Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 8 εγγραφές  [0-8]


  • έδρα [ἕδρα] έ-δρα ουσ. (θηλ.) {εδρ-ών} 1. τόπος ή κτίριο όπου λειτουργεί ή στεγάζεται μόνιμα η διοίκηση Αρχής ή νομικού προσώπου: η ~ των Ηνωμένων Εθνών/του ΝΑΤΟ. Η νόμιμη ~ της τράπεζας. Η ιστορική έδρα του δήμου ... Το νησί αποτελεί διοικητική ~ του Πανεπιστημίου. Η ~ (: τα κεντρικά γραφεία) της επιχείρησης/του ιδρύματος/του ομίλου. Έχει ως επαγγελματική ~ την οικία της. (για νομικό πρόσωπο) Η καταστατική ~ (: που ορίζεται από το καταστατικό) και η πραγματική ~ (: όπου πράγματι λειτουργεί η διοίκηση).|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Επισκοπική ~. Η ~ του Πατριαρχείου (= πατριαρχική ~).|| (προφ.) Επιστρέψαμε στην ~ μας (= στον τόπο διαμονής). Πβ. βάση. 2. (μτφ.) θέση ή αξίωμα δημόσιου λειτουργού σε ένα σώμα· κυρ. καθεμία από τις βουλευτικές θέσεις τις οποίες έχει μια εκλογική περιφέρεια ή κερδίζει ένα κόμμα στις εκλογές· (ειδικότ.-παλαιότ.) θέση καθηγητή σε ανώτερο ή ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα: Προκήρυξη για την πλήρωση μιας ~ας τακτικού μέλους της Ακαδημίας Αθηνών. Δικαστική ~. (περιληπτ., το σύνολο των δικαστών σε μια δίκη:) H ~ αποφάσισε κατά πλειοψηφία ότι ... Ο εισαγγελέας της ~ας.|| Κοινοβουλευτική ~. Απόλυτη πλειοψηφία ~ών στη Βουλή. Κατανομή ~ών. Η αναλογικότητα ψήφων-~ών. Το κόμμα έχασε συνολικά ... ~ες.|| Πανεπιστημιακή ~. Πβ. θώκος. 3. ΑΘΛ. το γήπεδο μιας ομάδας· συνεκδ. το σύνολο των οπαδών της που παρευρίσκονται σε αυτό και η ατμόσφαιρα που δημιουργούν κατά τη διεξαγωγή ενός αγώνα, ως παράγοντες που επηρεάζουν την έκβασή του: απόρθητη (: για ανίκητη ομάδα στους εντός του γηπέδου της αγώνες)/ουδέτερη (: που δεν είναι το γήπεδο καμιάς από τις αγωνιζόμενες ομάδες)/φυσική ~. Νικήσαμε/χάσαμε στην ~ μας.|| Γερή/δύσκολη/σκληρή ~.|| (προφ.) Διαιτητής που παίζει/σφυρίζει ~ (: μεροληπτεί υπέρ των γηπεδούχων). 4. βάθρο ομιλητή, δασκάλου, δικαστή, εφοδιασμένο με κάθισμα ή γραφείο: υπερυψωμένη ~. Ο πρόεδρος της Βουλής ανέβηκε στην ~ (πβ. βήμα). Πβ. εξ~, πόντιουμ. 5. (λόγ.) κάθισμα: ανακλινόμενη/περιστρεφόμενη ~. Ενιαία/ξεχωριστή ~-πλάτη πολυθρόνας. ~ που ρυθμίζεται καθ' ύψος. Ηλεκτρονική ανύψωση ~ας. Πβ. θέση. 6. ΓΕΩΜ. καθένα από τα πολύγωνα που αποτελούν την κλειστή επιφάνεια ενός στερεού σχήματος ή τα ημιεπίπεδα μιας δίεδρης γωνίας: τριγωνικές ~ες. Οι ~ες του κύβου.|| Οι ~ες του διαμαντιού. 7. ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. πρωκτός· γλουτοί, οπίσθια. Πβ. σφιγκτήρας. 