Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • άμοιρος , η, ο [ἄμοιρος] ά-μοι-ρος επίθ. 1. που έπαθε κάποιο κακό, που έχει ή είχε κακή μοίρα: ~ο: πλάσμα. ~α: ζώα. Η ~η (= δύστυχη), έχασε άντρα και παιδί. Τι να κάνω/τι τραβάω κι εγώ ο ~! Πβ. άτυχος, βαριό-, δύσ-, κακό-μοιρος. ΑΝΤ. καλότυχος, τυχερός (1) 2. (λόγ. + γεν.) που δεν έχει μερίδιο, που δεν συμμετέχει σε κάτι: ~ ταλέντου (= ατάλαντος). Δεν είμαστε ~οι των εξελίξεων. Πβ. αμέτοχος. ● ΣΥΜΠΛ.: άμοιρος ευθυνών (λόγ., συνήθ. με την άρνηση δεν): που δεν φέρει ευθύνη: Δεν είναι ~οι ~ (= έχουν μεγάλη ευθύνη). [< αρχ. ἄμοιρος]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.