜΠΛ.: δακτυλικό αλφάβητο: αναπαράσταση του αλφαβήτου με κινήσεις και καθορισμένα σχήματα των χεριών και των δακτύλων: ~ ~ των κωφών. Βλ. νοηματική γλώσσα., διεθνές φωνητικό αλφάβητο: σύστημα συμβόλων για τη φωνητική καταγραφή όλων των γλωσσών, το οποίο καταρτίζει και αναθεωρεί η Διεθνής Φωνητική Ένωση. [< αγγλ. International Phonetic Alphabet (IPA)] [< μεσν. αλφάβητον, αγγλ.-γαλλ. alphabet, γερμ. Alphabet]
  • αλφάδι [ἀλφάδι] αλ-φά-δι ουσ. (ουδ.) {αλφαδιού} 1. ΤΕΧΝΟΛ. όργανο για τον έλεγχο της οριζοντιότητας ή καθετότητας ενός επιπέδου ή μιας ευθείας: μαγνητικό ~. Ηλεκτρονικό ~ με λέιζερ. ~ με φυσαλίδα. ~ αλουμινίου/μαραγκού. ~ αυτόματης ισοστάθμισης. Βλ. νήμα της στάθμης. ΣΥΝ. αεροστάθμη, στάθμη (4) 2. (μτφ., ως επίθ.) απόλυτα ευθύς, ίσιος: χωρίστρα ~. Ο δρόμος είναι ~.|| (αργκό) ~ ο τύπος (= ειλικρινής, ντόμπρος). (ως επίρρ.) Τα είπε όλα ~ (: στα ίσια). ● ΣΥΜΠΛ.: χέρι/πόδι αλφάδι & χέρι/πόδι-αλφάδι (προφ.-μτφ.): ΑΘΛ. (για μπασκετμπολίστα ή ποδοσφαιριστή αντίστοιχα) που σουτάρει με μεγάλη ευστοχία και ακρίβεια: Έχει ~ ~. Με ~ ~ σκόραρε εναντίον της ... [< μεσν. αλφάδιον]
  • αλφαδιά [ἀλφαδιά] αλ-φα-διά ουσ. (θηλ.) (προφ.) 1. η ιδιότητα των αλφαδιασμένων επιφανειών, συνήθ. η οριζοντιότητά τους: Τα πλακάκια είναι/έρχονται ~ με τον τοίχο. 2. οριζόντια συνήθ. ή κάθετη ευθυγράμμιση των κορυφών ή των επιφανειών αντικειμένων: Προσέχουμε η ~ που θα δώσουμε να καλύπτει τα καλώδια.
  • αλφαδιάζω [ἀλφαδιάζω] αλ-φα-διά-ζω ρ. (μτβ.) {αλφάδια-σα, -στηκε, -σμένος} 1. προσδιορίζω ή ελέγχω, με τη χρήση συνήθ. αλφαδιού, την οριζόντια ή κατακόρυφη θέση μιας επιφάνειας ή γραμμής: ~ τα κουφώματα/ντουλάπια. Δεν ~σε σωστά και το πάτωμα έχει κλίση. Οι τοίχοι ~ονται µε τη βοήθεια γωνιόκρανων και µεταλλικών οδηγών. ~σμένο: δάπεδο. 2. (κατ' επέκτ.) φέρνω, έρχομαι στην ίδια ευθεία, στο ίδιο επίπεδο, ευθυγραμμίζω: Το κεφαλόσκαλο δεν ~ει με τα πλακάκια της βεράντας.|| ~σμένη χωρίστρα (= που δεν ξεφεύγει τρίχα).
  • αλφάδιασμα [ἀλφάδιασμα] αλ-φά-δια-σμα ουσ. (ουδ.): προσδιορισμός ή/και έλεγχος της οριζοντιότητας ή καθετότητας μιας επιφάνειας: ακριβές ~. ~ των δαπέδων/του τοίχου. Πβ. οριζοντίωση. Βλ. ράμμα. ΣΥΝ. στάθμιση (4)
  • αλφαδολάστιχο [ἀλφαδολάστιχο] αλ-φα-δο-λά-στι-χο ουσ. (ουδ.): ελαστικός σωλήνας με νερό για αλφάδιασμα.
  • αλφαμίτης [ἀλφαμίτης] αλ-φα-μί-της ουσ. (αρσ.) (στρατ. αργκό): στρατιώτης που φρουρεί την κεντρική πύλη στρατιωτικής μονάδας και φορά λευκό κράνος με τα αρχικά ΑΜ (Αστυνομία/Ασφάλεια Μονάδος)· κατ' επέκτ. η αντίστοιχη υπηρεσία. Βλ. -ίτης1.
  • αλφαριθμητικός , ή, ό [ἀλφαριθμητικός] αλ-φα-ριθ-μη-τι-κός επίθ. & (σπάν.) αλφανουμερικός: ΠΛΗΡΟΦ. που αποτελείται από γράμματα, αριθμούς, σημεία στίξης και ορισμένα ειδικά σύμβολα: ~ός: κώδικας. ~ό: πληκτρολόγιο. ~οί: χαρακτήρες. ~ά: αρχεία. (βλ. αλφαβητ-, αριθμητ-ικός). ● Ουσ.: αλφαριθμητικό (το): ο αλφαριθμητικός χαρακτήρας. Βλ. συμβολοσειρά. ● επίρρ.: αλφαριθμητικά [< αγγλ. alphanumeric, 1950, γαλλ. alphanumérique, 1960]
  • αλφάς [ἀλφάς] αλ-φάς ουσ. (αρσ.) {συνήθ. στον πληθ.} (στρατ. αργκό) 1. σπουδαστής στρατιωτικής σχολής που διανύει το πρώτο έτος σπουδών. Βλ. -άς, βητάς. 2. (κατ' επέκτ.) υποψήφιος έφεδρος αξιωματικός κατά το πρώτο δίμηνο της εκπαίδευσής του για δόκιμος. Βλ. ΔΕΑ.