8. (επιστ.) κέντρο: ~ της νόησης είναι ο εγκέφαλος. ● ΣΥΜΠΛ.: η Αγία Έδρα: ΘΡΗΣΚ. το Βατικανό ως τόπος όπου διαμένει και ασκεί την εξουσία του ο πάπας· συνεκδ. οι εκπρόσωποί του. [< ιταλ. la Santa Sede] , πλεονέκτημα/μειονέκτημα έδρας: ΑΘΛ. για περιπτώσεις όπου μια ομάδα είναι γηπεδούχος ή φιλοξενούμενη στον πρώτο από μια σειρά αγώνων, επομένως πλεονεκτεί ή μειονεκτεί, αντίστοιχα, έναντι της αντιπάλου της στην προσπάθεια να συμπληρώσει τον απαιτούμενο αριθμό νικών για πρόκριση σε επόμενη φάση ή κατάκτηση τροπαίου: Διατηρούν το πλεονέκτημα (της) έδρας. ● ΦΡ.: εκτός έδρας 1. ΑΘΛ. στο γήπεδο αντίπαλης ομάδας: νίκη ~ ~. 2. ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. μακριά από τον μόνιμο τόπο εργασίας και διαμονής: Μισθωτός που εργάζεται ~ ~.|| (ως επίθ.) ~ ~ διανυκτέρευση (υπαλλήλου).|| (ως ουσ.) Τα ~ ~. , εντός έδρας: ΑΘΛ. στο γήπεδο που αποτελεί την έδρα της ομάδας: το τελευταίο ~ ~ παιχνίδι. Παίζουμε ~ ~., παρά φύση έδρα & (λόγ.) παρά φύσιν έδρα: ΙΑΤΡ. τεχνητό απεκκριτικό στόμιο στην κοιλιακή χώρα, που δημιουργείται με ειλεοστομία. [< αγγλ. abdominal anus, γαλλ. anus abdominal] [< αρχ. ἕδρα, γαλλ. siège, chaire 6: μτγν. ἕδρα]
  • εδράζει [ἑδράζει] ε-δρά-ζει ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {συνήθ. σε μεσοπαθ. ενεστ. κ. παρατ., (σπανιότ.) εδράστηκε, εδραστεί, εδραζ-όμενος} (λόγ.) 1. (συνήθ. μτφ.) βασίζει, στηρίζει, θεμελιώνει: Δεν ~ την ανάλυσή του σε ουτοπικές ιδέες και γνώμες. 2. (καταχρ., αντί για εδρεύει) έχει την έδρα του (για εταιρείες, οργανισμούς, ιδρύματα). ● Παθ.: εδράζεται: (+ σε) στερεώνεται, βασίζεται: Ο κώνος ~ σε οριζόντιο επίπεδο.|| (μτφ.) Η συμφωνία/η φιλοσοφία ~ σε ... (= στηρίζεται, θεμελιώνεται). [< μτγν. ἑδράζω ‘εγκαθιστώ, εγκαθιδρύω’]
  • εδραίος , α, ο [ἑδραῖος] ε-δραί-ος επίθ. (λόγ.) 1. (μτφ.) εδραιωμένος: ~α: πεποίθηση. ~ες: αντιλήψεις (= παγιωμένες). Πβ. βάσιμος, σταθερός. 2. που είναι μόνιμα εγκατεστημένος κάπου: (ΑΝΘΡΩΠ.) νομαδικές και ~ες κοινωνίες.|| (ΖΩΟΛ.) ~οι: οργανισμοί (: που μετακινούνται ελάχιστα). 3. ΑΝΑΤ. που βρίσκεται κοντά στον πρωκτό: (ΖΩΟΛ.) ~ο: πτερύγιο. ● ΣΥΜΠΛ.: εδραία θέση 1. ΓΥΜΝ. στάση του σώματος κατά την οποία το άτομο είναι καθιστό και ο κορμός του σχηματίζει ορθή γωνία με τα πόδια του: κοιλιακοί σε ~ ~. Δίπλωση από ~ ~. 2. (μτφ.) πάγια και ακλόνητη αντίληψη, άποψη, πεποίθηση: ~ ~ της κυβέρνησης αποτελεί ... [< 1: αρχ. ἑδραῖος]
  • εδραιωμένος , η, ο [ἑδραιωμένος] ε-δραι-ω-μέ-νος επίθ.: που έχει σταθεροποιηθεί, παγιωθεί: ~η: αντίληψη/άποψη/πεποίθηση (= θεμελιωμένη). ~ο: όνομα (= καταξιωμένο). Σχέση εμπιστοσύνης ~η σε ισχυρές ηθικές βάσεις. ΣΥΝ. παγιωμένος.
