Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 27 εγγραφές  [0-20]


  • άνω [ἄνω] ά-νω επίρρ. (λόγ.) ΑΝΤ. κάτω 1. (ως επίθ.) (ε)πάνω: η ~ πόλη/συνοικία (: που βρίσκεται πιο ψηλά, πιο μακριά). Η Άνω Πόλη. Βλ. υπερ~.|| (ΑΝΑΤ.) Η ~ γνάθος. Τα ~ άκρα (= τα χέρια). 2. (+ γεν.) περισσότερο από: Η θερμοκρασία διατηρείται ~ του μηδενός. Ηλικίες ~ των δεκαοκτώ. ● ΣΥΜΠΛ.: άνω (και) κάτω τελεία βλ. τελεία, Άνω Βουλή βλ. βουλή, άνω τελεία βλ. τελεία ● ΦΡ.: άνω ποταμών (λόγ.) 1. για κάτι που δεν μπορεί να γίνει ανεκτό: Τόσα λεφτά για έναν καφέ; Αυτό είναι ~ ~! 2. (σπάν.) για κάποιον που έχει ξεπεράσει τα όρια της ανοχής του, έχει εξοργιστεί: Έγινε ~ ~ και άρχισε να ουρλιάζει (πβ. εκτός εαυτού, έξω φρενών)., άνω-κάτω 1. για την ακαταστασία ενός χώρου: Το δωμάτιό σου είναι ~ ~, δεν θα το συμμαζέψεις; Οι δράστες έκαναν ~ ~ το διαμέρισμα. Πβ. ανάκατα, άρτζι μπούρτζι, φύρδην μίγδην. 2. για αναστάτωση, συνήθ. ψυχική: Έχει κάνει ~ ~ τη ζωή μου (: με έχει αναστατώσει). Πβ. κουλουβάχατα, μαντάρα. [< αρχ. ἄνω]
  • ανω- & ανώ- (λόγ.): α' συνθετικό λέξεων με τη σημασία του επάνω: ανω-δομή/~φέρεια. Ανώ-γι. ΑΝΤ. κατω-
  • ανώγειος , α/ος, ο [ἀνώγειος] α-νώ-γει-ος επίθ. (λόγ.): που βρίσκεται πάνω από το ισόγειο ή τη γη: ~α: κατοικία. ~ο: διαμέρισμα. Βλ. -γειος. ● Ουσ.: ανώγειο (το): υπερυψωμένο ισόγειο. [< μτγν. ἀνώγειον]
  • ανώγι & ανώι [ἀνώγι] α-νώ-γι ουσ. (ουδ.) (λαϊκό): τμήμα παραδοσιακού σπιτιού που βρίσκεται πάνω από το ισόγειο, ο επάνω όροφος: γραφικά ~ια. Βλ. κατώγι. ● ΦΡ.: ο καθένας/ο Μανόλης με τα λόγια χτίζει ανώγια και κατώγια βλ. λόγια [< μεσν. ανώγι(ν)]
  • ανωδομή [ἀνωδομή] α-νω-δο-μή ουσ. (θηλ.): ΟΙΚΟΔ. δομική κατασκευή ή τμήμα της που βρίσκεται πάνω από την επιφάνεια του εδάφους: θολωτή/μεταλλική/πλίνθινη ~. ~ ναού. Βλ. υπερδομή, υπερκατασκευή. ΑΝΤ. υποδομή (2) [< γαλλ. superstructure]
  • ανώδυνος , η, ο [ἀνώδυνος] α-νώ-δυ-νος επίθ. 1. που δεν προξενεί πόνο ή δεν καταπονεί τον οργανισμό: ~ος: θάνατος (βλ. ευθανασία). ~η: διαδικασία/εξέταση/επέμβαση. ~ες: θεραπείες.|| Γρήγορο και ~ο αδυνάτισμα. ΑΝΤ. επώδυνος (1), οδυνηρός (1) 2. (μτφ.) που δεν έχει αρνητικές επιπτώσεις, δεν προκαλεί έντονες συγκρούσεις ή αντιδράσεις: ~ος: συμβιβασμός/χωρισμός. ~η: ήττα. ~ες: λύσεις. ~ο και συναινετικό διαζύγιο. 3. (σπανιότ.-μτφ.) που δεν προκαλεί βλάβες ή παρενέργειες. Πβ. αβλαβής, ακίνδυνος. ● επίρρ.: ανώδυνα ● ΣΥΜΠΛ.: ανώδυνος τοκετός: ΙΑΤΡ. ψυχοσωματική προετοιμασία της εγκύου που περιλαμβάνει ειδικές ασκήσεις χαλάρωσης (π.χ. αναπνοής) κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και του τοκετού: μαθήματα ~ου ~ού. [< γαλλ. accouchement sans douleur] [< αρχ. ἀνώδυνος]
  • άνωθεν [ἄνωθεν] ά-νω-θεν επίρρ. (λόγ.) 1. από πάνω, ιδ. από ιεραρχικά ανώτερους ή από τον Θεό: Πρόκειται για λύση που επιβλήθηκε ~.|| (ως επίθ.) ~ εντολές/οδηγίες/πιέσεις. ~ βοήθεια (πβ. θεία, θεϊκή). Το ~ κείμενο (: που βρίσκεται πιο πάνω). Τα ~ αναφερόμενα ... Πβ. ανωτέρω, προηγουμένως, ύπερθεν.|| (ως ουσ.) Οι ~ μού υπαγόρευσαν τι να κάνω (= οι ανώτεροι, πβ. οι επάνω). ΑΝΤ. κάτωθεν (1) 2. (+ γεν.) πάνω από, πιο ψηλά από: ~ του δρόμου. Βλ. -θεν. [< αρχ. ἄνωθεν]
  • ανώι βλ. ανώγι
  • ανωκάσι [ἀνωκάσι] α-νω-κά-σι ουσ. (ουδ.) & πανωκάσι (λαϊκό): το πάνω τμήμα της κάσας, συνήθ. πόρτας. ΑΝΤ. κατωκάσι
  • ανωμαλία [ἀνωμαλία] α-νω-μα-λί-α ουσ. (θηλ.) {ανωμαλιών} 1. ΙΑΤΡ. οργανική βλάβη, δυσλειτουργία: ανατομική/γενετική/γονιδιακή/εγκεφαλική/ορμονική/σωματική ~. ~ της ηπατικής λειτουργίας/της όρασης (λ.χ. μυωπία)/του οργανισμού. Αναπτυξιακές/βιοχημικές/διαθλαστικές/καρδιακές/λειτουργικές/μεταβολικές/μορφολογικές/χρωμοσωμικές (π.χ. σύνδρομο ντάουν) ~ες. Πβ. διαταραχή. 2. (μτφ.) κάθε απόκλιση από τον κανόνα, τη νόρμα, από αυτό που θεωρείται φυσιολογικό: οικονομική/πολιτική/ψυχική (= ψυχ~) ~. Βαρυτικές/εσωτερικές/κλιματικές/μαγνητικές ~ες. Η ανυπόστατη φημολογία προκάλεσε ~ στην αγορά (πβ. ανα-στάτωση, -ταραχή). Το σύστημα λειτούργησε παρά την ~ που παρουσιάστηκε στο δίκτυο (πβ. ζημιά). Διαχειριστικές ~ες (πβ. παρατυπία).|| Σεξουαλικές ~ες. Βλ. βίτσιο, διαστροφή.|| (προφ.) Ε, ρε ~ που δέρνει τον κοσμάκη! 3. {συνήθ. στον πληθ.} (για επιφάνεια) απουσία ομαλότητας και κατ' επέκτ. ανώμαλος σχηματισμός: εγκάρσιες/εδαφικές ~ες. Αποκατάσταση ~ών στο οδόστρωμα. ΑΝΤ. ομαλότητα ● ΣΥΜΠΛ.: γενετική/συγγενής ανωμαλία: ΙΑΤΡ. που υπάρχει εκ γενετής: σπάνια/συχνή ~ ~. Συγγενείς ~ες των νεφρών/του ουροποιητικού συστήματος. Πρόληψη γενετικών ~ών σε νεογέννητα. [< αγγλ. congenital abnormality] ● ΦΡ.: (γίνεται) της ανωμαλίας (νεαν. αργκό): για πρόκληση μεγάλης αναστάτωσης: Στην παραλία γινόταν ~ ~, πατείς με πατώ σε! Πβ. χαμός. [< αρχ. ἀνωμαλία 1,2: γαλλ. anomalie, αγγλ. anomaly]
  • ανώμαλος , η, ο [ἀνώμαλος] α-νώ-μα-λος επίθ. ΑΝΤ. ομαλός 1. ΙΑΤΡ. που χαρακτηρίζεται από οργανική βλάβη, διαταραχή: ~ος: κύκλος (ενν. εμμηνορροϊκός)/πολλαπλασιασμός (των κυττάρων). ~η: ανάπτυξη (εμβρύου, ΣΥΝ. αφύσικη. ΑΝΤ. κανονική, φυσιολογική)/αύξηση (λίπους)/κυκλοφορία (αίματος). 2. (μτφ.) που παρεκκλίνει από τον κανόνα, τη νόρμα, το θεωρούμενο φυσιολογικό: ~η: εξέλιξη/κατάσταση (πβ. έκρυθμη, ταραγμένη)/συμπεριφορά. ~ο: μυαλό (πβ. αρρωστημένο, διεστραμμένο). Βλ. ψυχ~.|| (ΓΡΑΜΜ.) ~α: ρήματα. 3. που δεν είναι ομαλός, λείος: ~ος: σχηματισμός. ~η: επιφάνεια. ~ο: ανάγλυφο/έδαφος/οδόστρωμα/περίγραμμα/σχήμα (πβ. ακανόνιστο). ΑΝΤ. επίπεδος (1), στρωτός (1) ● Ουσ.: ανώμαλος, ανώμαλη (ο/η): πρόσωπο που παρουσιάζει παρεκκλίνουσα σεξουαλική συμπεριφορά (π.χ. βιαστής, επιδειξίας, παιδεραστής)· καταχρ. αλλοπρόσαλλος: Πβ. βιτσιόζος, διεστραμμένος.|| (οικ.-προφ.) Καλά ~ είσαι; Πήγες να κολυμπήσεις με τόσο κρύο; ● επίρρ.: ανώμαλα & (λόγ.) ανωμάλως ● ΣΥΜΠΛ.: ανώμαλη προσγείωση ΑΝΤ. ομαλή προσγείωση 1. (μτφ.) απότομη και οδυνηρή συνειδητοποίηση της πραγματικότητας λόγω απροσδόκητης αντιξοότητας: ~ ~ στην πραγματικότητα. 2. (για αεροσκάφος) η οποία οφείλεται συνήθ. σε δυσμενείς καιρικές συνθήκες ή σε μηχανική βλάβη. Πβ. αναγκαστική προσγείωση., ανώμαλος δρόμος & (προφ.) ανώμαλος: ΑΘΛ. που γίνεται σε ανώμαλο έδαφος, εκτός σταδίου: λαϊκός ~ ~. Σχολικοί αγώνες ~ου ~ου. Βλ. στίβος. [< 1,2: γαλλ. anormal, αγγλ. abnormal 3: αρχ. ἀνώμαλος]
