Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • άμπωτη [ἄμπωτη] ά-μπω-τη ουσ. (θηλ.) & (λόγ.) άμπωτις 1. ΩΚΕΑΝ. κάθοδος της στάθμης της θάλασσας κατά τη δεύτερη φάση της παλίρροιας, υποχώρηση των νερών. Πβ. φυρονεριά. ΑΝΤ. πλημμυρίδα (1), φουσκονεριά 2. (μτφ.) ναδίρ: η ~ και πλημμυρίδα (= το ζενίθ) της επανάστασης. [< 1: αρχ. ἄμπωτις]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.