άψε σβήσε [ἅψε σβῆσε] ά-ψε σβή-σε επίρρ.: κυρ. στη ● ΦΡ.: στο άψε σβήσε (προφ.): αμέσως, ταχύτατα, στη στιγμή: Έφτιαξε φαγητό ~ ~. Ο καβγάς φούντωσε ~ ~. ΣΥΝ. μάνι-μάνι, μέχρι/ώσπου/όσο να πεις κύμινο/κρεμμύδι, στο πι και φι, στο πιτς-φιτίλι, στο τάκα-τάκα, στο τσάκα-τσάκα, ώσπου να πεις αμήν [< μεσν. προστ. του άφτω & σβήνω]
βερμούτ βερ-μούτ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. οινοπνευματώδες ποτό που παρασκευάζεται από κρασί και εκχυλίσματα διαφόρων βοτάνων, κυρ. αψιθιάς, και προσφέρεται ως απεριτίφ ή αποτελεί συστατικό κοκτέιλ: γλυκό/κόκκινο/λευκό/ξηρό ~. Βλ. αψέντι, μαρτίνι. ● Υποκ.: βερμουτάκι (το) [< γαλλ. vermout(h)]
μάρτυρας
μάρτυρας μάρ-τυ-ρας ουσ. (αρσ. + θηλ.) {(θηλ. γεν. μάρτυρος) | μαρτύρ-ων} 1. πρόσωπο που βλέπει ή αντιλαμβάνεται κάποιο γεγονός και είναι σε θέση να μιλήσει γι' αυτό: αξιόπιστος ~. ~ του ατυχήματος/της δολοφονίας/του εγκλήματος/του τροχαίου. Βρέθηκα/ήμουν ~ στο περιστατικό.|| (μτφ.) Η περιοχή έγινε ~ καταστροφών (: γνώρισε καταστροφές).2. ΝΟΜ. & (λόγ.) μάρτυς: πρόσωπο που καταθέτει ενόρκως ενώπιον Αρχής για δικαστική υπόθεση και απαντά σε ερωτήσεις σχετικά με το τι είδε και γνωρίζει· που παρίσταται σε επίσημη πράξη, με στόχο την πιστοποίησή της: αυτόκλητος/βασικός/κύριος/προστατευόμενος ~. ~ κατηγορίας/υπεράσπισης. ~ σε δίκη. ~-κλειδί. ~ ενώπιον ανακριτή/δικαστή/δικαστηρίου/ενόρκων/επιτροπής/στρατοδικείου. ~ εναντίον/υπέρ του ... Κατάθεση/κλήτευση/προσαγωγή/ψευδορκία ~α. Εμφανίζομαι/εξετάζομαι/παρουσιάζομαι/προσέρχομαι ως ~. Η αξιοπιστία του ~α αμφισβητήθηκε. Ο ~ ορκίστηκε στο Ευαγγέλιο. Είστε σίγουρος, κύριε μάρτυς, ότι αυτοί είναι οι δράστες; Καθεστώς προστασίας ~ων. Βλ. ψευδο~.|| Η δήλωση έγινε ενώπιον ~ων. Η διαθήκη συντάχθηκε/υπογράφηκε παρουσία ~ων.3. (κατ' επέκτ.) οτιδήποτε χρησιμεύει ως ένδειξη ή απόδειξη: Τα ευρήματα αποτελούν ~ες της ύπαρξης προϊστορικών λαών.4. ΕΚΚΛΗΣ. & (λόγ.) μάρτυς: χριστιανός που διώχθηκε, υπέστη βασανιστήρια και θανατώθηκε για την πίστη του: ~ της Εκκλησίας. Η κάρα/το λείψανο του ~α. Το αίμα/η μνήμη των ~ων. Πβ. ιερο~. Βλ. άγιος, μεγαλο~, νεο~, οσιο~, πρωτο~, ομολογητής.5. (μτφ.) αυτός που έχασε τη ζωή του για κάποιο ιδανικό ή/και για τα πιστεύω του· κατ' επέκτ. πρόσωπο που δεινοπαθεί, ταλαιπωρείται: ~ της ειρήνης/της ελευθερίας. Βλ. εθνο~, ηρωο~.|| Πώς αντέχει τόση γκρίνια; Είναι ~ (πβ. ήρωας)! ● ΣΥΜΠΛ.: αδιάψευστος/αψευδής μάρτυρας & αδιάψευστη/αψευδής μαρτυρία: βέβαιο, αδιάσειστο αποδεικτικό στοιχείο: Το βιντεοσκοπημένο υλικό είναι ο ~ ~ της συνάντησής τους., αυτήκοος μάρτυρας βλ. αυτήκοος, αυτόπτης μάρτυρας βλ. αυτόπτης, μάρτυρες του Ιεχωβά βλ. Ιεχωβά ● ΦΡ.: μάρτυς/μάρτυράς μου ο Θεός: (σε όρκο) για διαβεβαίωση περί της αλήθειας των λεγομένων: ~ ~, δεν το ήθελα/ήξερα!, τι χρείαν έχομεν (άλλων) μαρτύρων; βλ. χρεία [< μεσν. μάρτυρας, 4,5: γαλλ. martyr]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.