  • ανώμοτος , ος/η, ο [ἀνώμοτος] α-νώ-μο-τος επίθ.: ΝΟΜ. που γίνεται χωρίς όρκο: ~ος/η: δήλωση. Υποχρεωτική ~η εξέταση. ΑΝΤ. ένορκος ● επίρρ.: ανωμοτί: Ψευδής ~ κατάθεση (πβ. ψευδορκία). [< αρχ. ἀνώμοτος]
  • ανωνυμία [ἀνωνυμία] α-νω-νυ-μί-α ουσ. (θηλ.) 1. μη γνωστοποίηση ή άγνοια του ονόματος κάποιου: ~ μαρτύρων/χρηστών (του διαδικτύου). Ιδιωτικότητα και ~. Εξασφάλιση και τήρηση της ~ας και της εμπιστευτικότητας. Θέλησε να διατηρήσει/κρατήσει την ~ του. Βλ. επ-, ψευδ-ωνυμία.|| (ΟΙΚΟΝ.) ~ μετόχων. 2. το να είναι κάποιος άσημος, άγνωστος: Παρέμεινε σ' όλη του τη ζωή στην ~ (πβ. αφάνεια). Βγήκε απ' την ~ (: έγινε διάσημος). Πβ. ασημότητα.|| Η ~ της πόλης (βλ. αποξένωση). Κρυμμένοι/χαμένοι μες στην ~ του πλήθους (: απροσωπία, απουσία οικειότητας). [< μτγν. ἀνωνυμία, γαλλ. anonymat, αγγλ. anonymity]
  • ανώνυμος , ος/η, ο [ἀνώνυμος] α-νώ-νυ-μος επίθ. {-ου (λόγ.) -ύμου} 1. (για πρόσ.) που το όνομά του δεν είναι γνωστό και καταχρ. που είναι άγνωστος στον πολύ κόσμο: ~ος: δωρητής/πληροφοριοδότης. (ως ουσ.) Έργο ~ύμου.|| ~ος: ήρωας (πβ. αφανής)/καλλιτέχνης (ΑΝΤ. διάσημος)/πολίτης/συγγραφέας (πβ. άσημος). ΑΝΤ. επώνυμος (1) 2. που προέρχεται από κάποιον ο οποίος δεν γνωστοποιεί την ταυτότητά του: ~η: ανακοίνωση/επιστολή (πβ. ανυπόγραφη)/καταγγελία/πληροφορία. ~ο: γράμμα/ερωτηματολόγιο/κείμενο/μήνυμα/τηλεφώνημα. ~ες απαντήσεις δεν θα ληφθούν υπόψη. Βλ. ινκόγκνιτο.|| (ΟΙΚΟΝ.) ~οι: τίτλοι (ΑΝΤ. ονομαστικοί). Βλ. -ώνυμος. ΑΝΤ. ενυπόγραφος ● επίρρ.: ανώνυμα & (λόγ.) ανωνύμως ● ΣΥΜΠΛ.: ανώνυμη αρτηρία: ΑΝΑΤ. βραχεία αρτηρία που ξεκινά από το αορτικό τόξο και χωρίζεται στην δεξιά κοινή καρωτίδα και τη δεξιά υποκλείδια αρτηρία. [< γαλλ. artère innominée, αγγλ. innominate artery] , ανώνυμο οστό: ΑΝΑΤ. καθένα από τα δύο μεγάλα πλευρικά οστά της πυέλου, που σχηματίζονται από τη συνένωση του λαγόνιου, του ισχιακού και του ηβικού οστού. [< γαλλ. os innominé ] , ανώνυμη εταιρεία βλ. εταιρεία & εταιρία, ανώνυμη μετοχή βλ. μετοχή [< αρχ. ἀνώνυμος, γαλλ. anonyme , αγγλ. anonymous]
  • ανώριμος , η, ο [ἀνώριμος] α-νώ-ρι-μος επίθ. ΑΝΤ. ώριμος 1. που δεν έχει ωριμάσει, που δεν είναι έτοιμος για κάτι· που χαρακτηρίζεται από έλλειψη σύνεσης και υπευθυνότητας: (για πρόσ.) ~α: παιδιά. Πνευματικά/συναισθηματικά ~. Αποδείχτηκε πιο ~ από την ηλικία του. (ΙΑΤΡ.-ΒΙΟΛ.) ~ος: εγκέφαλος (βρέφους). ~α: ωάρια.|| (για καρπό) ~ο: φρούτο (ΣΥΝ. αγίνωτο, άγουρο. ΑΝΤ. γινωμένο, μεστό).|| Είναι ακόμη ~ για γάμο και οικογένεια/να πάρει σοβαρές αποφάσεις (πβ. ανέτοιμος). Ανεύθυνος, ~ και επιπόλαιος.|| ~η: αντίδραση/σκέψη/συμπεριφορά (πβ. παιδαριώδης, βλ. παιδική). 2. (μτφ.) που δεν έχει εξελιχθεί πλήρως, δεν έχει πάρει την οριστική του μορφή: ~η: κοινωνία/σχέση. ~ες: συνθήκες (πβ. ακατάλληλες, απρόσφορες). ● επίρρ.: ανώριμα [< αγγλ.-γαλλ. immature]
  • ανωριμότητα [ἀνωριμότητα] α-νω-ρι-μό-τη-τα ουσ. (θηλ.): η ιδιότητα του ανώριμου: πνευματική/συναισθηματική ~. Συμπεριφορά που δείχνει/φανερώνει ~ (πβ. ανευθυνότητα). Κάνει ~ες (: ανοησίες, βλακείες, χαζομάρες).|| (ΙΑΤΡ.-ΒΙΟΛ.) ~ των αιμοσφαιρίων/του ανοσοποιητικού συστήματος.|| (μτφ.) Πολιτική ~ που αγγίζει τα όρια της αδιαφορίας. ΑΝΤ. ωριμότητα [< γαλλ. immaturité]
  • άνωση [ἄνωση] ά-νω-ση ουσ. (θηλ.): ΦΥΣ. ανοδική δύναμη που ασκείται σε ένα σώμα μέσα σε υγρό: δυναμική (πβ. άντωση)/στατική ~. Κέντρο ~ης (βλ. κέντρο βάρους). Βλ. βαρύτητα. [< γερμ. Auftrieb]
  • ανωτατοποίηση [ἀνωτατοποίηση] α-νω-τα-το-ποί-η-ση ουσ. (θηλ.) (λόγ.): αναβάθμιση ανώτερου εκπαιδευτικού ιδρύματος σε ανώτατο και γενικότ. προαγωγή: ~ σχολών/των ΤΕΙ. Βλ. -ποίηση.
  • ανώτατος , η, ο [ἀνώτατος] α-νώ-τα-τος επίθ. {(λόγ.) θηλ. -άτη} ΑΝΤ. κατώτατος 1. που βρίσκεται στην πιο υψηλή βαθμίδα, κατέχει ιεραρχικά την υψηλότερη θέση: ~η: αξία (= υπέρτατη, ύψιστη)/διάκριση/εκπαίδευση (: πανεπιστήμιο, πολυτεχνείο· βλ. ανώτερη, μέση, πρωτοβάθμια)/εξουσία/σχολή. ~ο: (μισθολογικό) κλιμάκιο (= καταληκτικό). ~ο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα (ΑΕΙ). Προαγωγή στον ~ο βαθμό.|| ~ος: αξιωματούχος/δικαστικός/λειτουργός. ~ο: όργανο/στέλεχος. Απέκτησε γνωριμίες στα ~α στρώματα της κοινωνίας.|| Το ~ο Ον (= ο Θεός). 2. που βρίσκεται στο υψηλότερο σημείο ποσοτικά, τοπικά ή ποιοτικά: ~ος: αριθμός (εισακτέων)/βαθμός (αξιολόγησης)/μισθός. ~η: σύνταξη/ταχύτητα (= μέγιστη)/τιμή/χρέωση. ~ο: επίπεδο (επικινδυνότητας)/όριο/ποσό/ποσοστό/ύψος.|| Τα ~α στρώματα του φλοιού της Γης.|| ~η: μόρφωση. Σπουδές ~άτου επιπέδου. ● ΣΥΜΠΛ.: Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο βλ. δικαστήριο, Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού βλ. συμβούλιο, ανώτατος/ανώτερος/κατώτερος αξιωματικός βλ. αξιωματικός [< αρχ. ἀνώτατος, γαλλ. suprême]
  • ανώτερος , η, ο [ἀνώτερος] α-νώ-τε-ρος επίθ. {(λόγ.) αρσ.-ουδ. -έρου, (λόγ.) θηλ. -έρα, -έρας | (λόγ.) -έρων, (λόγ.) αρσ. -έρους} ΑΝΤ. κατώτερος 1. που βρίσκεται σε υψηλότερο επίπεδο από κάποιον ή κάτι άλλο, κατέχει ιεραρχικά υψηλότερη θέση: ~η: εκπαίδευση (βλ. ανώτατη, μέση, πρωτοβάθμια)/μόρφωση/σχολή. ~α Μαθηματικά. Ο άνθρωπος έχει ανάγκη να πιστεύει σε μια ~η δύναμη (πβ. θεϊκή)/(+ β΄όρο σύγκρισης) σε κάτι ~ο από αυτόν. (ως ουσ.) Η ~έρα (: τάξη στο ωδείο).|| ~ος: δικαστικός/διπλωμάτης/κλήρος/λειτουργός/υπάλληλος. ~ο: αξίωμα (= μεγαλύτερο)/στέλεχος. (+ άρθ.) Κατέχει τον ~ο (= ύψιστο) βαθμό στο στράτευμα. Ανήκει στα ~α κοινωνικά στρώματα (βλ. αριστοκρατία, ελίτ). (ως ουσ.) Υπακοή στους ~έρους. 2. που βρίσκεται σε υψηλότερο σημείο τοπικά, ποσοτικά ή ποιοτικά: στα ~α στρώματα της ατμόσφαιρας.|| (+ άρθ.) Το ~ο ποσό σύνταξης που χορηγείται ... (πβ. μέγιστο).|| ~α ιδανικά (πβ. ευγενή, υψηλά). Παλεύει για έναν ~ο σκοπό. Ελαιόλαδο ~ης ποιότητας (= εκλεκτό, εξαιρετικό). 3. ΒΙΟΛ. για ζωικό ή φυτικό οργανισμό που βρίσκεται σε προηγμένο εξελικτικό στάδιο: ~α: θηλαστικά. ● επίρρ.: ανώτερα ● ΣΥΜΠΛ.: ανώτερος άνθρωπος: που αντιμετωπίζει μια δύσκολη κατάσταση με ηθική υπεροχή, αξιοπρέπεια: Επειδή είμαι ~ ~, δεν θα το σχολιάσω. Πβ. αξιοπρεπής. ΑΝΤ. αναξιοπρεπής, μικροπρεπής, ανώτατος/ανώτερος/κατώτερος αξιωματικός βλ. αξιωματικός, ανωτέρα βία βλ. βία ● ΦΡ.: και/κι εις ανώτερα (λόγ.-ευχετ.) & (προφ.) και σ' ανώτερα: για ακόμη μεγαλύτερη επιτυχία ή πρόοδο: Συγχαρητήρια για το πτυχίο σου, ~ ~! , κλάσεις ανώτερος βλ. κλάση2 [< αρχ. ἀνώτερος, γαλλ. supérieur]

