Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • άρκευθος [ἄρκευθος] άρ-κευ-θος ουσ. (θηλ.) {-ου (λόγ.) -εύθου}: ΒΟΤ. κωνοφόρος αρωματικός δενδρώδης συνήθ. θάμνος (επιστ. ονομασ. Juniperus communis) με χρήση στη φαρμακευτική (διουρητικό και τονωτικό), τη μαγειρική (μπαχαρικό), τη ζαχαροπλαστική, την αρωματοποιία και την ξυλουργία. ΣΥΝ. αγριοκυπάρισσο [< αρχ. ἄρκευθος]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.