άπλυτος , η, ο [ἄπλυτος] ά-πλυ-τος επίθ.: που δεν έχει πλυθεί· κατ' επέκτ. βρόμικος: (για πρόσ.) ~ και αξύριστος/αχτένιστος.|| ~α: πιάτα/ποτήρια/ρούχα. Μαλλιά ~α και μπερδεμένα. Μην τρως με ~α χέρια! ΑΝΤ. πλυμένος ● Ουσ.: άπλυτα (τα): ρούχα για πλύσιμο: καλάθι των απλύτων/για τα ~. Βάζω τα ~ στο πλυντήριο. ● ΦΡ.: βγάζω/βγαίνουν (τα άπλυτα κάποιου) στη φόρα βλ. φόρα2 [< αρχ. ἄπλυτος]
φόρα2
φόρα2 φό-ρα ουσ. (θηλ.) {άκλ.} (προφ., ως επίρρ.): ενώπιον του κόσμου, δημόσια· κυρ. στις ● ΦΡ.: βγάζω/βγαίνουν (τα άπλυτα κάποιου) στη φόρα: σε περιπτώσεις αποκάλυψης αξιόμεμπτων πράξεων, ένοχων μυστικών: Τώρα που βγήκαν τ' άπλυτά του ~, δεν έχει πού να κρυφτεί., βγαίνει στη φόρα: αποκαλύπτεται: Η αλήθεια βγήκε ~. Πβ. βγαίνει/έρχεται στην επιφάνεια. ΣΥΝ. βγαίνει στον αφρό, φάτσα φόρα1. ακριβώς μπροστά, σε πολύ εμφανή θέση: Μας είδε ~ ~ μπροστά της. ~ ~ στο εξώφυλλο έχει τη φωτογραφία του.2. ξεκάθαρα: Του τα είπε ~ ~., φόρα παρτίδα: δημόσια: Έβγαλε ~ ~ τα προσωπικά του στο διαδίκτυο. [< ιταλ. fora]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.