φύση φύ-ση ουσ. (θηλ.) {-ης (λόγ.) -εως} 1. (κ. με κεφαλ. Φ) το σύνολο της χλωρίδας, της πανίδας και των γεωγραφικών σχηματισμών ως μέρος της εξωτερικής επιφάνειας της Γης, το οποίο αποτελεί το περιβάλλον στο οποίο ζει ο άνθρωπος: αγνή/άγρια/παρθένα ~. Η μητέρα ~. Τα αγαθά/το μεγαλείο/τα μυστήρια/οι νόμοι/η πολυμορφία/η σοφία της ~ης. Πβ. κόσμος, σύμπαν, φυσικό περιβάλλον. Βλ. βιοποικιλότητα.|| Εκμετάλλευση/εξερεύνηση/προστασία της ~ης (βλ. οικολογία). Αρμονική συνύπαρξη ανθρώπου-~ης. Ο σεβασμός στη ~.2. εξοχή: η ελληνική ~. Διακοπές/δραστηριότητες/εκδρομή/επιστροφή/πεζοπορία στη ~. Ζω στη ~. Πβ. ύπαιθρος.3. η βιολογική, σωματική ή ψυχική υπόσταση ενός ατόμου: η ανδρική/γυναικεία/παιδική ~. Ο άνθρωπος από τη ~ του είναι κοινωνικός (: είναι γνώρισμά του).|| Ανήσυχη/ευαίσθητη/καλλιτεχνική (βλ. ταμπεραμέντο)/μελαγχολική ~. Πβ. ιδιοσυγκρασία, προσωπικότητα, φυσιογνωμία, χαρακτήρας.|| Ασθενική/γερή/ευπαθής ~. Πβ. κράση, οργανισμός, φυσική κατάσταση, φυσικό.|| Δεν μπορείς να πηγαίνεις ενάντια στη ~ σου. Δεν είναι στη ~ του να λέει ψέματα (: δεν το συνηθίζει).|| (ΘΕΟΛ.) Οι δύο φύσεις του Χριστού (: θεϊκή και ανθρώπινη).4. οι ιδιότητες που ορίζουν ένα φαινόμενο ή ένα αντικείμενο και το διακρίνουν από άλλα: η χημική ~ των ενζύμων.|| Η ~ μιας ασθένειας. Κείμενο νομικής ~ης. Δικαστικές ή άλλης ~ης διαφορές. Ερωτήσεις/προβλήματα τεχνικής ~εως. Πβ. είδος, μορφή, ποιόν. ● ΣΥΜΠΛ.: θαύμα της φύσης (εμφατ.): οτιδήποτε υπάρχει στη φύση και προκαλεί τον θαυμασμό: Οι καταρράκτες είναι ένα (μοναδικό/πραγματικό) ~ ~., λάθος/τέρας/έκτρωμα της φύσης (εμφατ.): για κάποιον ή κάτι που παρουσιάζει μια ανωμαλία, που αποκλίνει από το φυσιολογικό ή το συνηθισμένο· πολύ άσχημο(ς). Πβ. τέρας ασχήμιας., νεκρή φύση & (σπάν.-λόγ.) νεκρά φύση/φύσις: ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. ζωγραφικός πίνακας που αναπαριστά άνθη, φρούτα ή αντικείμενα καθημερινής χρήσης: ~ ~ με ανοιξιάτικα λουλούδια/μήλα. Πβ. ρωπογραφία. [< γαλλ. nature morte] , δεύτερη φύση βλ. δεύτερος, μνημείο της φύσης βλ. μνημείο, προστασία του (φυσικού) περιβάλλοντος βλ. προστασία, τα στοιχεία της φύσης βλ. στοιχείο ● ΦΡ.: εκ φύσεως (λόγ.): φύσει: Είναι ~ ~ αισιόδοξος/ολιγόλογος. [< λατ. de natura] , έξις, δευτέρα φύσις (αρχαιοπρ.): για να δηλωθεί ότι η συνήθεια είναι τόσο ισχυρή, ώστε μοιάζει να ανήκει στα εγγενή χαρακτηριστικά κάποιου., κατά φύσιν/φύση (επιστ.): σύμφωνα με τους νόμους της ανθρώπινης φύσης. Βλ. φυσιολογικός., παρά φύσιν/φύση (επιστ.): αντίθετα με τους νόμους της ανθρώπινης φύσης ή κατ' επέκτ. με τις επιταγές της λογικής ή της ηθικής: (ΝΟΜ.) ~ ~ ασέλγεια (: μεταξύ αρρένων)/συνουσία (= σοδομισμός· βλ. πρωκτικός).|| ~ ~ κατάσταση (= αφύσικη)., παρά φύση έδρα βλ. έδρα, πάσης φύσεως/φύσης βλ. πας, πάσα, παν [< αρχ. φύσις, γαλλ.-αγγλ. nature]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.