έμβλημα [ἔμβλημα] έμ-βλη-μα ουσ. (ουδ.) 1. επίσημο διακριτικό με τη μορφή αλληγορικού σχεδίου, που συνοδεύεται συνήθ. από κάποιο ρητό· σύμβολο: ο δικέφαλος αετός, ~ του Βυζαντίου. Το αστέρι/ο ήλιος της Βεργίνας, ~ των Μακεδόνων βασιλέων. Το ~ μιας εταιρείας (= λογότυπο, σήμα κατατεθέν)/ενός κόμματος/μιας ομάδας/πόλης/Σχολής/ενός σωματείου. Βασιλικά (= θυρεοί, οικόσημα)/στρατιωτικά ~ατα. Έχει/φέρει ως ~ τον σταυρό. Βλ. εθνό-, παρά-σημο.|| (κατ' επέκτ.) Ο κρίνος ως ~ της αγνότητας.2. απόφθεγμα ή λέξη που αποκρυσταλλώνει στάση ζωής ή κατευθυντήρια γραμμή: Είχε κάνει ~ τη φράση: "ο τολμών νικά".|| Με ~ την πειθαρχία. Πβ. διακήρυξη, σημαία, σύνθημα. [< μτγν. ἔμβλημα ‘ένθετο πράγμα’, γαλλ. emblème, αγγλ. emblem]
εμβληματικός , ή, ό [ἐμβληματικός] εμ-βλη-μα-τι-κός επίθ.: που αποτελεί πρότυπο, σύμβολο· αντιπροσωπευτικός, χαρισματικός: (για πρόσ.) ~ή: μορφή/προσωπικότητα/φυσιογνωμία (: πρότυπο ανθρώπου).|| ~ή ταινία ενός σκηνοθέτη (= σήμα κατατεθέν). ~ά: κτίρια. [< γαλλ. emblématique, αγγλ. emblematic]
εθνο- & εθνό- & εθν-
εθνο- & εθνό- & εθν-: α' συνθετικό ουσιαστικών και επιθέτων που αναφέρονται στο έθνος: εθνο-γένεση/~γραφία/~κεντρισμός. Εθνό-σημο. Εθν-άρχης.|| Εθνο-κάπηλος.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.