ανώγι & ανώι

ανώγι & ανώι [ἀνώγι] α-νώ-γι ουσ. (ουδ.) (λαϊκό): τμήμα παραδοσιακού σπιτιού που βρίσκεται πάνω από το ισόγειο, ο επάνω όροφος: γραφικά ~ια. Βλ. κατώγι. ● ΦΡ.: ο καθένας/ο Μανόλης με τα λόγια χτίζει ανώγια και κατώγια βλ. λόγια [< μεσν. ανώγι(ν)]

αξιωματικός

αξιωματικός [ἀξιωματικός] α-ξι-ω-μα-τι-κός ουσ. (αρσ. + θηλ.) 1. ΣΤΡΑΤ. βαθμοφόρος των Ενόπλων Δυνάμεων (Στρατού Ξηράς, Πολεμικού Ναυτικού και Πολεμικής Αεροπορίας) ή των Σωμάτων Ασφαλείας (Λιμενικού, Αστυνομίας και Πυροσβεστικής): απόστρατος/έφεδρος/ιπτάμενος ~. ~ Πυροβολικού/υπηρεσίας. ~ εν ενεργεία. Βλ. υπ~. 2. {μόνο στο αρσ.} (στο σκάκι) πιόνι που μπορεί να κινηθεί μόνο διαγωνίως, πάνω από τετράγωνα του ίδιου χρώματος. Πβ. τρελός. ● ΣΥΜΠΛ.: ανώτατος/ανώτερος/κατώτερος αξιωματικός: ΣΤΡΑΤ. που βρίσκεται στην πρώτη, τη δεύτερη ή την τρίτη αντίστοιχα βαθμίδα της ιεραρχίας. , δόκιμος αξιωματικός βλ. δόκιμος [< μτγν. ἀξιωματικός ‘αξιωματούχος’, γαλλ. officier]

αριστοκρατία

αριστοκρατία [ἀριστοκρατία] α-ρι-στο-κρα-τί-α ουσ. (θηλ.) 1. ανώτερη κοινωνική τάξη προσώπων που κατέχουν ιδιαίτερα προνόμια, συνήθ. λόγω καταγωγής ή χρημάτων: αστική/κληρονομική/στρατιωτική/(ΙΣΤ.) φεουδαρχική ~. Η ~ του νησιού/τόπου (πβ. αρχοντολόι, ευγενής). Η ~ των γαιοκτημόνων/του πλούτου (= πλουτοκρατία). Στους κύκλους της ~ας (πβ. στα σαλόνια). Πβ. υψηλή/καλή κοινωνία, τζετ σετ. Βλ. λαουτζίκος, πλέμπα, προλεταριάτο.|| Εργατική ~ (: προνομιακό τμήμα της εργατικής τάξης, το οποίο απαρτίζεται από υψηλόμισθους εργαζομένους ή/και συνδικαλιστές). 2. ελίτ, αφρόκρεμα, ανθός: η ~ της διανόησης/του πνεύματος/της τέχνης.|| (ειρων.) Βαριά ~. Πβ. ανφάν γκατέ. 3. ΙΣΤ. μορφή διακυβέρνησης σύμφωνα με την οποία την υπέρτατη εξουσία κατέχει μικρός αριθμός προσώπων και ιδ. μια τάξη ευγενών με κληρονομικά προνόμια. Βλ. κεφαλαιοκρατία, -κρατία. [< 1,2: γαλλ. aristocratie, αγγλ. aristocracy 3: αρχ. ἀριστοκρατία]

βαρύτητα

βαρύτητα βα-ρύ-τη-τα ουσ. (θηλ.) 1. ΦΥΣ. η ελκτική δύναμη που αναπτύσσεται μεταξύ των σωμάτων: η γήινη ~. Επιτάχυνση/κέντρο (= βαρύκεντρο) της ~ας. Ο νόμος της ~ας. Βλ. αντι~, μικρο~.|| Θαλάσσια κύματα ~ας (= τσουνάμι). 2. (μτφ.) σημασία, σπουδαιότητα: η ~ των εξελίξεων/μιας κατάστασης (= κρισιμότητα, σοβαρότητα). Λόγια με ~ (= βάρος, κύρος). Τα επιχειρήματά του δεν έχουν καμία ~ (= αξία). Δίνεται ~ στην ποιότητα των δραστηριοτήτων. Πβ. βαρύνουσα σημασία.|| (ΠΑΙΔΑΓ.) Μαθήματα αυξημένης/με συντελεστή ~ας. Βλ. -ύτητα. ● ΣΥΜΠΛ.: έλλειψη βαρύτητας: ΦΥΣ. εκμηδένιση της βαρύτητας και των επιδράσεών της (στο Διάστημα): εκπαίδευση σε συνθήκες ~ης ~. (σε διαστημόπλοιο) Οι αστροναύτες αιωρούνται λόγω ~ης ~. ● ΦΡ.: δίνω βαρύτητα (σε κάτι) (μτφ.): δίνω σημασία, προσοχή: ~ ~ στη γνώμη/στην κριτική του. Δώσε ιδιαίτερη ~ στα εξής σημεία: ... Ειδική ~ δόθηκε στο θέμα του ... [< αρχ. βαρύτης, γαλλ. gravité, αγγλ. gravity]

βια

βια ουσ. (θηλ.) (λαϊκό-λογοτ.): βιασύνη. ΣΥΝ. βιάση [< αρχ. βία με συνίζηση]

βίτσιο

βίτσιο βί-τσιο ουσ. (ουδ.) (προφ.): κάθε ιδιόρρυθμη συμπεριφορά ή επιθυμία· ειδικότ. σεξουαλική διαστροφή: Έχει ~ με ... Έχει το ~ να ... Βλ. ανωμαλία, σακατιλίκι. [< μεσν. βίτσιον < ιταλ. vizio]

