Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 18 εγγραφές  [0-18]


  • άρτι [ἄρτι] άρ-τι επίρρ. {+ παθ. μτχ.} (λόγ.): μόλις, πρόσφατα: ~ εκδοθέν (βιβλίο)/εκλεγείς. ● ΦΡ.: άρτι αφιχθείς βλ. αφιχθείς [< αρχ. ἄρτι]
  • αρτι- & αρτί- (λόγ.) α' συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών που δηλώνουν ότι κάτι 1. έχει μόλις συμβεί: αρτι-γέννητος/~σύστατος. 2. είναι άρτιο, πλήρες: αρτι-μέλεια.
  • αρτιγέννητος , η, ο [ἀρτιγέννητος] αρ-τι-γέν-νη-τος επίθ. (λόγ.): που έχει γεννηθεί ή δημιουργηθεί πρόσφατα: ~ο: βρέφος (= νεογέννητο).|| (μτφ.) ~η: επιχείρηση (= νεοσύστατη). [< μτγν. ἀρτιγέννητος]
  • αρτικαΐνη [ἀρτικαΐνη] αρ-τι-κα-ΐ-νη ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. -ΦΑΡΜΑΚ. ενέσιμο τοπικό αναισθητικό αμιδικού τύπου, που χρησιμοποιείται στην οδοντιατρική για επώδυνες επεμβάσεις: υδροχλωρική ~. [< γερμ. (c)articaine, 1969]
  • αρτιμέλεια [ἀρτιμέλεια] αρ-τι-μέ-λει-α ουσ. (θηλ.) (λόγ.): σωματική ακεραιότητα: ~ του εμβρύου. Ιατρική βεβαίωση υγείας και ~ας. Πβ. φυσική καταλληλότητα. Βλ. αναπηρία.
  • αρτιμελής , ής, ές [ἀρτιμελής] αρ-τι-με-λής επίθ./ουσ. (λόγ.): που έχει όλα τα μέλη του σώματός του ακέραια: ~είς: αθλητές (βλ. Παραολυμπιάδα). Σώος/υγιής και ~. Γεννήθηκε ~. Βλ. ανάπηρος, -μελής. [< αρχ. ἀρτιμελής]
  • αρτινός , ή, ό [ἀρτινός] αρ-τι-νός επίθ.: που σχετίζεται με την Άρτα ή/και τους Αρτινούς.
  • Αρτινός, Αρτινή [Ἀρτινός] Αρ-τι-νός επίθ./ουσ.: πρόσωπο που έχει ως τόπο γέννησης, κατοικίας ή καταγωγής την Άρτα. ΑΡΤΙΝΟΣ, ΑΡΤΙΝΗ
  • άρτιο [ἄρτιο] άρ-τι-ο ουσ. (ουδ.) ΟΙΚΟΝ. 1. ονομαστική αξία (χρεογράφων): έκδοση μετοχών υπέρ το ~. 2. αξία νομίσματος σε πολύτιμο μέταλλο. [< γαλλ. pair]
  • αρτιοδάκτυλα [ἀρτιοδάκτυλα] αρ-τι-ο-δά-κτυ-λα ουσ. (ουδ.) (τα): ΖΩΟΛ. τάξη θηλαστικών ζώων με οπλές (επιστ. ονομασ. Artiodactyla), τα οποία έχουν ζυγό αριθμό δαχτύλων σε κάθε τους πόδι: μηρυκαστικά ~. Οι χοίροι ανήκουν στα ~. Βλ. περιττοδάκτυλα. [< γαλλ. artiodactyles, αγγλ. artiodactyla]
  • άρτιος , α, ο [ἄρτιος] άρ-τι-ος επίθ. (απαιτ. λεξιλόγ.): ακέραιος, πλήρης, ολοκληρωμένος· κατ' επέκτ. τέλειος: ~ος: εξοπλισμός. ~α: εξυπηρέτηση/οργάνωση. ~ο: αποτέλεσμα/οικόπεδο (βλ. οικοδομήσιμος). Υπερσύγχρονες και ~ες εγκαταστάσεις.|| Παραγωγή ~ων προϊόντων υψηλής αξίας. Πβ. άψογος, υποδειγματικός. ● επίρρ.: άρτια ● ΣΥΜΠΛ.: άρτιος (αριθμός): ΜΑΘ. ζυγός. ΑΝΤ. περιττός (2) ● ΦΡ.: στο άρτιο: στο ακέραιο: Οι δανειστές θα αποπληρωθούν ~ ~ (= πλήρως). Έκανε ~ ~ το καθήκον του (= στον ύψιστο βαθμό). [< αρχ. ἄρτιος]
  • αρτιότητα [ἀρτιότητα] αρ-τι-ό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (απαιτ. λεξιλόγ.): ακεραιότητα, πληρότητα, τελειότητα: αισθητική/γλωσσική/επιστημονική/καλλιτεχνική/τεχνική ~. ~ της διοργάνωσης/του έργου. ~ (= ακρίβεια) στην εκτέλεση των ασκήσεων/κινήσεων. ~ και ποιότητα. Βλ. -ότητα. ● ΣΥΜΠΛ.: αρτιότητα (οικοπέδου): καταλληλότητα οικοπέδου για δόμηση, σύμφωνα με τις ισχύουσες πολεοδομικές διατάξεις: ~ κατά παρέκκλιση. [< μτγν. ἀρτιότης]
  • αρτίστας, αρτίστα [ἀρτίστας] αρ-τί-στας ουσ. (αρσ. + θηλ.) (προφ.) 1. καλλιτέχνης που διασκεδάζει το κοινό: ~ του μουσικού θεάτρου. ~ες του τσίρκου. Πβ. διασκεδαστής, θεατρίνος.|| (μτφ.) ~ της μπάλας. Πβ. βιρτουόζος. 2. (στο θηλ., μειωτ.) γυναίκα που εμφανίζεται σε νυχτερινά κέντρα: ~ του καμπαρέ. Πβ. καμπαρετζού, ντιζέζ. [< ιταλ. artista, γαλλ. artiste]
  • αρτίστικος , η, ο [ἀρτίστικος] αρ-τί-στι-κος επίθ. & (προφ.) αρτιστίκ {άκλ.}: καλλιτεχνικός: ~ος: χώρος. Βλ. -ίστικος. [< γαλλ. artistique]
  • αρτισύστατος , η, ο [ἀρτισύστατος] αρ-τι-σύ-στα-τος επίθ. (λόγ.): νεοσύστατος. [< μτγν. ἀρτισύστατος]
  • αρτιφισιέλ [ἀρτιφισιέλ] αρ-τι-φι-σι-έλ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΟΙΚΟΔ. σοβάς κυρ. εξωτερικών τοίχων, που σχηματίζει ανώμαλη επιφάνεια. Βλ. σαγρέ. [< γαλλ. artificiel]
  • αρτιώνω [ἀρτιώνω] αρ-τι-ώ-νω ρ. (μτβ.) {-εται, αρτιω-μένος, συνήθ. στο γ' πρόσ.} (απαιτ. λεξιλόγ.): καθιστώ κάτι άρτιο· ολοκληρώνω, τελειοποιώ: Εκπαιδευτικό σύστημα που ~ει τις δεξιότητες του μαθητή. Η γνώση ~εται με την πράξη. ~μένο: έργο τέχνης. [< μεσν. αρτιώνω]
  • αρτίωση [ἀρτίωση] αρ-τί-ω-ση ουσ. (θηλ.) (απαιτ. λεξιλόγ.): τελείωση: ~ της προσωπικότητας. [< μεσν. αρτίωσις]