ακτινοβολία

ακτινοβολία[ἀκτινοβολία] α-κτι-νο-βο-λί-α ουσ. (θηλ.) {ακτινοβολι-ών} 1. ΦΥΣ. ενέργεια η οποία εκπέμπεται με τη μορφή κυμάτων ή δεσμών σωματιδίων: επικίνδυνη/ηλεκτρομαγνητική/ηλιακή/θερμική/ορατή/πυρηνική/υπέρυθρη ~. ~ λέιζερ. Πβ. λάμψη, φεγγο-βολή, -βόλημα, φέγγος.|| Έκθεση στην ~ (πβ. ακτινοβόληση). ~ από κινητά τηλέφωνα/πυλώνες υψηλής τάσης/ραντάρ. Απορροφάται/διαδίδεται/διαθλάται/εκλύεται ~. Συσκευές που εκπέμπουν (ισχυρή/χαμηλή) ~. Χρήση ~ών σε καρκινοπαθείς.|| (ΜΕΤΕΩΡ.) Παγετός ~ας. Βλ. ακτίνες Χ, -βολία, γεω~, ραδιο~. 2. {μόνο στον εν.} (μτφ.) θετική επίδραση, απήχηση, αίγλη: οικουμενική ~. ~ του Πατριαρχείου/του πολιτισμού. Προσωπικότητα με διεθνή ~/παγκοσμίου κύρους και ~ας. Η θετική ~ ενός ατόμου. Εκδήλωση πανελλήνιας εμβέλειας και ~ας. Πολιτιστική κληρονομιά ανεκτίμητης αξίας και ~ας. ΣΥΝ. λάμψη (2) ● ΣΥΜΠΛ.: ακτινοβολία άλφα: ΦΥΣ. ΠΥΡ. τύπος πυρηνικής ακτινοβολίας που εκπέμπεται από πυρήνες του ηλίου (He) (σωματίδια άλφα): ηλιακή/σωματιδιακή/υπεριώδης ~ ~. Η ~ ~ μόλις που διαπερνά ένα φύλλο χαρτί. Βλ. ακτίνες γάμμα., ακτινοβολία βήτα: ΦΥΣ. μορφή ιονίζουσας ακτινοβολίας που παράγεται από υψηλής ταχύτητας ηλεκτρόνια (σωματίδια βήτα)., κοσμική/μικροκυματική ακτινοβολία υποβάθρου & (σπάν.) κοσμικό υπόβαθρο μικροκυμάτων: ΦΥΣ. ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία που υπάρχει διάχυτη στο Σύμπαν και είναι το σημερινό κατάλοιπο της μεγάλης έκρηξης. [< αγγλ. cosmic microwave background radiation (CMBR)] , ραδιενεργός ακτινοβολία: που εκπέμπεται από ραδιενεργά στοιχεία. Πβ. ιονίζουσα/ιοντίζουσα ακτινοβολία. Βλ. ακτίνες γάμμα, ακτίνες X, ακτινοβολία άλφα, ακτινοβολία βήτα. [< γαλλ. rayonnement radioactif] , ιονίζουσα ακτινοβολία βλ. ιονίζω, κοσμική ακτινοβολία/κοσμικές ακτίνες βλ. κοσμικός, υπεριώδης ακτινοβολία βλ. υπεριώδης, υπέρυθρη ακτινοβολία βλ. υπέρυθρος [< μτγν. ἀκτινοβολία ‘εκπομπή ακτίνων’ 1: γαλλ. radiation]