βουλή

βουλή βου-λή ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. Β) 1. ΠΟΛΙΤ. (στο δημοκρατικό πολίτευμα) αντιπροσωπευτικό συλλογικό πολιτικό όργανο που ασκεί τη νομοθετική εξουσία και τον κοινοβουλευτικό έλεγχο· κατ' επέκτ. οι βουλευτές: αποφάσεις/οι Επιτροπές/η ημερήσια διάταξη/το κανάλι/οι κανονισμοί/η ολομέλεια/τα όργανα/τα πρακτικά/το Προεδρείο/ο Πρόεδρος της ~ής (των Ελλήνων). Οι αρμοδιότητες της ~ής (: κυρ. ψήφιση Συντάγματος και προϋπολογισμού, εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας και αιρετών οργάνων, παροχή ψήφου εμπιστοσύνης, άσκηση οιωνεί δικαστικών καθηκόντων, απόφαση για διενέργεια δημοψηφίσματος). Διάλυση/σύγκληση/συνεδρίαση της ~ής. Διακοπή/έναρξη/λήξη των εργασιών της ~ής. Επερώτηση/ομιλία/παρέμβαση στη ~. Τροπολογία που συζητείται στη ~. (για υποψήφιο βουλευτή:) Έμεινε εκτός ~ής (ΑΝΤ. Μπήκε στη ~ = εκλέχθηκε). Το νομοσχέδιο ήρθε για/προς ψήφιση στη ~.|| Η ~ απέρριψε/ενέκρινε/ψήφισε την πρόταση νόμου. Βλ. ευρω~. ΣΥΝ. κοινοβούλιο 2. (συνεκδ.) το αντίστοιχο κτίριο: διαδήλωση/συγκέντρωση στη/έξω από τη ~. βουλές (οι) (λόγ.): επιθυμίες, σκέψεις: ανεξιχνίαστες οι ~ τους. ● ΣΥΜΠΛ.: Άνω Βουλή: ΠΟΛΙΤ. το ανώτερο από τα δύο νομοθετικά σώματα ξένων χωρών, τα μέλη του οποίου διορίζονται βάσει κληρονομικού δικαιώματος ή εκλέγονται με έμμεση ψηφοφορία (δηλ. η Γερουσία και η Βουλή των Λόρδων). [< αγγλ. Upper House] , Βουλή των Εφήβων: ετήσιο εκπαιδευτικό πρόγραμμα της Βουλής των Ελλήνων, στο οποίο συμμετέχουν, ύστερα από επιλογή, μαθητές της Β' Λυκείου από την Ελλάδα, την Κύπρο και τα ελληνικά σχολεία του εξωτερικού: σύνοδος της ~ής ~., Κάτω Βουλή: ΠΟΛΙΤ. το κατώτερο από τα δύο νομοθετικά σώματα ξένων χωρών, τα μέλη του οποίου εκλέγονται άμεσα από τον λαό (δηλ. η Βουλή των Αντιπροσώπων, η Βουλή των Κοινοτήτων και η Εθνοσυνέλευση). [< αγγλ. Lower House] , Αναθεωρητική Βουλή βλ. αναθεωρητικός, Βουλή των Κοινοτήτων βλ. κοινότητα, Βουλή των Λόρδων βλ. λόρδος, Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας (της Βουλής) βλ. θεσμός, Συντακτική/Συνταγματική Βουλή βλ. συντακτικός, τμήμα (θερινών) διακοπών της Βουλής βλ. διακοπές ● ΦΡ.: άλλαι μεν βουλαί ανθρώπων, άλλα δε Θεός κελεύει (γνωμ.-αρχαιοπρ.): οι ανθρώπινες επιθυμίες ή προσδοκίες ανατρέπονται από τη θεϊκή βούληση και γενικότ. από την πραγματικότητα., άγνωσται αι βουλαί/άγνωστες οι βουλές του Κυρίου/του Υψίστου βλ. άγνωστος [< αρχ. βουλή, γαλλ. Parlement, αγγλ. Parliament]

-γειος

-γειος, α, ο: λεξικό επίθημα επιθέτων ή ουσιαστικών που αναφέρονται στη γη: επί~/ισό~/υπέρ~/υπό~.|| Ανώ-/από-γειο. Η Μεσό~/υδρό~.

δικαστήριο

δικαστήριο δι-κα-στή-ρι-ο ουσ. (ουδ.) ΝΟΜ. 1. (συχνά με κεφαλ. Δ) κρατικό όργανο απονομής δικαιοσύνης· περιληπτ. οι δικαστικοί λειτουργοί (δικαστές και εισαγγελείς) που δικάζουν μια υπόθεση και συνεκδ. το σχετικό κτίριο: αναθεωρητικό/αναιρετικό/αρμόδιο/αστικό/δευτεροβάθμιο/διοικητικό (: για διαφορές ανάμεσα στο κράτος και τον πολίτη)/εκκλησιαστικό/έκτακτο/μικτό/ομοσπονδιακό/ορκωτό/ποινικό/πολιτικό (: για ιδιωτικές διαφορές)/πρωτοβάθμιο/στρατιωτικό (πβ. στρατοδικείο)/τακτικό ~. ~ ανηλίκων. Γραμματέας/μέλη/πρόεδρος ~ου. Η υπόθεση έφτασε στα ~α.|| Το ~ άγεται στην κρίση/στο συμπέρασμα ότι ... Το ~ απαλλάσσει από τις κατηγορίες/καταδικάζει τον κατηγορούμενο. Το ~ απέρριψε/έκανε δεκτή την ένσταση. Το ~ αποσύρεται/αποφαίνεται/αποφασίζει/ασκεί τη δικαιοδοσία του/συνεδριάζει/συνέρχεται. Προς το σεβαστό ~ … Κατέθεσε/παρουσιάστηκε ενώπιον του ~ίου.|| (μτφ.) Το ~ της κοινής γνώμης/του κόσμου. Τηλεοπτικό ~ (= τηλεδικείο).|| Tα ~α (: συγκρότημα κτιρίων). Πβ. ο ναός της Δικαιοσύνης/της Θέμιδος. Bλ. Άρειος Πάγος, Ελεγκτικό Συνέδριο, Συμβούλιο της Επικρατείας, -τήριο. 2. (συνεκδ.) δικαστική υπόθεση, δίκη: Κερδίζω/χάνω το ~. Το ~ αναβλήθηκε. ● ΣΥΜΠΛ.: Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο: που εκδικάζει ενστάσεις κατά του κύρους των βουλευτικών εκλογών, κρίνει για την έκπτωση από το βουλευτικό αξίωμα, αίρει συγκρούσεις μεταξύ δικαστηρίων και διοικητικών Αρχών. [< γερμ. Oberster Sondergerichtshof] , Διαιτητικό Δικαστήριο: που ασκεί διαιτησία. [< γερμ. Schiedsgericht] , Διεθνές Δικαστήριο (της Χάγης): δικαστικό όργανο του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών., δικαστήριο της ουσίας: που εξετάζει τα πραγματικά περιστατικά κάθε υπόθεσης, με όλα τα αποδεικτικά στοιχεία., Οργανισμός Δικαστηρίων: οι (γραπτοί) κανόνες δικαίου που ρυθμίζουν τα σχετικά με τη συγκρότηση, οργάνωση και λειτουργία των δικαστηρίων., Ακυρωτικό Δικαστήριο βλ. ακυρωτικός, Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, βλ. ευρωπαϊκός, Ευρωπαϊκό Δικαστήριο βλ. ευρωπαϊκός, λαϊκό δικαστήριο βλ. λαϊκός, Συνταγματικό Δικαστήριο βλ. συνταγματικός ● ΦΡ.: έχω δικαστήριο (προφ.): πρέπει να παραστώ σε δίκη (ως δικαστής, διάδικος, κατήγορος, συνήγορος)., οδηγώ/πηγαίνω/σέρνω/στέλνω/τραβάω/τρέχω (κάποιον) στο δικαστήριο/στα δικαστήρια (προφ.): κάνω αγωγή ή μήνυση σε κάποιον. [< αρχ. δικαστήριον, γαλλ. tribunal]

επ-

επ- βλ. επι-

εταιρεία & εταιρία

εταιρεία & εταιρία [ἑταιρεία] ε-ται-ρεί-α ουσ. (θηλ.) {εταιρει-ών} 1. ΝΟΜ.-ΟΙΚΟΝ. σύμβαση ιδιωτικού δικαίου μεταξύ προσώπων, με την οποία επιδιώκουν κοινό σκοπό, κυρ. οικονομικό, με αμοιβαίες (υλικές) εισφορές· ιδ. η ένωση που προκύπτει από αυτή: αεροπορική (πβ. αερογραμμή)/ακτοπλοϊκή/βιομηχανική/διαφημιστική/δισκογραφική/δημόσια/θυγατρική/κοινή/κρατική/μεταφορική/ναυτιλιακή/πλοιοκτήτρια/(πολυ)εθνική/τουριστική ~. ~ εισαγωγών-εξαγωγών/καλλυντικών/(κινητής/σταθερής) τηλεφωνίας. ~ λαϊκής βάσης. ~ εισηγμένη στο χρηματιστήριο. Δυναμικά αναπτυσσόμενη/νεοσύστατη ~. ~ Ύδρευσης και Αποχέτευσης (Ε.ΥΔ.Α.Π.). Εμπορικό σήμα/ίδρυση/καταστατικό/μετοχικό κεφάλαιο/πελάτες/πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος/στελέχη ~ας. Ανταγωνίστριες/δημοτικές/εγχώριες/επώνυμες (= γνωστές)/ξένες/συνδεδεμένες/συνεργαζόμενες/φαρμακευτικές ~ες. ~ες δημοσκοπήσεων/τηλεπικοινωνιών. Δίκαιο (= εταιρικό)/δίκτυο/κοινοπραξία/λογιστική/όμιλος/συγχωνεύσεις ~ών. Η ~ δραστηριοποιείται στον χώρο .../χρεωκόπησε. Το έργο ανέλαβε ιδιωτική ~. Βλ. οίκος, τραστ, φίρμα.|| (συνεκδ. το αντίστοιχο κτίριο) Οι αποθήκες της ~ας. ΣΥΝ. επιχείρηση (1) 2. (γενικότ.) (με κεφαλ. το αρχικό Ε) ένωση ατόμων με κοινούς στόχους και επιδιώξεις, τα οποία δεν αποβλέπουν σε οικονομικά οφέλη: Ελληνική Αντικαρκινική/Ελληνική Λαογραφική/Ελληνική Μαθηματική/Φιλεκπαιδευτική ~. Η Εν Αθήναις Αρχαιολογική ~. ~ Μακεδονικών Σπουδών. Επιστημονικές ~ες. Πβ. σύλλογος, σύνδεσμος, σωματείο.|| (με μικρό ε) ~ δολοφόνων (πβ. σπείρα, συνδικάτο). ● ΣΥΜΠΛ.: ανώνυμη εταιρεία & ανώνυμος εταιρεία (ακρ. ΑΕ): εμπορική κεφαλαιουχική εταιρεία της οποίας το κεφάλαιο διαιρείται σε μετοχές και όλοι οι εταίροι (μέτοχοι) ευθύνονται μόνο μέχρι του ποσού της εισφοράς τους (περιορισμένη ευθύνη): εκδοτική ~ ~. ~ ~ με την επωνυμία ... [< γαλλ. société anonyme] , αστική εταιρεία: που δεν αποτελεί νομικό πρόσωπο, αλλά οι εταίροι της μπορούν να της δώσουν νομική προσωπικότητα, μετατρέποντάς την σε εμπορική εταιρεία ή σωματείο: ~ ~ μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα., εμπορική εταιρεία: ένωση προσώπων ιδιωτικού δικαίου για επίτευξη κοινού εμπορικού (οικονομικού) σκοπού με αμοιβαίες υποχρεώσεις των μελών της., εταιρεία περιορισμένης ευθύνης (ακρ. ΕΠΕ): εμπορική εταιρεία κεφαλαίου με νομική προσωπικότητα, της οποίας τα μέλη δεν ευθύνονται προσωπικά για τις υποχρεώσεις της και το κεφάλαιό της διαιρείται σε ισότιμα μερίδια: ιδιωτική ~ ~ με εγγύηση/μετοχές. [< γαλλ. societé à responsabilité limitée] , εταιρεία συμμετοχών & συμμετοχική/αφανής εταιρεία: εταιρεία χωρίς νομική υπόσταση και εταιρική επωνυμία, στις συναλλαγές της οποίας φαίνεται το όνομα του ενός μόνο από τους συμμετέχοντες κατά κύριο λόγο. [< γαλλ. société en participation] , προσωπική εταιρεία: εμπορική εταιρεία στην οποία η επιδίωξη του εταιρικού σκοπού στηρίζεται στην προσωπική συμβολή των εταίρων., Φιλική Εταιρεία: ΙΣΤ. μυστική οργάνωση η οποία ιδρύθηκε το 1814 με σκοπό την προετοιμασία της επανάστασης των Ελλήνων εναντίον των Τούρκων: κατήχηση/οι μυημένοι στη ~ ~., ασφαλιστική (εταιρεία) βλ. ασφαλιστικός, εκκαθάριση εταιρείας/επιχείρησης βλ. εκκαθάριση, εξωχώρια εταιρεία βλ. εξωχώριος, εταιρεία χαρτοφυλακίου βλ. χαρτοφυλάκιο, ετερόρρυθμη εταιρεία βλ. ετερόρρυθμος, κατασκευαστική/κατασκευάστρια εταιρεία βλ. κατασκευαστικός, κεφαλαιουχική εταιρεία βλ. κεφαλαιουχικός, μητρική εταιρεία βλ. μητρικός1, μυστική εταιρεία βλ. μυστικός, ομόρρυθμη εταιρεία βλ. ομόρρυθμος [< αρχ. ἑταιρεία & ἑταιρία, γαλλ. compagnie, société, αγγλ. company]

