Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • άνηθος [ἄνηθος] ά-νη-θος ουσ. (αρσ.) & άνηθο (το): ΒΟΤ. αρωματικό φυτό (επιστ. ονομασ. Anethum graveolens), που χρησιμοποιείται ως άρτυμα στη μαγειρική: φυλλαράκια ~ου. Ένα ματσάκι ~ο. Βλ. μαϊντανός. [< αρχ. ἄνηθον]

μαϊντανός

μαϊντανός μα-ϊ-ντα-νός ουσ. (αρσ.) 1. ΒΟΤ. ποώδες αρωματικό φυτό (επιστ. ονομασ. Petroselinum crispum), τα φύλλα του οποίου χρησιμοποιούνται ως καρύκευμα στη μαγειρική και σε σαλάτες: φρέσκος/ψιλοκομμένος ~. Σάλτσα ~ού. Ένα ματσάκι ~ό. Βλ. άνηθος, ρίγανη, σέλινο. ΣΥΝ. πετροσέλινο 2. (μτφ.-μειωτ.) πρόσωπο που εμφανίζεται πολύ συχνά στην τηλεόραση και εκφέρει άποψη πάνω σε οποιοδήποτε θέμα. Πβ. τηλε~. [< τουρκ. maydanoz]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.