Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • άλως [ἅλως] ά-λως ουσ. (θηλ.) {γεν./αιτ. άλω} 1. ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. φωτεινό περίβλημα γύρω από το κεφάλι των Αγίων. Πβ. δόξα, φωτοστέφανο (1) 2. ΜΕΤΕΩΡ. φωτεινός κύκλος γύρω από τον Ήλιο ή τη Σελήνη, που δημιουργείται από τη διάθλαση ή ανάκλαση του φωτός, όταν διέρχεται από τους παγοκρυστάλλους των ανώτερων νεφών: ηλιακή/σεληνιακή ~. Βλ. θυσανοστρώματα, στέμμα, στεφάνη. ΣΥΝ. φωτοστέφανο (2) 3. ΑΝΑΤ. σκουρόχρωμος δακτύλιος που περιβάλλει τη θηλή του μαστού: θηλαία ~. 4. ΙΑΤΡ. δακτύλιος που σχηματίζεται γύρω από τη θηλή του οπτικού νεύρου: γεροντική/γλαυκωματική ~. 5. ΦΩΤΟΓΡ. διάχυτο φωτεινό περίγραμμα σε μια φωτογραφία, γύρω από σημεία που είναι έντονα φωτισμένα. 6. ΑΣΤΡΟΝ. σφαιρική περιοχή γύρω από τον γαλαξιακό δίσκο, που αποτελείται από ηλικιωμένα αμυδρά άστρα και σκοτεινή ύλη. [< αρχ. ἅλως 'αλώνι, κυκλική περιοχή' 1,2,4,5,6: γαλλ.-αγγλ. halo 3: γαλλ. aréole]
  • άλωση [ἅλωση] ά-λω-ση ουσ. (θηλ.) {-ης (λόγ.) -ώσεως} 1. κατάκτηση, κυρίευση: (παλαιότ.) η ~ του κάστρου. Πβ.. εκπόρθηση, κατάληψη, πτώση.|| (μτφ.) Οικονομική/πολιτική ~. Η ~ της αγοράς/των συνειδήσεων. Η κομματική ~ του δημόσιου τομέα/της Διοίκησης. Βλ. αλλοτρίωση, διάβρωση, κυριαρχία. 2. ΙΣΤ. (με κεφαλ. Α) η κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς Τούρκους το 1453: οι ιστορικοί της ~ώσεως. Η επέτειος/το χρονικό της ~ης. Θρήνοι για την ~. [< αρχ. ἅλωσις]

αλλοτρίωση

αλλοτρίωση [ἀλλοτρίωση] αλ-λο-τρί-ω-ση ουσ. (θηλ.) 1. κατάσταση κατά την οποία το άτομο αποξενώνεται από τον ίδιο του τον εαυτό και τον κόσμο και υποτάσσεται σε μια τάξη πραγμάτων, με αποτέλεσμα την αλλοίωση των χαρακτηριστικών της προσωπικότητάς του: ηθική/ιδεολογική/κοινωνική/οικονομική/πνευματική/πολιτική/πολιτισμική/ψυχική ~. ~ της εργασίας/του πολίτη/των σχέσεων. ~ του ανθρώπου από τον εαυτό του/τη φύση. Καπιταλισμός/παγκοσμιοποίηση/τεχνολογία και ~. ~ και έλλειψη επικοινωνίας/μοναξιά. Αντιστέκομαι στην/βιώνω την/εγκλωβίζομαι στην ~. Πβ. αποξένωση. 2. (γενικότ.) αλλοίωση, διαστρέβλωση, φθορά γνήσιων στοιχείων ή χαρακτηριστικών: ~ της γλώσσας/των θεσμών/της ταυτότητας ενός λαού/της τέχνης. ~ των αξιών στο όνομα του χρήματος. [< μτγν. ἀλλοτρίωσις, γαλλ. aliénation]

θυσανοστρώματα

θυσανοστρώματα θυ-σα-νο-στρώ-μα-τα ουσ. (ουδ.) (τα): ΜΕΤΕΩΡ. κατηγορία ανωτέρων νεφών με τη μορφή διάφανου ινώδους ή ομοιόμορφου υπόλευκου πέπλου, τα οποία δημιουργούν συχνά ένα είδος φωτοστέφανου γύρω από τον ήλιο ή τη σελήνη. Βλ. μελανο-, υψι-στρώματα, στρωματο-, υψι-σωρείτες. [< γαλλ. cirrostratus]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.