αναπηρία [ἀναπηρία] α-να-πη-ρί-α ουσ. (θηλ.) 1. κατάσταση ενός ατόμου, η οποία χαρακτηρίζεται από έλλειψη ή μείωση της λειτουργικότητας σε έναν ή περισσότερους τομείς της ζωής του, λόγω σωματικής, ψυχικής ή νοητικής βλάβης ή απουσίας μέλους ή οργάνου: απόλυτη/ελαφρά/μέτρια/πλήρης/σοβαρή (/βαριά) ~. Μερική/ολική/πολλαπλή ~ (πβ. ανικανότητα). Ακουστική (= κώφωση)/(δια)νοητική (= υστέρηση)/οπτική (= τύφλωση) ~. Άτομα με ~ (ακρ. ΑμεΑ). Βαθμός/επίδομα/πιστοποιητικό/ποσοστό ~ας. Πβ. κουσούρι, σακατιλίκι. Βλ. αρτιμέλεια. 2. (μτφ.) ανεπάρκεια, δυσλειτουργία (κυρ. κοινωνικής δομής, θεσμού ή συστήματος). ● ΣΥΜΠΛ.: κάρτα αναπηρίας & κάρτα λειτουργικότητας: πιστοποιητικό βεβαίωσης της αναπηρίας του κατόχου του, καθώς και του βαθμού της, ώστε να καθίσταται δικαιούχος διευκολύνσεων, ενισχύσεων και μέριμνας από την πλευρά της Πολιτείας. [< αγγλ. disabled/disablitiy card] , αναπηρική σύνταξη βλ. αναπηρικός, κινητική αναπηρία βλ. κινητικός, νοητική/διανοητική (καθ)υστέρηση/αναπηρία βλ. υστέρηση [< αρχ. ἀναπηρία ‘ακρωτηριασμός, σακάτεμα’, γαλλ. invalidité, αγγλ. disability]
ανάπηρος, η, ο [ἀνάπηρος] α-νά-πη-ρος επίθ. 1. που έχει αναπηρία: κινητικά/πνευματικά ~. Έμεινε ~. Το ατύχημα τον άφησε ~ο. ΑΝΤ. αρτιμελής 2. (μτφ.) ανίκανος, ανεπαρκής, ελλιπής: Συναισθηματικά ~.|| ~η: γλώσσα/σκέψη. Βλ. ανήμπορος. ● Ουσ.: ανάπηρος, ανάπηρη {-ου (λόγ.) -ήρου} (ο/η): άτομο με αναπηρία. Πβ. ΑμεΑ, ΑΜΕΑ, άτομα με ειδικές ανάκες/ικανότητες/δεξιότητες, παράλυτος, παραπληγικός. ● ΣΥΜΠΛ.: ανάπηρος πολέμου: άτομο που έμεινε ανάπηρο λόγω τραυματισμού του σε πόλεμο και έχει ειδικά προνόμια από το κράτος. Βλ. θύματα πολέμου. [< γαλλ. invalide de guerre] [< αρχ. ἀνάπηρος ‘σακάτης, χωλός’]
αφιχθείς, είσα, έν [ἀφιχθείς] α-φι-χθείς επίθ. {αφιχθ-έντος | -έντες (ουδ. -έντα)} (επίσ.): που έφτασε: ~ από το εξωτερικό. Πρόσφατα ~έν (στην αγορά) μοντέλο αυτοκινήτου (πβ. νεο~). Οι αναχωρούντες και οι ~έντες επιβάτες. ● ΦΡ.: άρτι αφιχθείς (συχνά χιουμορ.): που μόλις έφτασε: ~ ~ στο νησί. ΣΥΝ. νεοαφιχθείς ● βλ. αφικνούμαι
-ίστικος, η, ο (προφ.): επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει χαρακτηριστικό που είναι σχετικό ή παρεμφερές με ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: αγορ~/κουκλ~/παλικαρ~ (πβ. -ίσιος). Βλ. -ιάτικος.|| (συνήθ. μειωτ.) Aκαταλαβ~/γεροντ~/δασκαλ~/δημοσιοσχετ~/διανοουμεν~/δικηγορ~/εξυπνακ~/θεατριν~/κοροϊδ~/κουτσομπολ~/μεγαλ~/μπακαλ~.
-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]
περιττοδάκτυλα πε-ριτ-το-δά-κτυ-λα ουσ. (ουδ.) (τα): ΖΩΟΛ. τάξη χορτοφάγων θηλαστικών ζώων (επιστ. ονομασ. Perissodactyla) που έχουν μονό αριθμό δακτύλων σε κάθε τους πόδι: Το άλογο, η ζέβρα και ο ρινόκερος ανήκουν στα ~. Βλ. αρτιοδάκτυλα. [< μτγν. επίθ. περιττοδάκτυλος, γαλλ. périssodactyles, αγγλ. perissodactyla]
σαγρέ σα-γρέ επίθ./ουσ. {άκλ.}: τεχνική βαψίματος οικοδομών που δημιουργεί τραχιά επιφάνεια και γενικότ. επιφάνεια με ανάγλυφη υφή: τοίχος ~. Βλ. αρτιφισιέλ, ρελιέφ.|| Χαρτί ~ (ΣΥΝ. τουάλ). Νεσεσέρ από ~ δέρμα. Πβ. κοκκώδης. [< τουρκ. sağrι]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