άναρχος , η, ο [ἄναρχος] ά-ναρ-χος επίθ. 1. που δεν ακολουθεί αρχές, κανόνες και ειδικότ. που δεν έχει κυβέρνηση, εξουσία: ~η: αλιεία/δόμηση. ~η ανάπτυξη των προαστιακών περιοχών. Πβ. ανεξέλεγκτος, αυθαίρετος, χαοτικός, χαώδης.|| ~η: κοινωνία. Πβ. ακέφαλος, ακυβέρνητος.2. ΘΕΟΛ. που δεν έχει αρχή ούτε τέλος, δεν προέρχεται από κάπου, κυρ. για τον Θεό. Πβ. αιώνιος, άχρονος. ● επίρρ.: άναρχα:~ δομημένες περιοχές. [< αρχ. ἄναρχος]
αναρχοσυνδικαλισμός [ἀναρχοσυνδικαλισμός] α-ναρ-χο-συν-δι-κα-λι-σμός ουσ. (αρσ.): ΠΟΛΙΤ. τάση του συνδικαλισμού που εμπνέεται από τον αναρχισμό. [< γαλλ. anarchosyndicalisme, τέλη 19ου αι., αγγλ. anarcho-syndicalism, 1918]
αναρχοσυνδικαλιστής [ἀναρχοσυνδικαλιστής] α-ναρ-χο-συν-δι-κα-λι-στής ουσ. (αρσ.): ΠΟΛΙΤ. συνδικαλιστής που ασπάζεται τον αναρχισμό. [< γαλλ. anarchosyndicaliste]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.