-θεν

-θεν (λόγ.) & (διαλεκτ.-λαϊκό) -θε: επίθημα τοπικών επιρρημάτων που δηλώνουν 1. θέση ή προέλευση: εκατέρω-θεν/έμπροσ-θεν. Πανταχό-θεν (πβ. ολού-θε). Μητρό-/πατρό-θεν.|| (σε έκφρ.) Έν-θεν κακεί-θεν.|| Άλλο-θεν (κ. αλλού-θε). Πάνω-θε/πού~ (πβ. πό-θεν). 2. χρονική αφετηρία: ανέκα-θεν/εντεύ~. Παιδιό-θεν/παλαιό~. 3. (σπάν.) κατεύθυνση: (έκφρ.) Δώ-θε και κεί-θε.

ινκόγκνιτο

ινκόγκνιτο [ἰνκόγκνιτο] ιν-κό-γκνι-το επίρρ. & (σπάν.) ινκόγνιτο & ιγκόγνιτο & ιγκόγκνιτο: (συνήθ. για επίσημο ή διάσημο πρόσωπο) με απόλυτη μυστικότητα: Κυκλοφορώ/ταξιδεύω ~. Ο μεγάλος σταρ επισκέφτηκε ~ την Αθήνα. Πβ. ανεπίσημα, ανώνυμα, ιδιωτικά, κρυφά, μυστικά.|| (σπάν. ως ουσ.) Σεβόμενοι το ~ του συγγραφέα (πβ. ανωνυμία). [< ιταλ.-γαλλ. incognito]

κατώγι & κατώι

κατώγι & κατώι κα-τώ-γι ουσ. (ουδ.) (λαϊκό): (ημι)υπόγειο ή ισόγειο παραδοσιακού σπιτιού, που λειτουργούσε συνήθ. ως αποθήκη ή κελάρι. Βλ. ανώγι. ● ΦΡ.: ο καθένας/ο Μανόλης με τα λόγια χτίζει ανώγια και κατώγια βλ. λόγια [< μεσν. κατώι]

κέντρο

κέντρο κέ-ντρο ουσ. (ουδ.) 1. μέρος, περιοχή συγκέντρωσης πληθυσμού και εκδήλωσης ιδιαίτερης κινητικότητας· χώρος ανάπτυξης δραστηριοτήτων, παροχής υπηρεσιών ή ελέγχου και συντονισμού δράσεων· (κυρ. σε ακρ.) ίδρυμα, οργανισμός, υπηρεσία: οικιστικό/παραθεριστικό/τουριστικό ~. Ζω/κατεβαίνω/μένω στο ~ (ενν. της πόλης).|| Διοικητικό/ενεργειακό/επιστημονικό/οικονομικό/πολιτιστικό ~. Η γενέτειρά του αποτελεί διεθνές/σημαντικό βιομηχανικό/καλλιτεχνικό/ναυτιλιακό ~. Τα ~α του Ελληνισμού/της Ορθοδοξίας. Πβ. πυρήνας.|| Αθλητικό/διαγνωστικό/εκθεσιακό/ερευνητικό (: ~ Ερευνών)/θεραπευτικό/συμβουλευτικό/υγειονομικό/φωτογραφικό/χιονοδρομικό ~. ~ αδυνατίσματος/αισθητικής/απεξάρτησης/εκπαίδευσης/επαγγελματικής κατάρτισης/λογοθεραπείας/ξένων γλωσσών/πληροφόρησης/τύπου/φυσικοθεραπείας (πβ. ινστιτούτο). Μηχανογραφικό/τηλεφωνικό/υπολογιστικό ~. ~ διαλογής (των ΕΛ.ΤΑ.)/εξουσίας/επιχειρήσεων. Βλ. τηλε~.|| Εξειδικευμένο ~ μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα. 2. σημείο στο μέσο (περίπου) ενός χώρου: το ~ της αίθουσας/της Γης/της πλατείας/του στόχου. Πβ. μέση. ΑΝΤ. άκρο.|| (ΓΕΩΜ.) ~ κύκλου/σφαίρας (: που ισαπέχει από όλα τα σημεία της περιφέρειας). ~ συμμετρίας (ενός σχήματος). Βλ. έκ-, ορθό-, παρά-, περί-κεντρο.|| (ΦΥΣ.) ~ αιώρησης/άνωσης (βλ. μετάκεντρο)/δύναμης/έλξης/μάζας/ταλάντωσης. 3. (μτφ.) επίκεντρο: το ~ της συζήτησης. Νομίζει ότι είναι το ~ του κόσμου/Σύμπαντος. 4. ΠΟΛΙΤ. (με κεφαλ. Κ) ο πολιτικός και ιδεολογικός χώρος μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς. Βλ. κεντρώος. 5. ΙΑΤΡ. τμήμα του εγκεφάλου όπου εδράζεται κάποια λειτουργία του οργανισμού: ακουστικό/αναπνευστικό/κινητικό/νευρικό ~. Το ~ του λόγου/της όρασης. Το ~ της συνείδησης. ΣΥΝ. έδρα (8) 6. ΑΘΛ. (συνήθ. στο ποδόσφαιρο) το μεσαίο τμήμα του γηπέδου· συνεκδ. οι παίκτες που παίζουν κοντά στη μεσαία γραμμή: Σούταρε από το ~ (πβ. σέντρα). Παίζει ~ (βλ. μέσος, χαφ).|| Η ομάδα έχει δυνατό ~. 7. & κέντρο διασκέδασης/διασκεδάσεως: μαγαζί που λειτουργεί συνήθ. νύχτα και προσφέρει ψυχαγωγία με μουσική, ποτό ή/και φαγητό: νυχτερινό ~. Γλέντι/εκδήλωση σε ~ με ζωντανό πρόγραμμα. Πβ. διασκεδαστήριο. Βλ. μπαρ, μπουζούκια, ξενυχτάδικο, πίστα, ρεμπετάδικο. ● Υποκ.: κεντράκι (το): στη σημ. 7. ● ΣΥΜΠΛ.: αστικό κέντρο {συνήθ. στον πληθ.}: μεγάλη και πυκνοκατοικημένη περιοχή, στην οποία ανήκουν διοικητικά μικρότερες περιφέρειες. Πβ. πόλη. [< γαλλ. centre urbain] , εμπορικό κέντρο 1. κτιριακό συγκρότημα όπου συστεγάζονται κυρ. καταστήματα. Πβ. εμπορικό πάρκο. 2. πόλη ή περιοχή με μεγάλη εμπορική δραστηριότητα. Βλ. αγορά. [< γαλλ. centre commercial , 1960] , Εργατικό Κέντρο: δευτεροβάθμιο συνδικαλιστικό όργανο στο οποίο ανήκουν τα εργατικά σωματεία μιας πόλης, ενός νομού., ιστορικό κέντρο: το παλαιότερο τμήμα μιας πόλης που βρίσκεται συνήθ. στο κέντρο της: ανάδειξη/ανάπλαση του ~ού ~ου., κέντρα λήψης αποφάσεων & κέντρα αποφάσεων: ΠΟΛΙΤ. όργανα εξουσίας με αρμοδιότητα τον καθορισμό της δράσης ποικίλων φορέων σε τοπικό, εθνικό ή διεθνές επίπεδο: ξένα/οικονομικά/πολιτικά ~ ~. ~ ~ της Ευρωπαϊκής Ένωσης., κέντρο απόκεντρο: τοποθεσία που βρίσκεται κοντά στο κέντρο πόλης, αλλά δεν επηρεάζεται από τα μειονεκτήματά του (κίνηση, θόρυβο, νέφος): διαμέρισμα/οικόπεδο ~ ~., κέντρο βάρους 1. ΦΥΣ. το σημείο εφαρμογής της συνισταμένης των ελκτικών δυνάμεων που ασκούνται από τη Γη σε όλα τα σημεία ενός σώματος: υψηλό/χαμηλό ~ ~. ~ ~ οχήματος/πλοίου. Βλ. βαρύκεντρο, βαρύτητα. 2. (μτφ.) πεδίο, τομέας στον οποίο δίνεται πολύ μεγάλη βαρύτητα: το ~ ~ της ανάπτυξης/της έρευνας/της ομιλίας/του προβληματισμού/της προσπάθειας/της συζήτησης. Μετατόπισε/μετέφερε το ~ ~ από ... στο ... Πβ. επίκεντρο., παιχνίδι κέντρου: ΑΘΛ. (κυρ. στο ποδόσφαιρο) όταν η μπάλα παίζεται κοντά στη μεσαία γραμμή του γηπέδου: Με ~ ~ κράτησαν το υπέρ τους αποτέλεσμα., πνευματικό κέντρο 1. ίδρυμα που οργανώνει και διεξάγει επιμορφωτικές και πολιτιστικές εκδηλώσεις· συνεκδ. το κτίριο που στεγάζεται: ενοριακό/καλλιτεχνικό ~ ~. Αθλητικό και ~ ~.|| Μουσική εκδήλωση στο ~ ~ του δήμου ... 2. πόλη με πολιτιστική ακτινοβολία., βλαβοληπτικό κέντρο βλ. βλαβοληπτικός, εκλογικό κέντρο βλ. εκλογικός, εξεταστικό κέντρο βλ. εξεταστικός, Κέντρο (Εκπαίδευσης) Νεοσυλλέκτων βλ. νεοσύλλεκτος, κέντρο αναφοράς βλ. αναφορά, Κέντρο Διερχομένων βλ. διέρχομαι, Κέντρο Εξυπηρέτησης Πολιτών βλ. εξυπηρέτηση, Κέντρο Υγείας βλ. υγεία ● ΦΡ.: χτύπησε κέντρο (μτφ.-προφ.): πέτυχε τον στόχο, είχε επιτυχία: ~ ~ με αυτή του τη δουλειά. Πβ. ευστοχώ., στο επίκεντρο/στο κέντρο του ενδιαφέροντος/της προσοχής βλ. ενδιαφέρον [< μτγν. κέντρον, γαλλ. centre, αγγλ. center, γερμ. Zentrum]