  • εδραιώνω [ἑδραιώνω] ε-δραι-ώ-νω ρ. (μτβ.) {εδραίω-σε, εδραιώ-σει, -θηκε, -θεί, -μένος, εδραιών-οντας, συνήθ. στο γ' πρόσ.}: καθιστώ κάτι στέρεο, σταθερό ή ισχυρό, το ενισχύω, ώστε να γίνει ακλόνητο: ~ει την ηγετική του θέση. ~σε την ειρήνη/την εξουσία του/τη νίκη. Το κράτος δικαίου ~εται σταδιακά. Άποψη/στάση που ~εται. Η Ευρώπη ~ει τις σχέσεις της με τους γείτονές της. Η δημοκρατία/συνεργασία ~θηκε. Η ομάδα ~θηκε στην τρίτη θέση της βαθμολογίας. Κάποιος/κάτι έχει ~θεί στη συνείδηση του κόσμου. Πβ. παγιώνω, ισχυρο-, μονιμο-, σταθερο-ποιώ. ΑΝΤ. κλονίζω (1) [< μτγν. ἑδραιῶ]
  • εδραίωση [ἑδραίωση] ε-δραί-ω-ση ουσ. (θηλ.): η ενέργεια ή/και το αποτέλεσμα του εδραιώνω: ~ της δημοκρατίας/της ειρήνης/της εμπιστοσύνης/της σταθερότητας. Προσπάθειες για την ~ της εκεχειρίας. ~ της πεποίθησης ότι ... Πβ. ισχυρο-, σταθερο-ποίηση, παγί-, στερέ-ωση. ● ΣΥΜΠΛ.: πλάνο εδραίωσης βλ. πλάνο [< μεσν. εδραίωσις]
  • έδρανο [ἕδρανο] έ-δρα-νο ουσ. (ουδ.) {εδράν-ου} 1. κάθισμα στο οποίο έχει προσαρτηθεί μικρός πάγκος (συνήθ. στη Βουλή και στο Πανεπιστήμιο): άδεια ~α. Τα ~α της αντιπολίτευσης/Πολιτικής Αγωγής. Τα ~α του αμφιθεάτρου. Πβ. εδώλιο, θρανίο. 2. ΜΗΧΑΝΟΛ. εξάρτημα μηχανής, κυρ. γεννήτριας, το οποίο στηρίζει και καθοδηγεί ή ωθεί περιστρεφόμενο άξονα: ένσφαιρο (πβ. ρουλεμάν)/ωστικό ~. ~ ζεύξης/κύλισης/ολίσθησης. Πβ. εφέδρανο, κουζινέτο. Βλ. βάση, έρεισμα, στήριγμα. [< αρχ. ἕδρανον 'κάθισμα', μτγν. ~ ‘υποστήριγμα’]
  • έδρασα βλ. δρω

βάση

βάση βά-ση ουσ. (θηλ.) {-ης (λόγ.) -εως | -εις, -εων} 1. καθετί πάνω στο οποίο στέκεται, στηρίζεται, σταθεροποιείται ή στερεώνεται κάτι: αποσπώμενη/γυάλινη/ενσωματωμένη/μαρμάρινη/μεταλλική/ξύλινη ~. Η ~ του αγάλματος (πβ. βάθρο)/του κίονα (πβ. σπείρα, στυλοβάτης)/της κολόνας/του ναού (πβ. κρηπίδωμα)/του τηλεσκοπίου. ~ γραφείου (για οθόνη)/τοίχου (για τηλεόραση).|| Στη ~ του βουνού/του βράχου (= στους πρόποδες).|| ~ τάρτας (πβ. ζύμη).|| (ΑΝΑΤ.) Η ~ του δοντιού/του εγκεφάλου/της καρδιάς/του κρανίου (: το κατώτερο τμήμα).|| (ΓΕΩΜ.) Η ~ του κώνου/της πυραμίδας/του τραπεζίου/του τριγώνου. Βλ. πλευρά.