αναπηρία

αναπηρία [ἀναπηρία] α-να-πη-ρί-α ουσ. (θηλ.) 1. κατάσταση ενός ατόμου, η οποία χαρακτηρίζεται από έλλειψη ή μείωση της λειτουργικότητας σε έναν ή περισσότερους τομείς της ζωής του, λόγω σωματικής, ψυχικής ή νοητικής βλάβης ή απουσίας μέλους ή οργάνου: απόλυτη/ελαφρά/μέτρια/πλήρης/σοβαρή (/βαριά) ~. Μερική/ολική/πολλαπλή ~ (πβ. ανικανότητα). Ακουστική (= κώφωση)/(δια)νοητική (= υστέρηση)/οπτική (= τύφλωση) ~. Άτομα με ~ (ακρ. ΑμεΑ). Βαθμός/επίδομα/πιστοποιητικό/ποσοστό ~ας. Πβ. κουσούρι, σακατιλίκι. Βλ. αρτιμέλεια. 2. (μτφ.) ανεπάρκεια, δυσλειτουργία (κυρ. κοινωνικής δομής, θεσμού ή συστήματος). ● ΣΥΜΠΛ.: κάρτα αναπηρίας & κάρτα λειτουργικότητας: πιστοποιητικό βεβαίωσης της αναπηρίας του κατόχου του, καθώς και του βαθμού της, ώστε να καθίσταται δικαιούχος διευκολύνσεων, ενισχύσεων και μέριμνας από την πλευρά της Πολιτείας. [< αγγλ. disabled/disablitiy card] , αναπηρική σύνταξη βλ. αναπηρικός, κινητική αναπηρία βλ. κινητικός, νοητική/διανοητική (καθ)υστέρηση/αναπηρία βλ. υστέρηση [< αρχ. ἀναπηρία ‘ακρωτηριασμός, σακάτεμα’, γαλλ. invalidité, αγγλ. disability]