αλφαριθμητικός

αλφαριθμητικός, ή, ό [ἀλφαριθμητικός] αλ-φα-ριθ-μη-τι-κός επίθ. & (σπάν.) αλφανουμερικός: ΠΛΗΡΟΦ. που αποτελείται από γράμματα, αριθμούς, σημεία στίξης και ορισμένα ειδικά σύμβολα: ~ός: κώδικας. ~ό: πληκτρολόγιο. ~οί: χαρακτήρες. ~ά: αρχεία. (βλ. αλφαβητ-, αριθμητ-ικός). ● Ουσ.: αλφαριθμητικό (το): ο αλφαριθμητικός χαρακτήρας. Βλ. συμβολοσειρά. ● επίρρ.: αλφαριθμητικά [< αγγλ. alphanumeric, 1950, γαλλ. alphanumérique, 1960]

αναγνωστικό

αναγνωστικό[ἀναγνωστικό] α-να-γνω-στι-κό ουσ. (ουδ.): σχολικό βιβλίο για τη διδασκαλία της ανάγνωσης σε μαθητές της πρώτης τάξης του Δημοτικού. Βλ. αλφαβητάριο. [< γερμ. Lesebuch]

-ας

-ας1. {συνήθ. χωρ. πληθ.} επίθημα αρσενικών ουσιαστικών που χρησιμοποιούνται ως παρωνύμια και δηλώνουν ομοιότητα ή ιδιότητα: κολοκύθ~.|| (επιτατ.) Κεφάλ~. 2. κατάληξη ανισοσύλλαβων ουδέτερων ουσιαστικών: κρέ~/πέρ~/τέρ~.

ΔΕΑ

ΔΕΑ(ο): Δόκιμος Έφεδρος Αξιωματικός.

-ισμός

-ισμόςεπίθημα αφηρημένων αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνει 1. ενέργεια, αποτέλεσμα: καταρτ~/μεταβολ~/πανηγυρ~/παραθερ~/συμψηφ~/υπνωτ~.|| Oραματ~/προβληματ~. 2. θεωρία, τέχνη: αγνωστικ~/δαρβιν~/δυϊσμός/ουμαν~/πλουραλ~/σχετικ~. Kαπιταλ~/κομμουν~/σοσιαλ~.|| (αρνητ.) Σκοταδ~.|| (κίνημα:) Δημοτικ~. Φεμιν~.|| (διδασκαλία:) Στωικ~/χριστιαν~. Μανιχα-ϊσμός.|| Κλασικ~/μινιμαλ~/ρεαλ~/ρομαντ~. 3. στάση, συμπεριφορά: αλτρου~.|| (συνήθ. μειωτ.) Αριβ~/ατομ~/εγω~/σοβιν~/στρουθοκαμηλ~/χαμαιλεοντ~/χαφιεδ~. 4. ενασχόληση, δραστηριότητα: αθλητ~/ακτιβ~/αλπιν~/προσκοπ~. 5. ΙΑΤΡ. πάθηση, νόσο: δαλτον~. 6. φαινόμενο: γεωτροπ~/ιον~.|| Γαλλ~.

