Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • έλος [ἕλος] έ-λος ουσ. (ουδ.) {έλους | έλη, ελών}: ΓΕΩΛ. υγρότοπος που καλύπτεται από ρηχά λιμνάζοντα νερά: ~ γεμάτο βούρλα/κουνούπια. Αλμυρά/παραθαλάσσια/παράκτια/υφάλμυρα έλη. Έλη γλυκού νερού. Αποξήρανση ελών. Πβ. βούρκος, τέλμα, τέναγος, τυρφώνας. ΣΥΝ. βάλτος (1) [< αρχ. ἕλος]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.