|| (μτφ.) Στη ~ του βαθμολογικού πίνακα/της κατάταξης (: στην κατώτερη θέση). Βλ. ανά-, διά-, μετά-, παρά-βαση. ΑΝΤ. κορυφή (1) 2. (μτφ.) θεμελιώδης αρχή, στοιχείο, δεδομένο πάνω στο οποίο στηρίζεται μια πρόταση, μια θεωρία, μια κίνηση, ένα σύστημα: ~ αναφοράς/σύγκρισης. Η ~ ενός προβληματισμού/συλλογισμού (πβ. αφετηρία). Συνομιλίες σε κοινά αποδεκτή ~. Ισχυρισμός που δεν έχει λογική ~ (= αβάσιμος, αστήρικτος). Ανυπόστατη καταγγελία χωρίς ~ (πβ. έρεισμα, στήριγμα). Το επιχείρημα είναι σαθρό στη ~ του. Εξέταση του θέματος από/πάνω σε ηθική/θεωρητική/οικονομική/πολιτική ~ (= άποψη, πλευρά). Κοινή ~ συνεννόησης. Στρατηγική που χρησιμεύει ως ~ των μελλοντικών ενεργειών. Για την έρευνά μου έχω/λαμβάνω ως ~ τα εξής ... Το ζήτημα τέθηκε σε νέα ~/επί νέας ~ης. Το συστηματικό διάβασμα αποτελεί τη ~ της επιτυχίας. Διαρθρωτικές αλλαγές σε επίπεδο ~ης. Παροχή υπηρεσιών ευρείας ~ης (= μεγάλης γκάμας). Έβαλαν/έθεσαν τις ~εις για πολιτιστική ανάπτυξη. Οργάνωση της κοινωνίας πάνω σε γερές/σταθερές/στέρεες ~εις (= θεμέλια).|| Εταιρεία λαϊκής ~ης. 3. ο πιο χαμηλός βαθμός, για να θεωρηθεί επιτυχής μια εξέταση: Έγραψε ακριβώς τη ~ (π.χ. δέκα στο Γυμνάσιο και το Λύκειο, πέντε στο Πανεπιστήμιο)/κάτω από τη ~ (= κόπηκε)/πάνω από τη ~ (= πέρασε). Έπιασε/πήρε τη ~. 4. περιοχή ή χώρος με εγκαταστάσεις όπου οργανώνονται και πραγματοποιούνται διάφορες επιχειρήσεις: (ΣΤΡΑΤ.) αεροπορική/ναυτική ~. Μυστική ~. ~ ανεφοδιασμού (αεροσκαφών/πλοίων)/εκτόξευσης (πυραύλων)/υποβρυχίων. ~ του ΝΑΤΟ.|| Διαστημική ~. 5. έδρα ή τόπος διαμονής: η ~ μιας επιχείρησης. Γυρίζω/επιστρέφω στη ~ μου. Εγκαταλείπω τη/φεύγω από τη ~ μου. 6. ΠΟΛΙΤ. τα μέλη ή/και οι οπαδοί ενός κόμματος ή γενικότ. μιας οργάνωσης: η εκλογική/εργατική/κομματική ~. ΑΝΤ. ηγεσία (1), κορυφή (2) 7. κύριο, απαραίτητο συστατικό (μίγματος, προϊόντος): αρώματα με ~ τη λεβάντα. Κρέμα προσώπου με ~ φυτικά έλαια.|| Έβαψε τα δωμάτια σε διάφορες αποχρώσεις με ~ το μπλε. 8. προϊόν που τοποθετείται ως υπόστρωμα σε επιφάνεια: ~ βερνικιού (πβ. αστάρι, στόκος).|| ~ μέικ απ (πβ. φον ντε τεν). Διάφανη ~ νυχιών. 9. ΧΗΜ. ουσία που παράγει άλας και νερό, όταν αντιδρά με οξύ: ασθενής/ισχυρή ~. Βλ. εξουδετέρωση. 10. ΜΑΘ. ακέραιος αριθμός μεγαλύτερος του ένα, ο οποίος έχει επιλεγεί για τη δημιουργία συστήματος αρίθμησης (π.χ. το δύο για το δυαδικό, το δέκα για το δεκαδικό). 11. ΓΛΩΣΣ. (σπάν.) ρίζα, θέμα (λέξης). 12. ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ. (στον μαρξισμό) η οικονομική διάρθρωση μιας κοινωνίας, δηλ. το σύνολο των παραγωγικών σχέσεων, σε αντιδιαστολή με το εποικοδόμημα. Βλ. υπερδομή. ΣΥΝ. υποδομή (3) ● βάσεις (οι) 1. η κατώτερη βαθμολογία κυρ. για εισαγωγή σε ανώτατη ή ανώτερη Σχολή ή για διορισμό στο Δημόσιο κατόπιν γραπτού διαγωνισμού, η οποία καθορίζεται από τον βαθμό του τελευταίου (στη σειρά κατάταξης) από τους επιτυχόντες που μπορούν να γίνουν δεκτοί: άνοδος/αύξηση/μείωση/πτώση των ~εων (εισαγωγής στα ΑΕΙ). Οι ~ ανέβηκαν/έπεσαν. Στα ύψη εκτινάχθηκαν/εκτοξεύθηκαν/έφτασαν οι ~ της Ιατρικής. Ανακοινώθηκαν/βγήκαν οι ~. ~ μορίων μετάθεσης. 2. εφόδια, κυρ. γνώσεις ή ηθικές αρχές: Αποκτώ ~εις στο δημοτικό. Έχει καλές ~ (= υπόβαθρο) στα μαθηματικά.|| Έλαβε/πήρε γερές/σωστές ~ από τους γονείς (βλ. ανατροφή)/την οικογένειά/το σπίτι του (= θεμέλια). ● ΣΥΜΠΛ.: βάση δεδομένων & βάση (συντομ. ΒΔ): ΠΛΗΡΟΦ. συλλογή, καταχώρηση και οργάνωση πληροφοριών σε ένα αρχείο, ώστε να είναι διαθέσιμες για αναζήτηση και ανάκτηση: ηλεκτρονική/ψηφιακή ~ ~. [< αγγλ. database, 1962] , βάση διανυσματικού χώρου: ΜΑΘ. κάθε σύνολο γραμμικά ανεξάρτητων διανυσμάτων τέτοιο, ώστε καθένα από αυτά να μπορεί να γραφεί ως γραμμικός συνδυασμός των διανυσμάτων της βάσης., αζωτούχες βάσεις βλ. αζωτούχος, σταθμός βάσης βλ. σταθμός, συμπληρωματικές βάσεις βλ. συμπληρωματικός, φορολογική βάση βλ. φορολογικός ● ΦΡ.: δίνω βάση σε (κάτι): δίνω προσοχή, σημασία: Μη ~εις ~ στα κουτσομπολιά του κόσμου/σε φήμες. Δώσε ~ σε ό,τι σου λέω (= πρόσεξε)!, κατά βάση & (λόγ.) κατά βάσιν: κυρίως, βασικά· σε βασικές γραμμές: Τα βιβλία του είναι ~ ~ ιστορικά. Πβ. κατά κύριο λόγο, κατ’ ουσία(ν), πρωτίστως.|| ~ ~ συμφωνώ με την απόφαση. Πβ. επί της αρχής., με βάση (+ αιτ.) & (λόγ.) βάσει (+ γεν.): σύμφωνα με, με κριτήριο: Χωρισμός σε ομάδες με ~ την ηλικία. Βάσει (του) Νόμου, έχω το δικαίωμα να ..., σε ... βάση & (λόγ.) επί ... βάσεως: για δήλωση χρόνου, τρόπου: σε διαρκή/μακροπρόθεσμη/μόνιμη/σταθερή ~. Εξυπηρέτηση πελατών επί εικοσιτετραώρου βάσεως.|| Σε εθελοντική/ισότιμη ~ (= εθελοντικά, ισότιμα). [< αγγλ. on a ... basis] , στη βάση & (λόγ.) επί τη βάσει (+ γεν.): βασιζόμενος σε, στηριζόμενος σε: Το πρόβλημα πρέπει να εξεταστεί ~ ~ του δημόσιου διαλόγου. Υπολογισμός των κερδών της εταιρείας επί τη βάσει των εσόδων και εξόδων της., από μηδενική βάση βλ. μηδενικός, βάσει σχεδίου βλ. σχέδιο [< αρχ. βάσις, αγγλ. base, basis, γαλλ. base, γερμ. Basis]

δρω