κλάση2

κλάση2 κλά-ση ουσ. (θηλ.) 1. σύνολο ομοειδών αντικειμένων· τάξη, κατηγορία: (ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ.) δασμολογικές ~εις. Ασφαλιστικές ~εις των αμειβόμενων μισθωτών.|| (ΜΑΘ.) ~ υπολοίπων.|| Οχήματα/προϊόντα/σκάφος ~ης ... Πβ. είδος, ομάδα. 2. ΣΤΡΑΤ. το σύνολο των στρατευόμενων ενός έτους: στρατεύσιμοι προηγούμενων ~εων. Καλείται για κατάταξη η ~ του έτους ... Πβ. σειρά. 3. ΠΛΗΡΟΦ. συλλογή μεταβλητών και συναρτήσεων: αφηρημένη/συγκεκριμένη ~. Ιεραρχία ~εων. Ταξινομώ σε ~εις. 4. ΒΙΟΛ. ομοταξία. Βλ. υπερ~.κλάσης & (λόγ.) κλάσεως: αξίας, υψηλής ποιότητας, επιπέδου: εξοπλισμός/επιστήμονας διεθνούς ~. ● ΣΥΜΠΛ.: κλάση ισοδυναμίας: ΜΑΘ. σύνολο στο οποίο κάθε ζεύγος στοιχείων συνδέεται με μια σχέση ισοδυναμίας., ενεργειακή κλάση/σήμανση βλ. ενεργειακός ● ΦΡ.: κλάσεις ανώτερος & κλάσεις καλύτερος: για κάποιον ή κάτι που υπερέχει κατά πολύ έναντι άλλου: Το βιβλίο ήταν ~ ~ο απ' την ταινία.|| Το νέο μοντέλο (κινητού) είναι μια κλάση ανώτερο/καλύτερο από το προηγούμενο (: υπερτερεί σε σχέση με αυτό). [< γαλλ. classe]

λόγια

λόγια λό-για ουσ. (ουδ.) (τα) 1. σύνολο λέξεων, φράσεων με τις οποίες εκφράζεται κάποιος προφορικά ή γραπτά· ό,τι λέει κάποιος: αισχρά (= αισχρολογίες)/ακαταλαβίστικα (= αλαμπουρνέζικα, κινέζικα, κορακίστικα)/ανόητα (= ανοησίες, αρλούμπες, κουραφέξαλα, μπακατέλες, μπαρούφες, σαχλαμάρες, φληναφήματα)/ανούσια (= αερολογίες, μπουρμπουλήθρες, παπαρδέλες, παπαριές, παρλαπίπες, πομφόλυγες, φούσκες)/απαξιωτικά/απειλητικά (= απειλές)/απερίσκεπτα/άσκοπα/ασυνάρτητα (= ασυναρτησίες)/βαθυστόχαστα/βαρύγδουπα/εγκωμιαστικά/ευγενικά/ευχάριστα (: ωραιολογίες)/ζεστά/ηχηρά/θερμά/καθησυχαστικά/κενά (/άδεια = κενολογίες)/κλούβια/κολακευτικά (= κολακείες)/κούφια/ξάστερα/όμορφα/παραπλανητικά/παρηγορητικά/περιττά (= περιττολογίες)/πικρά/προσβλητικά/προφητικά/σκληρά/σκόρπια/σοφά (βλ. ρήση)/συγκινητικά/χιλιοειπωμένα/ψεύτικα ~. ~ αγάπης/γεμάτα κακία/της στιγμής. Με ~ απλά και κατανοητά. Πες το με δικά σου ~. Παρανόησες/παρεξήγησες τα ~ μου. Αντάλλαξαν βαριά ~ (= κουβέντες). Για πρόσεχε τα ~ σου! Πβ. λεγόμενα, λεχθέντα. Βλ. βρομό-, γλυκό-, ερωτό-, μισό-, προστυχό-, τρυφερό-λογα.|| Ο ηθοποιός ξέχασε τα ~ του (: το κείμενο).|| Τα ~ (= οι στίχοι) ενός τραγουδιού. 2. (ειδικότ.) ανεκπλήρωτες υποσχέσεις· δηλώσεις: Φτάνουν πια τα ~! Είναι μόνο/όλο ~. Από ~ χορτάσαμε. Μη βασίζεσαι στα ~ του. 3. (ειδικότ.) διαδόσεις, φήμες: Ακούγονται πολλά ~. Μη δίνεις σημασία στα ~ του κόσμου! 4. (ειδικότ.) κουβέντα, συζήτηση, προφορικός λόγος (σε αντίθεση με την πρακτική εφαρμογή): με έργα και λόγια/με λόγια και έργα. Καιρός να περάσουμε από τα ~ στα έργα (πβ. θεωρία). Με τα ~ δεν καταφέρνουμε τίποτα. Είναι εύκολο στα ~ (= να το λες. ΑΝΤ. στην πράξη). Στα ~ όλα γίνονται. Υπάρχει ανάπτυξη/ισότητα μόνο στα ~ (βλ. θεωρητικά, υποθετικά· ΑΝΤ. πρακτικά). Η συμφωνία έχει κλειστεί μόνο στα ~ (= στο κουβεντιαστό, στο μιλητό). ● Υποκ.: λογάκια (τα) ● ΣΥΜΠΛ.: μεγάλα λόγια & παχιά/(σπάν.) παχυλά λόγια: υπερβολικές δηλώσεις, πομπώδεις εξαγγελίες, συνήθ. πολιτικών: Ο λαός δεν πιστεύει πια στα ~ ~. Μη λες ~ ~ (πβ. μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα/μεγάλο λόγο μην λες/πεις)! Βλ. μεγαλοστομία. ● ΦΡ.: (κάποιος/κάτι) μένει στα λόγια (προφ.): δεν πραγματοποιεί αυτό που έχει δεσμευτεί ή δηλώσει ότι θα κάνει· δεν υλοποιείται, παραμένει σε επίπεδο εξαγγελιών: Δεν θα μείνει ~, αλλά θα προχωρήσει σε πράξεις.|| Το έργο/μέτρο έμεινε ~. Πβ. στα χαρτιά., βάζω λόγια (/κουβέντες/λέξεις) στο στόμα κάποιου (προφ.): ισχυρίζομαι ότι είπε κάτι, χωρίς αυτό να ισχύει: Μη βάζεις στο στόμα μου λόγια που δεν είπα., βάζω λόγια (σε κάποιον) (προφ.): διαβάλλω, συκοφαντώ κάποιον σε οικείο του πρόσωπο, με σκοπό να προκαλέσω διχόνοια μεταξύ τους: Δεν έχεις καταλάβει ότι σου ~ει ~ για μένα/εναντίον μου, για να τσακωθούμε; Βλ. βάζω/σπέρνω/ενσπείρω ζιζάνια., δεν έχω/δεν βρίσκω λόγια (προφ.): οι λέξεις δεν επαρκούν, για να εκφράσω κάτι, συνήθ. πολύ θετικό: ~ ~ (για) να σ' ευχαριστήσω! Τι να πω, ~ ~!, δεν παίρνει από λόγια (προφ.): δεν είναι διαλλακτικός, συζητήσιμος, δεν δέχεται συμβουλές ή υποδείξεις. Βλ. ξεροκέφαλος, πεισματάρης., ήρθαν/πιάστηκαν στα λόγια (προφ.): διαπληκτίστηκαν, μάλωσαν, καβγάδισαν. Πβ. λογοφέρνω, τσακώνομαι., κρύβε λόγια & (σπάν.) κράτα λόγια (προφ.): ως προτροπή στον συνομιλητή να μην προβεί σε αποκαλύψεις ή να μην αναφέρει πράγματα που δεν συμφέρουν τον ομιλητή: ~ ~ που σου λέω! ~ ~, γιατί προδίδεσαι., λίγα λόγια και καλά (προφ.): προτροπή σε κάποιον τα λόγια του να είναι σύντομα και με ουσία: Άσε τις φλυαρίες, ~ ~., με άλλα λόγια & μ' άλλα λόγια (προφ.) & (απαρχαιωμ.) εν άλλοις λόγοις: για να μιλήσουμε ξεκάθαρα, χωρίς περιστροφές· δηλαδή: ~ ~, η κατάσταση είναι πολύ κρίσιμη.|| ~ ~, μου λες ότι θες να φύγεις. Έτσι δεν είναι;, με λίγα/δυο λόγια & μ' ένα λόγο (προφ.): πολύ σύντομα, συνοπτικά: ~ ~ (= εν ολίγοις, κοντολογίς), ήθελα να πω ότι ... Εξήγησέ/περίγραψέ/πες το μου ~ ~! Τι σημαίνει, ~ ~, αυτό; Πβ. διά βραχέων. ΣΥΝ. εν συντομία, ο καθένας/ο Μανόλης με τα λόγια χτίζει ανώγια και κατώγια (παροιμ.): για κάποιον που σχεδιάζει ή υπόσχεται πολλά, αλλά δεν τα πραγματοποιεί., τα λίγα λόγια ζάχαρη και τα καθόλου μέλι (παροιμ.): για να τονιστεί η αξία της λακωνικότητας ή της σιωπής, ανάλογα με την περίπτωση. Πβ. η σιωπή είναι χρυσός., χάνω τα λόγια μου (προφ.) 1. τα μπερδεύω, δεν μπορώ να εκφραστώ λόγω σύγχυσης: Όταν τον κοιτάζω, ~ ~. Απ' το άγχος, ~σε ~ του. 2. & (σπάν.) ξοδεύω τα λόγια μου: μιλώ σε κάποιον άσκοπα, χωρίς ανταπόκριση: Μη συνεχίζεις, άδικα χάνεις τα ~ σου μαζί του. Πβ. μιλώ στον αέρα.|| Τα λόγια μου πήγαν χαμένα., (τα λόγια πετούν,) τα γραπτά μένουν βλ. γραπτός, άλλα λόγια ν' αγαπιόμαστε βλ. αγαπώ, αλλάζει τα λόγια του βλ. αλλάζω, έρχομαι στα λόγια (κάποιου) βλ. έρχομαι, λίγα τα λόγια σου/λίγα λόγια βλ. λίγος, λόγια της καραβάνας βλ. καραβάνα, λόγια του αέρα βλ. αέρας, μασάω τα λόγια μου/τα μασάω βλ. μασώ, μετράω τα λόγια μου βλ. μετρώ, μετρημένα τα λόγια σου! βλ. μετρημένος, μπερδεύω τα λόγια μου/τη γλώσσα μου/τα μπερδεύω βλ. μπερδεύω, παίρνω λόγια (από κάποιον) βλ. παίρνω, τα λόγια σου με χόρτασαν/ο λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί σου φάτο βλ. χορταίνω, τα πολλά λόγια είναι φτώχεια βλ. φτώχεια, τέτοια ώρα/τέτοιες ώρες, τέτοια λόγια βλ. τέτοιος [< μτγν. λόγια] ΛΟΓΙΑ

