άσος [ἄσος] ά-σος ουσ. (αρσ.) & άσσος 1. ο αριθμός ένα και το σύμβολό του· η μονάδα στη βαθμολογία: Ποντάρω άσο σε αγώνα/δελτίο/στοίχημα (: σημειώνω τον αριθμό 1). Πιάνω τον άσο (: κάνω σωστή πρόβλεψη ότι θα κερδίσει η πρώτη ομάδα).|| Πήρε άσο στο μάθημα.|| (συνεκδ.) Φέρνω άσο (: την πλευρά του ζαριού). ~ και δύο (= ασόδυο). ~ μπαστούνι/κούπα (: το χαρτί της τράπουλας με την αντίστοιχη ένδειξη). Έπαιξε/έχασε ό,τι είχε και δεν είχε στον άσο (= στον τζόγο, στα χαρτιά).2. (μτφ.) οτιδήποτε δίνει πλεονέκτημα σε κάποιον ή τον οδηγεί σε επιτυχία και συνήθ. εμφανίζεται σε κατάλληλη στιγμή: Κρατώ άσο στα χέρια μου.3. (μτφ.) ως χαρακτηρισμός προσώπου με υψηλές επιδόσεις ή ικανότητες σε κάποιον τομέα, κυρ. στον αθλητισμό: διεθνής/έμπειρος/παλαίμαχος ~. ~ του βολάν. ~ των γηπέδων/της μπάλας. ~ στην κολύμβηση/στη φυσική. Πβ. αστέρι.4. ΑΘΛ. (στο τένις και το βόλεϊ) σερβίς που αποτυγχάνει να υποδεχτεί ο αντίπαλος και συνεκδ. ο πόντος που κερδίζεται, σημειώνεται από αυτό. ● Υποκ.: ασάκι (το) (προφ.) βλ. σημ. 1: πιθανό ~ (: εντός έδρας νίκη μιας ομάδας). Βάζω ~ (: το σύμβολο 1 σε προγνωστικά αγώνων ποδοσφαίρου ή μπάσκετ). Βλ. διπλό. ● ΦΡ.: άσος στο μανίκι & κρυφός άσος: (συγκριτικό) πλεονέκτημα που δεν αποκαλύπτεται, για να αξιοποιηθεί την κατάλληλη στιγμή. Πβ. χρυσή εφεδρεία., αφήνω (κάποιον) στον άσο {κυρ. στον αόρ.} (προφ.): εγκαταλείπω κάποιον: Τον άφησε ~ ύστερα από δέκα χρόνια γάμου. Πβ. στα κρύα του λουτρού., βρέθηκε/έμεινε στον άσο & στον άσο (προφ.): υπέστη αποτυχία ή οικονομική καταστροφή, έχασε όλη του την περιουσία· εγκαταλείφθηκε από τους γύρω του: Έμεινε ~ από τον τζόγο., καρέ του άσου βλ. καρέ [< 1: μεσν. άσσο 2: ιταλ. asso 3: γαλλ. as 4: αγγλ. ace, γαλλ. ~, 1928]
καρέ
καρέ κα-ρέ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} 1. τετράδα: ~ νικών/τίτλων. Συμπληρώθηκε το ~ (: μαζεύτηκαν τέσσερα άτομα).|| (σε χαρτοπαίγνια) ~ του δέκα/της ντάμας/του ρήγα. ~ με βαλέδες. ~ για πρέφα. Κάνω ~ (: έχω τέσσερα τραπουλόχαρτα με το ίδιο νούμερο ή συνεχόμενα τραπουλόχαρτα με το ίδιο χρώμα).2. τετράγωνο· τετράγωνος: (ΖΑΧΑΡ.) ~ σοκολάτας.|| (ως επίθ.) ~ τραπεζομάντιλο. Κέντημα ~.|| Μπλοκ/χαρτί ~ (: με τετραγωνάκια). Βλ. μιλιμετρέ.|| (ως επίρρ.) Ντομάτα/πιπεριά κομμένη ~ (: σε κυβάκια).3. ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. καθένα από τα πλαίσια με εικόνες (στο φιλμ) ή με σχέδια (στα κόμικς): κινηματογραφικά ~. Πάγωμα ~. Λήψη τριών ~ ανά δευτερόλεπτο.|| Τα ~ της ιστορίας. ΣΥΝ. βινιέτα.4. κοντό, σχετικά, κούρεμα με ίσο μήκος μαλλιών. Βλ. καπελάκι.5. (στο ποδόσφαιρο) ο χώρος της μεγάλης και της μικρής περιοχής γύρω από το τέρμα: Η μπάλα παίζεται στα ~ των γηπεδούχων.6. ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. κομμάτι σφαγίου από τη σπονδυλική στήλη ζώου, κομμένο κατάλληλα για μαγείρεμα: ~ αρνιού/μοσχαριού/χοιρινού. Πβ. μπριζόλα, παϊδάκι. Βλ. κόντρα, λαιμός, σπάλα.7. η περιοχή πάνω από το στήθος· κατ' επέκτ. ντεκολτέ. 8. (σε πλοίο) σάλα που χρησιμεύει ως εντευκτήριο ή εστιατόριο για αξιωματικούς. ● Υποκ.: καρεδάκι (το): στις σημ. 1,2,4. ● ΦΡ.: καρέ του άσου (μτφ.): για επιτυχία σε τέσσερα σημεία: Με ~ ~ άγγιξε την κορυφή η ομάδα., καρέ-καρέ1. ΚΙΝΗΜ. αναπαραγωγή του φιλμ με σταμάτημα σε καθένα από τα καρέ του: ~ ~ ανάλυση του βίντεο. Φωτογράφιση/ψηφιακή επεξεργασία εικόνας ~ ~.2. (μτφ.) ανά εικόνα, στιγμιότυπο ή σκηνή· στιγμή προς στιγμή: ~ ~ τα γεγονότα/η επιχείρηση διάσωσης (= λεπτό προς λεπτό). Παρακολουθήστε ~ ~ το χρονικό της ... Είδε τη ζωή να περνάει ~ ~ από μπροστά του. Οι κάμερες κατέγραψαν ~ ~ τη ληστεία., στοπ καρέ βλ. στοπ [< γαλλ. carré]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.