δρω [δρῶ] ρ. (αμτβ.) {δρα ..., δρώντας | έδρα-σα, δρά-σω, λόγ. μτχ. δρων, δρώσα, δρων· συνήθ. στο γ' πρόσ.}: ενεργώ, ενεργοποιούμαι: Δρα ανενόχλητα/αυτόνομα/ελεύθερα/υπογείως. Οργανώσεις που δρουν ενάντια στον κοινωνικό αποκλεισμό. Η Αστυνομία ~σε αμέσως. Οι γνωστοί-άγνωστοι/οι κερδοσκόποι ~σαν και πάλι. Δρων πολιτικός οργανισμός. Το δρων υποκείμενο. Πβ. δραστηριο-, κινητο-ποιώ, κινούμαι. Βλ. αδρανώ, αντιδρώ.δρα: επιδρά, επενεργεί: (Κάτι) ~ αποτρεπτικά/ευεργετικά. Η υγιεινή διατροφή ~ προστατευτικά για πολλά νοσήματα. Χρειάζεται ένας μήνας, για να ~σει το φάρμακο. Κρέμα που ~ άμεσα και αποτελεσματικά για κάθε τύπο δέρματος. [< αρχ. δρῶ, γαλλ. agir, αγγλ. act]

πλάνο

πλάνο πλά-νο ουσ. (ουδ.) 1. πρόγραμμα, σχέδιο που αναλύει έναν ευρύτερο στόχο σε επιμέρους στάδια: επενδυτικό/επιχειρηματικό/οικονομικό ~. Δεκαετές/εβδομαδιαίο/ετήσιο ~. ~ ανάπτυξης/δράσης/ενεργειών/εργασίας/μαθήματος/μάρκετινγκ. Έλλειψη ~ου (= προγραμματισμού, σχεδιασμού). ~ Β (βλ. σχέδιο Β). Κατάρτιση/υλοποίηση ενός ~ου. Δεν υπάρχει (ένα) καθορισμένο/σαφές/συγκεκριμένο ~. Δεν έχουν ~/κινούνται χωρίς ~. Άλλαξαν τα ~α του. Ακολουθώ/εφαρμόζω/καταστρώνω/τροποποιώ το ~. Όλα έγιναν σύμφωνα με το (αρχικό/βασικό) ~. Η αγορά ενός σπιτιού δεν βρίσκεται/είναι/περιλαμβάνεται στα ~α τους. Πβ. ατζέντα. 2. σχεδιάγραμμα: ~ βιβλιοθήκης/θέσεων. Γενικό ~ του εκθεσιακού χώρου. 3. ΚΙΝΗΜ. η πιο μικρή ενότητα ενός φιλμ· συνεκδ. λήψη: κινηματογραφικά/τηλεοπτικά/ψηφιακά ~α. Αμοντάριστα/μονταρισμένα ~α. Εξωτερικά/εσωτερικά ~α (: σε εξωτερικούς/εσωτερικούς χώρους). Σταθερά/στατικά ~α. ~α αρχείου. Τράβηξε ένα γενικό ~ του χώρου/κοντινό ~ (= γκρο πλαν) της ηθοποιού. Παρακολουθώ/προβάλλονται ~α της ταινίας/από την ταινία. Βλ. κάδρο, καρέ, σεκάνς, σκηνή. ● ΣΥΜΠΛ.: αμερικανικό πλάνο: ΚΙΝΗΜ. στο οποίο οι άνθρωποι καδράρονται από το κεφάλι μέχρι τα γόνατα. [< γαλλ. plan americain] , πλάνο εδραίωσης: ΚΙΝΗΜ. γενικό πλάνο με το οποίο προβάλλονται τα αντικείμενα, οι ηθοποιοί και οι μεταξύ τους σχέσεις στον χώρο: Ταινία που ξεκινά με ένα ~ ~., σε πρώτο/δεύτερο πλάνο 1. (μτφ.) σε πρώτη/δεύτερη θέση από άποψη ενδιαφέροντος, σπουδαιότητας: Ερώτημα/θέμα/πρόβλημα που έρχεται/περνά/μπαίνει σε πρώτο ~ (: στο επίκεντρο της προσοχής). Βάζω/θέτω (κάτι) ~ ~. Ο πολιτισμός (βρίσκεται/έμεινε) σε δεύτερο ~ (: μπήκε σε δεύτερη μοίρα). 2. ΚΙΝΗΜ. -ΦΩΤΟΓΡ. στο μπροστινό/πίσω μέρος της εικόνας: Στο πρώτο ~ διακρίνεται ... Σε δεύτερο ~ φαίνεται ... (πβ. φόντο). [< γαλλ. au premier/second plan ] [< γαλλ. plan]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.