Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • άσηπτος , η/ος, ο [ἄσηπτος] ά-ση-πτος επίθ. 1. ΙΑΤΡ. που χαρακτηρίζεται από έλλειψη παθογόνων μικροοργανισμών: ~η: μηνιγγίτιδα/νέκρωση (: νόσος κατά την οποία νεκρώνεται η κεφαλή του μηριαίου οστού)/φλεγμονή.|| (ως αποτέλεσμα απολύμανσης/αποστείρωσης:) ~ο: υλικό/χειρουργείο. ~ες: συνθήκες. Είσοδος του καθετήρα με ~η τεχνική. Μονάδα ~ης Νοσηλείας. Πβ. αποστειρωμένος, ασηπτικός. 2. (σπάν.) που δεν μπορεί να σαπίσει. [< 1: γαλλ. aseptique, αγγλ. aseptic 2: αρχ. ἄσηπτος]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.