μετοχή

μετοχή με-το-χή ουσ. (θηλ.) 1. ΟΙΚΟΝ. αντιπροσωπευτικός τίτλος μετοχικού κεφαλαίου ανώνυμης εταιρείας που παρέχει στον κάτοχό της δικαίωμα συμμετοχής στα κέρδη της επιχείρησης και στη διοίκησή της: ανοδική/καθοδική ~ (: της οποίας η αξία έχει ανοδική ή καθοδική τάση αντίστοιχα). Αναβάθμιση/ανάκαμψη/(λογιστική/ονομαστική/πραγματική/χρηματιστηριακή) αξία/δείκτης/διαπραγμάτευση/(ημερήσιο) κλείσιμο/κυριότητα/μεταβίβαση/πορεία/σύμβολο/τιμή/τύπος ~ής. ~ές επικαρπίας. Εκποίηση/ενίσχυση/πακέτο/στοιχεία ~ών. Άνοδο/(αρνητική/θετική) απόδοση/αύξηση/μείωση/πτώση παρουσίασε/σημείωσε η ~ ... Στα ύψη (έφτασε) η ~ ... Προσωρινή αναστολή των ~ών μιας εταιρείας. Μέρισμα ... ευρώ ανά ~. Μετατροπή ομολογιών σε ~ές. Αγοράζω/πουλώ ~ές. Εισαγωγές νέων ~ών στο χρηματιστήριο.|| ~ές αργύρου/χρυσού. Πβ. χαρτί, χρηματιστηριακός τίτλος. Βλ. αξιόγραφο. 2. ΓΡΑΜΜ. μέρος του λόγου που έχει συγχρόνως ιδιότητες ονόματος και ρήματος: ενεργητική/παθητική ~. Αναφορική/τροπική/υποθετική/χρονική ~. ~ ενεστώτα/μεσοπαθητικού παρακειμένου. Κλίση/συντακτικός ρόλος/σχηματισμός ~ής. Βλ. γερούνδιο. ● ΣΥΜΠΛ.: ανώνυμη μετοχή: ΟΙΚΟΝ. της οποίας κύριος θεωρείται ο εκάστοτε κομιστής., διασπορά μετοχών: ΟΙΚΟΝ. κατάσταση κατά την οποία τα μετοχικά κεφάλαια μιας ανώνυμης εταιρείας είναι διαμοιρασμένα σε πολλούς μετόχους., κοινή μετοχή: ΟΙΚΟΝ. απλή μετοχή που περιλαμβάνει όλα τα βασικά δικαιώματα ενός μετόχου, αλλά δεν παραχωρεί κανένα προνόμιο, σε αντιδιαστολή προς την προνομιούχο μετοχή., ονομαστική μετοχή: ΟΙΚΟΝ. που φέρει το όνομα του κατόχου της και για τη μετάβασή της απαιτείται ειδική διαδικασία., προνομιούχος μετοχή: ΟΙΚΟΝ. που προσφέρει ορισμένο πλεονέκτημα στους κατόχους της έναντι των κοινών μετοχών, όσον αφορά τη λήψη μερίσματος και του προϊόντος της εκκαθάρισης, σε περίπτωση διάλυσης της επιχείρησης., αιτιολογική μετοχή βλ. αιτιολογικός, αμυντικές μετοχές βλ. αμυντικός, απόλυτη μετοχή/απόλυτο απαρέμφατο βλ. απόλυτος ● ΦΡ.: ανεβαίνουν/πέφτουν οι μετοχές κάποιου: (μτφ.) ενισχύεται/μειώνεται η αξία, το κύρος του: Από τότε που κέρδισε στον διαγωνισμό, ανέβηκαν οι μετοχές της., μετά/άνευ ψήφου μετοχές & μετοχές με/χωρίς δικαίωμα ψήφου: ΟΙΚΟΝ. που επιτρέπουν ή δεν επιτρέπουν, αντίστοιχα, στους κατόχους να ψηφίζουν στη γενική συνέλευση των μετόχων. [< αρχ. μετοχή 'συμμετοχή' 1: αγγλ. share 2: μτγν. μετοχή]

-ποίηση

-ποίηση {-ποίησης (λόγ.) -ποιήσεως | σπανιότ. στον πληθ. -ποιήσεις} (λόγ.): επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει ενέργεια, προώθηση συγκεκριμένης διαδικασίας ή και το αποτέλεσμά της: αγιο~/αισθητο~/απομυθο~/εντατικο~/ευαισθητο~/θεο~/μαζο~/στοχο~. Κωδικο~/οπτικο~/σελιδο~. Κεφαλαιο~/μετοχο~/ρευστο~/τιμαριθμο~. Διεθνο~/κομματικο~/παγκοσμιο~/ποινικο~/φτωχο~.

στίβος

στίβος στί-βος ουσ. (αρσ.) 1. ΑΘΛ. τμήμα σταδίου που προορίζεται για τη διεξαγωγή αγώνων κυρ. του κλασικού αθλητισμού και συνεκδ. τα αντίστοιχα αγωνίσματα: ~ του γηπέδου/του ιπποδρόμου/προθέρμανσης.|| Αθλητής/προπονητής/πρωτάθλημα ~ου. Διακρίσεις/μετάλλιο/πρωτιές στον ~ο. 2. (μτφ.) πεδίο δράσης και ανταγωνισμού: επιχειρηματικός/κοινωνικός/πνευματικός/πολιτικός ~. Ο ~ της δημοσιογραφίας/της δικηγορίας/της ενημέρωσης/της επιβίωσης. Βγήκε/μπήκε στον ~ο της ζωής χωρίς εφόδια. Πβ. αρένα, κονίστρα, παλαίστρα, τερέν. ● ΣΥΜΠΛ.: ανοιχτός στίβος: ΑΘΛ. τα αγωνίσματα στίβου που διεξάγονται σε ανοιχτό, μη στεγασμένο, στάδιο. Βλ. ακοντισμός, δισκοβολία, σφυροβολία., κλειστός στίβος: ΑΘΛ. τα αγωνίσματα στίβου που διεξάγονται σε κλειστό στάδιο. [< αγγλ. indoor athletics] , υγρός στίβος βλ. υγρός [< 1: αρχ. στίβος, αγγλ. track, 1905]