ανάπηρος

ανάπηρος, η, ο [ἀνάπηρος] α-νά-πη-ρος επίθ. 1. που έχει αναπηρία: κινητικά/πνευματικά ~. Έμεινε ~. Το ατύχημα τον άφησε ~ο. ΑΝΤ. αρτιμελής 2. (μτφ.) ανίκανος, ανεπαρκής, ελλιπής: Συναισθηματικά ~.|| ~η: γλώσσα/σκέψη. Βλ. ανήμπορος. ● Ουσ.: ανάπηρος, ανάπηρη {-ου (λόγ.) -ήρου} (ο/η): άτομο με αναπηρία. Πβ. ΑμεΑ, ΑΜΕΑ, άτομα με ειδικές ανάκες/ικανότητες/δεξιότητες, παράλυτος, παραπληγικός. ● ΣΥΜΠΛ.: ανάπηρος πολέμου: άτομο που έμεινε ανάπηρο λόγω τραυματισμού του σε πόλεμο και έχει ειδικά προνόμια από το κράτος. Βλ. θύματα πολέμου. [< γαλλ. invalide de guerre] [< αρχ. ἀνάπηρος ‘σακάτης, χωλός’]

αφιχθείς

αφιχθείς, είσα, έν [ἀφιχθείς] α-φι-χθείς επίθ. {αφιχθ-έντος | -έντες (ουδ. -έντα)} (επίσ.): που έφτασε: ~ από το εξωτερικό. Πρόσφατα ~έν (στην αγορά) μοντέλο αυτοκινήτου (πβ. νεο~). Οι αναχωρούντες και οι ~έντες επιβάτες. ● ΦΡ.: άρτι αφιχθείς (συχνά χιουμορ.): που μόλις έφτασε: ~ ~ στο νησί. ΣΥΝ. νεοαφιχθείς ● βλ. αφικνούμαι

-ίστικος

-ίστικος, η, ο (προφ.): επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει χαρακτηριστικό που είναι σχετικό ή παρεμφερές με ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: αγορ~/κουκλ~/παλικαρ~ (πβ. -ίσιος). Βλ. -ιάτικος.|| (συνήθ. μειωτ.) Aκαταλαβ~/γεροντ~/δασκαλ~/δημοσιοσχετ~/διανοουμεν~/δικηγορ~/εξυπνακ~/θεατριν~/κοροϊδ~/κουτσομπολ~/μεγαλ~/μπακαλ~.

-ότητα

-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]

περιττοδάκτυλα

περιττοδάκτυλα πε-ριτ-το-δά-κτυ-λα ουσ. (ουδ.) (τα): ΖΩΟΛ. τάξη χορτοφάγων θηλαστικών ζώων (επιστ. ονομασ. Perissodactyla) που έχουν μονό αριθμό δακτύλων σε κάθε τους πόδι: Το άλογο, η ζέβρα και ο ρινόκερος ανήκουν στα ~. Βλ. αρτιοδάκτυλα. [< μτγν. επίθ. περιττοδάκτυλος, γαλλ. périssodactyles, αγγλ. perissodactyla]

σαγρέ

σαγρέ σα-γρέ επίθ./ουσ. {άκλ.}: τεχνική βαψίματος οικοδομών που δημιουργεί τραχιά επιφάνεια και γενικότ. επιφάνεια με ανάγλυφη υφή: τοίχος ~. Βλ. αρτιφισιέλ, ρελιέφ.|| Χαρτί ~ (ΣΥΝ. τουάλ). Νεσεσέρ από ~ δέρμα. Πβ. κοκκώδης. [< τουρκ. sağrι]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.