Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • άσος [ἄσος] ά-σος ουσ. (αρσ.) & άσσος 1. ο αριθμός ένα και το σύμβολό του· η μονάδα στη βαθμολογία: Ποντάρω άσο σε αγώνα/δελτίο/στοίχημα (: σημειώνω τον αριθμό 1). Πιάνω τον άσο (: κάνω σωστή πρόβλεψη ότι θα κερδίσει η πρώτη ομάδα).|| Πήρε άσο στο μάθημα.|| (συνεκδ.) Φέρνω άσο (: την πλευρά του ζαριού). ~ και δύο (= ασόδυο). ~ μπαστούνι/κούπα (: το χαρτί της τράπουλας με την αντίστοιχη ένδειξη). Έπαιξε/έχασε ό,τι είχε και δεν είχε στον άσο (= στον τζόγο, στα χαρτιά). 2. (μτφ.) οτιδήποτε δίνει πλεονέκτημα σε κάποιον ή τον οδηγεί σε επιτυχία και συνήθ. εμφανίζεται σε κατάλληλη στιγμή: Κρατώ άσο στα χέρια μου. 3. (μτφ.) ως χαρακτηρισμός προσώπου με υψηλές επιδόσεις ή ικανότητες σε κάποιον τομέα, κυρ. στον αθλητισμό: διεθνής/έμπειρος/παλαίμαχος ~. ~ του βολάν. ~ των γηπέδων/της μπάλας. ~ στην κολύμβηση/στη φυσική. Πβ. αστέρι. 4. ΑΘΛ. (στο τένις και το βόλεϊ) σερβίς που αποτυγχάνει να υποδεχτεί ο αντίπαλος και συνεκδ. ο πόντος που κερδίζεται, σημειώνεται από αυτό. ● Υποκ.: ασάκι (το) (προφ.) βλ. σημ. 1: πιθανό ~ (: εντός έδρας νίκη μιας ομάδας). Βάζω ~ (: το σύμβολο 1 σε προγνωστικά αγώνων ποδοσφαίρου ή μπάσκετ). Βλ. διπλό. ● ΦΡ.: άσος στο μανίκι & κρυφός άσος: (συγκριτικό) πλεονέκτημα που δεν αποκαλύπτεται, για να αξιοποιηθεί την κατάλληλη στιγμή. Πβ. χρυσή εφεδρεία., αφήνω (κάποιον) στον άσο {κυρ. στον αόρ.} (προφ.): εγκαταλείπω κάποιον: Τον άφησε ~ ύστερα από δέκα χρόνια γάμου. Πβ. στα κρύα του λουτρού., βρέθηκε/έμεινε στον άσο & στον άσο (προφ.): υπέστη αποτυχία ή οικονομική καταστροφή, έχασε όλη του την περιουσία· εγκαταλείφθηκε από τους γύρω του: Έμεινε ~ από τον τζόγο., καρέ του άσου βλ. καρέ [< 1: μεσν. άσσο 2: ιταλ. asso 3: γαλλ. as 4: αγγλ. ace, γαλλ. ~, 1928]

καρέ

καρέ κα-ρέ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} 1. τετράδα: ~ νικών/τίτλων. Συμπληρώθηκε το ~ (: μαζεύτηκαν τέσσερα άτομα).|| (σε χαρτοπαίγνια) ~ του δέκα/της ντάμας/του ρήγα. ~ με βαλέδες. ~ για πρέφα. Κάνω ~ (: έχω τέσσερα τραπουλόχαρτα με το ίδιο νούμερο ή συνεχόμενα τραπουλόχαρτα με το ίδιο χρώμα). 2. τετράγωνο· τετράγωνος: (ΖΑΧΑΡ.) ~ σοκολάτας.|| (ως επίθ.) ~ τραπεζομάντιλο. Κέντημα ~.|| Μπλοκ/χαρτί ~ (: με τετραγωνάκια). Βλ. μιλιμετρέ.|| (ως επίρρ.) Ντομάτα/πιπεριά κομμένη ~ (: σε κυβάκια). 3. ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. καθένα από τα πλαίσια με εικόνες (στο φιλμ) ή με σχέδια (στα κόμικς): κινηματογραφικά ~. Πάγωμα ~. Λήψη τριών ~ ανά δευτερόλεπτο.|| Τα ~ της ιστορίας. ΣΥΝ. βινιέτα. 4. κοντό, σχετικά, κούρεμα με ίσο μήκος μαλλιών. Βλ. καπελάκι. 5. (στο ποδόσφαιρο) ο χώρος της μεγάλης και της μικρής περιοχής γύρω από το τέρμα: Η μπάλα παίζεται στα ~ των γηπεδούχων. 6. ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. κομμάτι σφαγίου από τη σπονδυλική στήλη ζώου, κομμένο κατάλληλα για μαγείρεμα: ~ αρνιού/μοσχαριού/χοιρινού. Πβ. μπριζόλα, παϊδάκι. Βλ. κόντρα, λαιμός, σπάλα. 7. η περιοχή πάνω από το στήθος· κατ' επέκτ. ντεκολτέ. 8. (σε πλοίο) σάλα που χρησιμεύει ως εντευκτήριο ή εστιατόριο για αξιωματικούς. ● Υποκ.: καρεδάκι (το): στις σημ. 1,2,4. ● ΦΡ.: καρέ του άσου (μτφ.): για επιτυχία σε τέσσερα σημεία: Με ~ ~ άγγιξε την κορυφή η ομάδα., καρέ-καρέ 1. ΚΙΝΗΜ. αναπαραγωγή του φιλμ με σταμάτημα σε καθένα από τα καρέ του: ~ ~ ανάλυση του βίντεο. Φωτογράφιση/ψηφιακή επεξεργασία εικόνας ~ ~. 2. (μτφ.) ανά εικόνα, στιγμιότυπο ή σκηνή· στιγμή προς στιγμή: ~ ~ τα γεγονότα/η επιχείρηση διάσωσης (= λεπτό προς λεπτό). Παρακολουθήστε ~ ~ το χρονικό της ... Είδε τη ζωή να περνάει ~ ~ από μπροστά του. Οι κάμερες κατέγραψαν ~ ~ τη ληστεία., στοπ καρέ βλ. στοπ [< γαλλ. carré]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.