Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • άσπιλος , η/ος, ο [ἄσπιλος] ά-σπι-λος επίθ. (λόγ.-λογοτ.) 1. (μτφ.) αγνός, άμεμπτος: ~ος: χαρακτήρας. ~η: ομορφιά/ψυχή. (επιτατ.) ~η και αμόλυντη (κυρ. για τη Θεοτόκο). ΣΥΝ. αστιγμάτιστος (1) 2. (σπάν.-κυριολ.) που δεν έχει κηλίδες, στίγματα, σημάδια: Η ~η λευκότητα του χιονιού. ● ΣΥΜΠΛ.: η άμωμος/άσπιλος σύλληψη βλ. σύλληψη [< μτγν. ἄσπιλος]

σύλληψη

σύλληψη σύλ-λη-ψη ουσ. (θηλ.) 1. η ενέργεια του συλλαμβάνω, αιχμαλώτιση, πιάσιμο: άδικη/επεισοδιακή ~. ~ δολοφόνου/συμμορίας. Επ' αυτοφώρω ~ διαρρήκτη. (Μαζικές) ~ήψεις λαθρομεταναστών/τρομοκρατών. ~ για διακίνηση ναρκωτικών. ~ και παράδοση/προσαγωγή στο τμήμα/προφυλάκιση του καταζητούμενου. Ανθρωποκυνηγητό για τη ~ δραπέτη. Κύμα/μπαράζ/ρεκόρ ~ήψεων. Αστυνομική επιχείρηση με ~ήψεις. Η ~ έγινε/πραγματοποιήθηκε τα ξημερώματα. Γλίτωσε/διέφυγε τη ~. Οι Αρχές βρίσκονται κοντά στη ~ του κακοποιού. Η αστυνομία προέβη/προχώρησε στη ~ των υπόπτων. Συνεχίζονται οι ~ήψεις για το σκάνδαλο. Δεν υπήρξαν ~ήψεις. Κατά τη ~ή του ο δράστης πρόβαλε αντίσταση. Πβ. αιχμαλωσία, μπαγλάρωμα, τσάκωμα, τσουβάλιασμα. ΑΝΤ. απελευθέρωση, αποφυλάκιση.|| Οι μεγαλύτερες γαρίδες είναι πιο δύσκολες στη ~ή τους. Πβ. παγίδευση.|| (για ζώα) ~ της τροφής.|| (ΝΟΜ.) ~ της φοροδιαφυγής (: εντοπισμός φοροφυγάδων). 2. ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. σχηματισμός του πρώτου κυττάρου ενός νέου οργανισμού με ένωση του ωαρίου και του σπερματοζωαρίου, έναρξη της εγκυμοσύνης: η διαδικασία της ~ης ενός παιδιού. Από τη στιγμή της ~ης ως τον τοκετό. Πβ. γονιμοποίηση. Βλ. αντι~. 3. διαμόρφωση στον νου μιας έννοιας, επινόηση και συνεκδ. επινόημα: ~ σχεδίου. Από τη θεωρητική ~ (: θεωρία) στην πρακτική εφαρμογή. Βιβλίο πρωτότυπο στη ~ή του. Βλ. αναπαράσταση, αφαίρεση, γενίκευση.|| Διανοητική/επαναστατική/καλλιτεχνική/μεγαλοφυής/πρωτοποριακή ~. ΣΥΝ. ιδέα, σκέψη. 4. ΑΣΤΡΟΝ. μετατροπή ανεξάρτητου ουράνιου σώματος σε δορυφόρο άλλου, μεγαλύτερης μάζας. ● ΣΥΜΠΛ.: ένταλμα σύλληψης: ΝΟΜ. δικαστική απόφαση που εκδίδεται από ανακριτή μετά από προηγούμενη σύμφωνη γνώμη εισαγγελέα, για τη σύλληψη προσώπου που κατηγορείται για αξιόποινη πράξη ή προκειμένου να εκτελεστεί ποινή η οποία του έχει ήδη επιβληθεί: Εκδόθηκε ~ ~ εναντίον/σε βάρος του, με την κατηγορία ... [< γαλλ. mandat d'arrêt] , η άμωμος/άσπιλος σύλληψη (λόγ.) & η άμωμη/άσπιλη σύλληψη: ΘΕΟΛ. που γίνεται με θαυμαστό τρόπο: ~ ~ του Ιησού από τη Θεοτόκο., ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης βλ. ένταλμα [< αρχ. σύλληψις, γαλλ. conception]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.