Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • άσημος , η, ο [ἄσημος] ά-ση-μος επίθ.: που είναι άγνωστος στο ευρύ κοινό, δεν έχει φήμη, αναγνώριση: ~ος: καλλιτέχνης/συγγραφέας. Ταλαντούχος πλην (όμως) ~ μουσικός. Ταπεινός και ~.|| (ως ουσ.) Οι ~οι. Πβ. αφανής. ΑΝΤ. διάσημος, επιφανής [< αρχ. ἄσημος]
  • ασημόσκονη [ἀσημόσκονη] α-ση-μό-σκο-νη ουσ. (θηλ.): ασημί διακοσμητικό υλικό σε σκόνη, που χρησιμοποιείται για να δώσει λάμψη: αντικείμενα πασπαλισμένα με ~.|| (μτφ.) Η ~ του φεγγαριού. Βλ. γκλίτερ, χρυσόσκονη.

γκλίτερ

γκλίτερ γκλί-τερ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: μικροσκοπικοί, σαν σκόνη, κόκκοι ιριδίζοντος υλικού που χρησιμοποιούνται για να δώσουν λάμψη, συνήθ. στο μακιγιάζ ή στη διακόσμηση αντικειμένων: ασημί/χρυσαφί ~. ~ σε στερεή/υγρή μορφή. Βερνίκι νυχιών με ~. Βάζω ~ στα μάτια. Βλ. ασημό-, χρυσό-σκονη, στρας.|| (μτφ.-συνήθ. ειρων.). Ρεβεγιόν βουτηγμένα στο ~ (: για κάτι λαμπερό αλλά επιφανειακό). [< αγγλ. glitter]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.