Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • άφθονος , η, ο [ἄφθονος] ά-φθο-νος επίθ.: που υπάρχει σε μεγάλη ποσότητα, μεγαλύτερη από την αναγκαία: ~ος: χρόνος/χώρος. ~η: βλάστηση. ~ο: φως (= άπλετο). ~α: προϊόντα. Πίνετε ~ο νερό. Πβ. μπόλικος, περίσσιος, πληθωρικός, υπεραρκετός. Βλ. υπερ~. ΑΝΤ. λίγος (1), λιγοστός ● επίρρ.: άφθονα & (λόγ.) -όνως [< αρχ. ἄφθονος]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.