άσημος , η, ο [ἄσημος] ά-ση-μος επίθ.: που είναι άγνωστος στο ευρύ κοινό, δεν έχει φήμη, αναγνώριση: ~ος: καλλιτέχνης/συγγραφέας. Ταλαντούχος πλην (όμως) ~ μουσικός. Ταπεινός και ~.|| (ως ουσ.) Οι ~οι. Πβ. αφανής. ΑΝΤ. διάσημος, επιφανής [< αρχ. ἄσημος]
ασημόσκονη [ἀσημόσκονη] α-ση-μό-σκο-νη ουσ. (θηλ.): ασημί διακοσμητικό υλικό σε σκόνη, που χρησιμοποιείται για να δώσει λάμψη: αντικείμενα πασπαλισμένα με ~.|| (μτφ.) Η ~ του φεγγαριού. Βλ. γκλίτερ, χρυσόσκονη.
γκλίτερ
γκλίτερ γκλί-τερ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: μικροσκοπικοί, σαν σκόνη, κόκκοι ιριδίζοντος υλικού που χρησιμοποιούνται για να δώσουν λάμψη, συνήθ. στο μακιγιάζ ή στη διακόσμηση αντικειμένων: ασημί/χρυσαφί ~. ~ σε στερεή/υγρή μορφή. Βερνίκι νυχιών με ~. Βάζω ~ στα μάτια. Βλ. ασημό-, χρυσό-σκονη, στρας.|| (μτφ.-συνήθ. ειρων.). Ρεβεγιόν βουτηγμένα στο ~ (: για κάτι λαμπερό αλλά επιφανειακό). [< αγγλ. glitter]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.