Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • έκτρωμα [ἔκτρωμα] έ-κτρω-μα ουσ. (ουδ.) {εκτρώμ-ατος | -ατα} ΣΥΝ. εξάμβλωμα 1. (μτφ.) καθετί αποκρουστικό ή κακοφτιαγμένο: αντιδημοκρατικό ~. (ως παραθετικό σύνθ.) Κτίριο/νόμος-~. Αισθητικά/αρχιτεκτονικά/τηλεοπτικά ~ατα. ΣΥΝ. τερατούργημα 2. ΙΑΤΡ. (σπάν.) έμβρυο που υπέστη έκτρωση. ● ΣΥΜΠΛ.: λάθος/τέρας/έκτρωμα της φύσης βλ. φύση [< 1: γαλλ. avorton 2: μτγν. ἔκτρωμα]
  • εκτρωματικός , ή, ό [ἐκτρωματικός] εκ-τρω-μα-τι-κός επίθ. (λόγ.): αποκρουστικός: ~ή: εικόνα. ~ό: κατασκεύασμα. ~ά: καθεστώτα. Πβ. αποτροπιαστικός, τερατόμορφος, τερατώδης. [< μτγν. ἐκτρωματικός]

φύση

φύση φύ-ση ουσ. (θηλ.) {-ης (λόγ.) -εως} 1. (κ. με κεφαλ. Φ) το σύνολο της χλωρίδας, της πανίδας και των γεωγραφικών σχηματισμών ως μέρος της εξωτερικής επιφάνειας της Γης, το οποίο αποτελεί το περιβάλλον στο οποίο ζει ο άνθρωπος: αγνή/άγρια/παρθένα ~. Η μητέρα ~. Τα αγαθά/το μεγαλείο/τα μυστήρια/οι νόμοι/η πολυμορφία/η σοφία της ~ης. Πβ. κόσμος, σύμπαν, φυσικό περιβάλλον. Βλ. βιοποικιλότητα.|| Εκμετάλλευση/εξερεύνηση/προστασία της ~ης (βλ. οικολογία). Αρμονική συνύπαρξη ανθρώπου-~ης. Ο σεβασμός στη ~. 2. εξοχή: η ελληνική ~. Διακοπές/δραστηριότητες/εκδρομή/επιστροφή/πεζοπορία στη ~. Ζω στη ~. Πβ. ύπαιθρος. 3. η βιολογική, σωματική ή ψυχική υπόσταση ενός ατόμου: η ανδρική/γυναικεία/παιδική ~. Ο άνθρωπος από τη ~ του είναι κοινωνικός (: είναι γνώρισμά του).|| Ανήσυχη/ευαίσθητη/καλλιτεχνική (βλ. ταμπεραμέντο)/μελαγχολική ~. Πβ. ιδιοσυγκρασία, προσωπικότητα, φυσιογνωμία, χαρακτήρας.|| Ασθενική/γερή/ευπαθής ~. Πβ. κράση, οργανισμός, φυσική κατάσταση, φυσικό.|| Δεν μπορείς να πηγαίνεις ενάντια στη ~ σου. Δεν είναι στη ~ του να λέει ψέματα (: δεν το συνηθίζει).|| (ΘΕΟΛ.) Οι δύο φύσεις του Χριστού (: θεϊκή και ανθρώπινη). 4. οι ιδιότητες που ορίζουν ένα φαινόμενο ή ένα αντικείμενο και το διακρίνουν από άλλα: η χημική ~ των ενζύμων.|| Η ~ μιας ασθένειας. Κείμενο νομικής ~ης. Δικαστικές ή άλλης ~ης διαφορές. Ερωτήσεις/προβλήματα τεχνικής ~εως. Πβ. είδος, μορφή, ποιόν. ● ΣΥΜΠΛ.: θαύμα της φύσης (εμφατ.): οτιδήποτε υπάρχει στη φύση και προκαλεί τον θαυμασμό: Οι καταρράκτες είναι ένα (μοναδικό/πραγματικό) ~ ~., λάθος/τέρας/έκτρωμα της φύσης (εμφατ.): για κάποιον ή κάτι που παρουσιάζει μια ανωμαλία, που αποκλίνει από το φυσιολογικό ή το συνηθισμένο· πολύ άσχημο(ς). Πβ. τέρας ασχήμιας., νεκρή φύση & (σπάν.-λόγ.) νεκρά φύση/φύσις: ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. ζωγραφικός πίνακας που αναπαριστά άνθη, φρούτα ή αντικείμενα καθημερινής χρήσης: ~ ~ με ανοιξιάτικα λουλούδια/μήλα. Πβ. ρωπογραφία. [< γαλλ. nature morte] , δεύτερη φύση βλ. δεύτερος, μνημείο της φύσης βλ. μνημείο, προστασία του (φυσικού) περιβάλλοντος βλ. προστασία, τα στοιχεία της φύσης βλ. στοιχείο ● ΦΡ.: εκ φύσεως (λόγ.): φύσει: Είναι ~ ~ αισιόδοξος/ολιγόλογος. [< λατ. de natura] , έξις, δευτέρα φύσις (αρχαιοπρ.): για να δηλωθεί ότι η συνήθεια είναι τόσο ισχυρή, ώστε μοιάζει να ανήκει στα εγγενή χαρακτηριστικά κάποιου., κατά φύσιν/φύση (επιστ.): σύμφωνα με τους νόμους της ανθρώπινης φύσης. Βλ. φυσιολογικός., παρά φύσιν/φύση (επιστ.): αντίθετα με τους νόμους της ανθρώπινης φύσης ή κατ' επέκτ. με τις επιταγές της λογικής ή της ηθικής: (ΝΟΜ.) ~ ~ ασέλγεια (: μεταξύ αρρένων)/συνουσία (= σοδομισμός· βλ. πρωκτικός).|| ~ ~ κατάσταση (= αφύσικη)., παρά φύση έδρα βλ. έδρα, πάσης φύσεως/φύσης βλ. πας, πάσα, παν [< αρχ. φύσις, γαλλ.-αγγλ. nature]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.