Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • έκτρωση [ἔκτρωση] έ-κτρω-ση ουσ. (θηλ.): τεχνητή διακοπή της εγκυμοσύνης με επέμβαση ή άλλο μέσο, συνήθ. φαρμακευτικό: παράνομες ~ώσεις. Πολέμιοι των ~ώσεων. Έκανε ~ (= έριξε το παιδί). ΣΥΝ. άμβλωση ● ΣΥΜΠΛ.: αυτόματη έκτρωση: ΙΑΤΡ. αποβολή. [< αρχ. ἔκτρωσις ‘αποβολή εμβρύου’, γαλλ. avortement]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.