Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 3 εγγραφές  [0-3]


  • άναρχος , η, ο [ἄναρχος] ά-ναρ-χος επίθ. 1. που δεν ακολουθεί αρχές, κανόνες και ειδικότ. που δεν έχει κυβέρνηση, εξουσία: ~η: αλιεία/δόμηση. ~η ανάπτυξη των προαστιακών περιοχών. Πβ. ανεξέλεγκτος, αυθαίρετος, χαοτικός, χαώδης.|| ~η: κοινωνία. Πβ. ακέφαλος, ακυβέρνητος. 2. ΘΕΟΛ. που δεν έχει αρχή ούτε τέλος, δεν προέρχεται από κάπου, κυρ. για τον Θεό. Πβ. αιώνιος, άχρονος. ● επίρρ.: άναρχα: ~ δομημένες περιοχές. [< αρχ. ἄναρχος]
  • αναρχοσυνδικαλισμός [ἀναρχοσυνδικαλισμός] α-ναρ-χο-συν-δι-κα-λι-σμός ουσ. (αρσ.): ΠΟΛΙΤ. τάση του συνδικαλισμού που εμπνέεται από τον αναρχισμό. [< γαλλ. anarchosyndicalisme, τέλη 19ου αι., αγγλ. anarcho-syndicalism, 1918]
  • αναρχοσυνδικαλιστής [ἀναρχοσυνδικαλιστής] α-ναρ-χο-συν-δι-κα-λι-στής ουσ. (αρσ.): ΠΟΛΙΤ. συνδικαλιστής που ασπάζεται τον αναρχισμό. [< γαλλ. anarchosyndicaliste]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.