άχνη [ἄχνη] ά-χνη ουσ. (θηλ.) 1. ουσία σε μορφή πολύ λεπτής σκόνης. 2. αχνός. ● ΣΥΜΠΛ.: ζάχαρη άχνη/άχνη ζάχαρη βλ. ζάχαρη [< αρχ. ἄχνη]
ζάχαρη
ζάχαρηζά-χα-ρη ουσ. (θηλ.) & (σπάν.-λόγ.) ζάχαρις: ΖΑΧΑΡ. κρυσταλλική γλυκαντική ουσία της ομάδας των υδατανθράκων που εξάγεται κυρ. από το ζαχαροκάλαμο και τα ζαχαρότευτλα: επιτραπέζια/καστανή/λευκή/μαύρη/χοντρή/ψιλή ~. ~ σε κύβους. Υποκατάστατο ~ης (= ζαχαρίνη) για δίαιτα. Πίνει τον καφέ του με δύο κουταλιές ~/(προφ.) με δύο ~ες. (για συνταγή:) Ένα φλιτζάνι του τσαγιού ~. ΣΥΝ. σακχαρόζη. Βλ. γλυκόζη, στέβια, φρουκτόζη.|| (μτφ.) Ζωή γλυκιά σαν ~. (μτφ.-ειρων.) Κι επειδή βρέχει; Δεν θα λιώσεις, δεν είσαι από ~ (: για άτομο υπερευαίσθητο, που δεν αντέχει την ταλαιπωρία και παραπονιέται με το παραμικρό). ● ΣΥΜΠΛ.: ζάχαρη άχνη/άχνη ζάχαρη: λευκή ζάχαρη σε σκόνη, η οποία χρησιμοποιείται κυρ. στην παρασκευή γλυκών. ● ΦΡ.: (την) περνάω ζάχαρη (προφ.): καλοπερνώ: Είναι διακοπές και ~ει ~! ΣΥΝ. την περνάω/την βγάζω κοτσάνι, τα πάω/περνάω ζάχαρη με κάποιον (προφ.): διατηρώ πολύ καλές και αρμονικές σχέσεις μαζί του: Τα πάνε/περνάνε ~ οι δυο τους (: είναι μέλι-γάλα, συμφωνούν σε όλα)., τα λίγα λόγια ζάχαρη και τα καθόλου μέλι βλ. λόγια [< μεσν. ζάχαρη]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.