συμβούλιο

συμβούλιο συμ-βού-λι-ο ουσ. (ουδ.) {συμβουλί-ου | -ων} 1. εκλεγμένο ή διορισμένο όργανο με ορισμένη θητεία και συγκεκριμένες αρμοδιότητες: ακαδημαϊκό/γενικό/γνωμοδοτικό/διαμερισματικό/εκτελεστικό/επιστημονικό/εποπτικό/κοινοτικό/κυβερνητικό/πολεμικό/πολιτικό/πολυμελές/συντονιστικό/σχολικό/υπηρεσιακό ~. ~ επιμόρφωσης/εργαζομένων (βλ. συνδικάτο)/πιστοποίησης. Τοπικό ~ νεολαίας/νέων του δήμου ... (Δεκα)πενταμελή μαθητικά ~α. Ανώτατο Ναυτικό ~. ~ Απόδημου Ελληνισμού. Διεθνές ~ Μουσείων. Ελληνικό ~ για τους πρόσφυγες. Κεντρικό Αρχαιολογικό ~. ~ Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ (βλ. Ύπατη Αρμοστεία). ~ (του) Ιδρύματος. Πρόεδρος ~ου Διοίκησης. Οι αποφάσεις/η γραμματεία/η ίδρυση/τα μέλη/οι οδηγίες/το πόρισμα/ο πρόεδρος/σύγκληση/η σύσταση/το ψήφισμα ενός ~ου. Συμμετοχή σε ~. Το νοσοκομείο διοικείται από επταμελές διοικητικό ~. Το ~ συνεδριάζει μια φορά τον μήνα. Ανακοινώθηκε η νέα σύνθεση του ~ου. Βλ. μυστικο~. 2. συγκέντρωση για εξέταση ενός θέματος και λήψη σχετικών αποφάσεων: αίθουσα/πρακτικά ~ου. Αύριο έχουμε/θα κάνουμε ~ (του) Τμήματος. Έγινε ~ (= συνέλευση) των καθηγητών. Μετά από έκτακτο οικογενειακό ~, αποφασίσαμε ... Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας συγκάλεσε το άτυπο ~ των πολιτικών αρχηγών. Πβ. συνέδριο, σύσκεψη. ● ΣΥΜΠΛ.: Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού (ακρ. ΑΣΕΠ): ανεξάρτητη Αρχή με αποκλειστικές αρμοδιότητες, μεταξύ των οποίων είναι η επιλογή του μόνιμου προσωπικού του Δημόσιου Τομέα, ο έλεγχος της κατάταξης υπαλλήλων σε διάφορες θέσεις, η επισήμανση παραβιάσεων αναφορικά με τις προσλήψεις συμβασιούχων, η διεξαγωγή γραπτού διαγωνισμού για τους εκπαιδευτικούς., Εθνικό Συμβούλιο Έρευνας και Τεχνολογίας (ακρ. ΕΣΕΤ): το ανώτατο γνωμοδοτικό όργανο διαμόρφωσης και χάραξης της εθνικής πολιτικής για την έρευνα και την τεχνολογία., Εθνικό Συμβούλιο Νεολαίας (ακρ. ΕΣΥΝ): ανεξάρτητη μη κερδοσκοπική ομοσπονδία οργανώσεων νέων, κυρ. πολιτικών και κοινωνικών., Ευρωπαϊκό Συμβούλιο & (Ευρωπαϊκό) Συμβούλιο Κορυφής: το κύριο πολιτικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που συγκροτείται από τους πρωθυπουργούς ή τους αρχηγούς των κρατών-μελών της, τον πρόεδρό του και τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και καθορίζει τις γενικές κατευθυντήριες πολιτικές γραμμές και προτεραιότητές της: σύνοδος του ~ού ~ου. Το Εαρινό ~ Κορυφής. [< γαλλ. Conseil Européen, αγγλ. European Council & European Summit, 1976] , Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών (ακρ. ΠΣΕ): οικουμενική οργάνωση με σκοπό την προώθηση της χριστιανικής ενότητας., Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης/Συμβούλιο των Υπουργών: Αρχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης που απαρτίζεται από έναν αντιπρόσωπο υπουργικού επιπέδου από κάθε κράτος-μέλος, συνεδριάζοντας με διαφορετική σύνθεση ανάλογα με τα θέματα της ημερήσιας διάταξης, και η οποία ασκεί νομοθετική εξουσία από κοινού με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. [< αγγλ. Council of the European Union/Council of Ministers] , Συμβούλιο της Ευρώπης (ακρ. ΣτΕ): ανεξάρτητος διεθνής οργανισμός με έδρα το Στρασβούργο και κύριο ρόλο την ενίσχυση της δημοκρατίας, την υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την ανάπτυξη της εκπαίδευσης, της πολιτιστικής ταυτότητας και ποικιλομορφίας στα 47 κράτη-μέλη του. [< αγγλ. Council of Europe, γαλλ. Conseil de l' Europe, 1949] , Βορειοατλαντικό/Ατλαντικό Συμβούλιο βλ. βορειοατλαντικός, δημοτικό συμβούλιο βλ. δημοτικός, δικαστικό συμβούλιο βλ. δικαστικός, Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης (ΕΣΡ) βλ. ραδιοτηλεόραση, ιατρικό συμβούλιο βλ. ιατρικός, Νομικό Συμβούλιο του Κράτους βλ. νομικός, Πειθαρχικό Συμβούλιο βλ. πειθαρχικός, Πρόεδρος της Κυβέρνησης/Κυβερνήσεως/του Υπουργικού Συμβουλίου βλ. πρόεδρος, Πρυτανικό Συμβούλιο βλ. πρυτανικός, Συμβούλιο Ασφαλείας βλ. ασφάλεια, Συμβούλιο της Επικρατείας βλ. επικράτεια, υπηρεσιακό συμβούλιο βλ. υπηρεσιακός, υπουργικό συμβούλιο βλ. υπουργικός [< μτγν. συμβούλιον ‘σύσκεψη, συνεδρίαση’, γαλλ. conseil, αγγλ. council]

τελεία

τελεία τε-λεί-α ουσ. (θηλ.) 1. σημείο στίξης (.) που συνήθ. δηλώνει το τέλος περιόδου λόγου ή αποτελεί σύμβολο σε ειδικές γλώσσες· γενικότ. κουκκίδα: (ΓΡΑΜΜ.) χρήση της ~ας στα ακρωνύμια/στις συντομογραφίες. ΣΥΝ. στιγμή. Βλ. αποσιωπητικά, εισαγωγικά, ερωτηματικό, θαυμαστικό, κόμμα, παρένθεση.|| (ΔΙΑΔΙΚΤ., σε ηλεκτρονικές διευθύνσεις:) ... ~ com. Πβ. ντοτ κομ.|| (ΦΥΣ.) Κβαντικές ~ες (: μικροσκοπικοί σβόλοι ημιαγωγών).|| (μτφ.) Το νησί μου, μια ~ στον χάρτη. 2. ΜΟΥΣ. σύμβολο της βυζαντινής παρασημαντικής, που χρησιμοποιείται στην απαγγελία του Ευαγγελίου και του Αποστόλου και γράφεται με κόκκινο μελάνι. ● Υποκ.: τελίτσα (η) 1. στη σημ. 1. 2. {στον πληθ.} είδος παιχνιδιού σε έντυπο (όπως περιοδικό με σταυρόλεξα) με αριθμημένες τελείες που ενώνονται για να σχηματίσουν μια εικόνα. ● ΣΥΜΠΛ.: άνω (και) κάτω τελεία & διπλή τελεία & άνω και κάτω στιγμή: ΓΡΑΜΜ. σημείο στίξης (:) που δηλώνει είτε ότι ακολουθεί αυτούσιο απόσπασμα άλλου κειμένου είτε ότι τα επόμενα επεξηγούν τα προηγούμενα., άνω τελεία: σημείο στίξης (·) που δηλώνει παύση μεγαλύτερης διάρκειας από το κόμμα και μικρότερης από την τελεία. Βλ. ημιπερίοδος1., τρεις τελείες: αποσιωπητικά (...). ● ΦΡ.: βάζω μια (άνω) τελεία (μτφ.-προφ.): διακόπτω προσωρινά: Έχουν βάλει ~ ~ στην υπόθεση., βάζω τελεία (μτφ.-προφ.): δίνω οριστικό τέλος σε ένα θέμα: Βάλε ~ και προχώρα παρακάτω., μέχρι τελείας: πιστά, επακριβώς: εφαρμογή της νομοθεσίας ~ ~. ΣΥΝ. μέχρι κεραίας, τελεία και παύλα (μτφ.-εμφατ.-προφ.): για δήλωση οριστικού τέλους, οριστικής απόφασης χωρίς περιθώρια υπαναχώρησης: Δεν θα πας πουθενά, ~ ~! ΣΥΝ. τέρμα και τελείωσε/τελείωσε/πάει (και) τέλειωσε, τελίτσες τελίτσες (προφ.): αποσιωπητικά· λέγεται ή γράφεται για να μην αναφερθεί κάτι απρεπές. [< μτγν. τελεία (στιγμή), γαλλ. point, αγγλ. dot]

υπερδομή

υπερδομή [ὑπερδομή] υ-περ-δο-μή ουσ. (θηλ.) 1. ΤΕΧΝΟΛ. υπερκατασκευή: Η σκάλα οδηγεί από το ισόγειο στην ~. Βλ. ανωδομή, επιδομή.|| ~ του πλοίου. 2. ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ. εποικοδόμημα. Βλ. βάση, υποδομή. 3. ΓΛΩΣΣ. η τυπική οργάνωση ενός κειμενικού είδους: ~ της αφήγησης. [< 1: γαλλ. superstructure]

-ώνυμος

-ώνυμος, η, ο: επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων που αναφέρονται σε όνομα ή σημασιολογική σχέση: ιδι~/φερ~.|| (ουσιαστικοπ.) (Το) πατρ-ώνυμo/ψευδ~.|| (με προθήματα) Αν~/επ~/περι~.|| Συν~.|| Ετερ~/ομ~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.