νήμα

νήμα[νῆμα] νή-μα ουσ. (ουδ.) {νήμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. κλωστή: ακρυλικό/βαμβακερό/μάλλινο ~. ~ από μετάξι. ~ πλεξίματος. Υφαντικά ~ατα. Βλ. στημόνι, υφάδι.|| (μτφ.) Τους δένει/ενώνει/συνδέει ένα αόρατο ~. ΣΥΝ. μίτος (2) 2. (κατ' επέκτ.) δέσμη ινών από ποικίλα υλικά: ελαστικό/μακρύ/χοντρό ~. ~ κοπής. Το (διάφανο/συνθετικό) ~ της πετονιάς. Το (μεταλλικό) ~ του λαμπτήρα (πυρακτώσεως). ~ατα μεγάλης αντοχής. Βλ. ανθρακόνημα. 3. {συνήθ. στον εν.} (μτφ.) ειρμός, ακολουθία, αλληλουχία: το ~ της ομιλίας/της σκέψης (κάποιου). Ξεδιπλώνω το ~ της αφήγησης/των γεγονότων/της μνήμης. (Ξανα)πιάνει το ~ από την αρχή/από εκεί που το άφησε. Πβ. σύνδεση, συνέχεια.|| (ΔΙΑΔΙΚΤ.) ~ μηνυμάτων. Πβ. θρεντ. Βλ. ουρά. 4. ΒΟΤ. το άγονο τμήμα του στήμονα: ~ και ανθήρας. ● Υποκ.: νηματάκι (το): Πβ. νημάτιο. ● ΣΥΜΠΛ.: νήμα της στάθμης: όργανο για τον έλεγχο της καθετότητας μιας επιφάνειας, το οποίο αποτελείται από κλωστή με βαρίδι δεμένο στην άκρη της. Βλ. αλφάδι. [< γαλλ. fil à plomb] , οδοντικό νήμα: δέσμη λεπτών νάιλον ινών για την απομάκρυνση των τροφών και της οδοντικής πλάκας ανάμεσα στα δόντια. [< αγγλ. dental floss, 1910] ● ΦΡ.: (κόβω) το νήμα (του τερματισμού): ΑΘΛ. (σε αγώνα δρόμου) (περνώ την) ταινία ή τη γραμμή που δηλώνει το τέλος αγωνιστικής διαδρομής· τερματίζω πρώτος και κατ' επέκτ. αναδεικνύομαι νικητής: Κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο, κόβοντας ~.|| (μτφ.) Κανείς δεν ξέρει ποιος θα κόψει πρώτος το ~ (του διαγωνισμού).|| Φτάνουμε στο ~ ~ (= στο τέλος) της εκλογικής μάχης., έκοψε/κόπηκε το νήμα της ζωής (κάποιου): τον σκότωσε ή σκοτώθηκε, πέθανε: Έκοψε ο ίδιος ~ ~ του (= αυτοκτόνησε). Κόπηκε αναπάντεχα/πρόωρα το ~ ~ του., η άκρη του νήματος (μτφ.): η αιτία, εξήγηση, λύση: Η Αστυνομία αναζητά την ~ ~ στην υπόθεση (πβ. ο μίτος της Αριάδνης). Νέα στοιχεία οδηγούν στην ~ ~., η αρχή του νήματος (μτφ.): αφετηρία μιας σειράς εξελίξεων, συνήθ. για την εξιχνίαση υπόθεσης: Τυχαίο συμβάν που υπήρξε ~ ~ για τη διαλεύκανση του εγκλήματος., κινεί τα νήματα/τα γρανάζια & κρατά τα νήματα (μτφ.): ελέγχει, κατευθύνει μια κατάσταση: ~ ~ της δράσης/εξουσίας (από το παρασκήνιο). [< αγγλ. pull the strings/wires] , στο νήμα (μτφ.): την τελευταία (και κρίσιμη) στιγμή: ήττα/νίκη ~ ~. ΣΥΝ. (στο) παρά πέντε, στο τσακ/στο τσαφ, ξετυλίγω το κουβάρι/το νήμα βλ. ξετυλίγω [< αρχ. νῆμα, γαλλ. fil, αγγλ. thread]

ράμμα

ράμμα[ῥάμμα] ράμ-μα ουσ. (ουδ.) 1. ΙΑΤΡ. {συνηθέστ. στον πληθ.} ειδικό νήμα που χρησιμοποιείται στη χειρουργική για τη συνένωση δύο ιστικών επιφανειών και το ράψιμο τραύματος: απορροφήσιμο ~. ~ατα πάνω από το φρύδι/στο γόνατο. Πήγε να του αφαιρέσουν/βγάλουν/κόψουν τα ~ατα. 2. λεπτό σχοινάκι για αλφάδιασμα. 3. (σπάν.) γερή κλωστή για ραφή. ● ΦΡ.: έχω ράμματα για τη γούνα (κάποιου) βλ. γούνα [< 1, 3: αρχ. ῥάμμα]

συμβολοσειρά

συμβολοσειράσυμ-βο-λο-σει-ρά ουσ. (θηλ.): ΠΛΗΡΟΦ. ακολουθία χαρακτήρων που χρησιμοποιούνται σε πρόγραμμα ως ενιαία μονάδα. Βλ. αλφαριθμητικό. ● ΣΥΜΠΛ.: κενή συμβολοσειρά: με μηδενικό αριθμό χαρακτήρων. [< αγγλ. string, 1956]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.