Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • έγχρονος , η, ο [ἔγχρονος] έγ-χρο-νος επίθ. (λόγ.): που προσδιορίζεται από τα όρια του χρόνου: Η ~η και πεπερασμένη ύπαρξη του ανθρώπου. Βλ. άχρονος, -χρονος.

άχρονος

άχρονος, η, ο [ἄχρονος] ά-χρο-νος επίθ. 1. που δεν προσδιορίζεται από τα όρια του χρόνου ή της ιστορίας: ~ο: Σύμπαν. Ο Θεός είναι ~.|| (ως ουσ.) Το υπερβατικό και το ~ο. Πβ. αιώνιος. 2. ΜΟΥΣ. που δεν έχει κανονικό μουσικό χρόνο, συγκεκριμένο μέτρο: ~η: μελωδία. Βλ. -χρονος. [< 1: μτγν. ἄχρονος]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.