Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • άχνη [ἄχνη] ά-χνη ουσ. (θηλ.) 1. ουσία σε μορφή πολύ λεπτής σκόνης. 2. αχνός. ● ΣΥΜΠΛ.: ζάχαρη άχνη/άχνη ζάχαρη βλ. ζάχαρη [< αρχ. ἄχνη]

ζάχαρη

ζάχαρηζά-χα-ρη ουσ. (θηλ.) & (σπάν.-λόγ.) ζάχαρις: ΖΑΧΑΡ. κρυσταλλική γλυκαντική ουσία της ομάδας των υδατανθράκων που εξάγεται κυρ. από το ζαχαροκάλαμο και τα ζαχαρότευτλα: επιτραπέζια/καστανή/λευκή/μαύρη/χοντρή/ψιλή ~. ~ σε κύβους. Υποκατάστατο ~ης (= ζαχαρίνη) για δίαιτα. Πίνει τον καφέ του με δύο κουταλιές ~/(προφ.) με δύο ~ες. (για συνταγή:) Ένα φλιτζάνι του τσαγιού ~. ΣΥΝ. σακχαρόζη. Βλ. γλυκόζη, στέβια, φρουκτόζη.|| (μτφ.) Ζωή γλυκιά σαν ~. (μτφ.-ειρων.) Κι επειδή βρέχει; Δεν θα λιώσεις, δεν είσαι από ~ (: για άτομο υπερευαίσθητο, που δεν αντέχει την ταλαιπωρία και παραπονιέται με το παραμικρό). ● ΣΥΜΠΛ.: ζάχαρη άχνη/άχνη ζάχαρη: λευκή ζάχαρη σε σκόνη, η οποία χρησιμοποιείται κυρ. στην παρασκευή γλυκών. ● ΦΡ.: (την) περνάω ζάχαρη (προφ.): καλοπερνώ: Είναι διακοπές και ~ει ~! ΣΥΝ. την περνάω/την βγάζω κοτσάνι, τα πάω/περνάω ζάχαρη με κάποιον (προφ.): διατηρώ πολύ καλές και αρμονικές σχέσεις μαζί του: Τα πάνε/περνάνε ~ οι δυο τους (: είναι μέλι-γάλα, συμφωνούν σε όλα)., τα λίγα λόγια ζάχαρη και τα καθόλου μέλι βλ. λόγια [< μεσν. ζάχαρη]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.