Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • άπλυτος , η, ο [ἄπλυτος] ά-πλυ-τος επίθ.: που δεν έχει πλυθεί· κατ' επέκτ. βρόμικος: (για πρόσ.) ~ και αξύριστος/αχτένιστος.|| ~α: πιάτα/ποτήρια/ρούχα. Μαλλιά ~α και μπερδεμένα. Μην τρως με ~α χέρια! ΑΝΤ. πλυμένος ● Ουσ.: άπλυτα (τα): ρούχα για πλύσιμο: καλάθι των απλύτων/για τα ~. Βάζω τα ~ στο πλυντήριο. ● ΦΡ.: βγάζω/βγαίνουν (τα άπλυτα κάποιου) στη φόρα βλ. φόρα2 [< αρχ. ἄπλυτος]

φόρα2

φόρα2 φό-ρα ουσ. (θηλ.) {άκλ.} (προφ., ως επίρρ.): ενώπιον του κόσμου, δημόσια· κυρ. στις ● ΦΡ.: βγάζω/βγαίνουν (τα άπλυτα κάποιου) στη φόρα: σε περιπτώσεις αποκάλυψης αξιόμεμπτων πράξεων, ένοχων μυστικών: Τώρα που βγήκαν τ' άπλυτά του ~, δεν έχει πού να κρυφτεί., βγαίνει στη φόρα: αποκαλύπτεται: Η αλήθεια βγήκε ~. Πβ. βγαίνει/έρχεται στην επιφάνεια. ΣΥΝ. βγαίνει στον αφρό, φάτσα φόρα 1. ακριβώς μπροστά, σε πολύ εμφανή θέση: Μας είδε ~ ~ μπροστά της. ~ ~ στο εξώφυλλο έχει τη φωτογραφία του. 2. ξεκάθαρα: Του τα είπε ~ ~., φόρα παρτίδα: δημόσια: Έβγαλε ~ ~ τα προσωπικά του στο διαδίκτυο. [< ιταλ. fora]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.