Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • έμενταλ [ἔμενταλ] έ-με-νταλ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. ελβετικό σκληρό κίτρινο τυρί από αγελαδινό γάλα, με τρύπες και ελαφρά γλυκιά γεύση. Βλ. γκούντα, γραβιέρα, ένταμ, κασέρι, παρμεζάνα, ρεγκάτο, τσένταρ. Βλ. φοντί. [< γερμ. Emmentaler (Käse) < Emmental, ελβετική περιοχή, γαλλ. emmental, 1880]

γκούντα

γκούντα γκού-ντα ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. ολλανδικό κίτρινο ημίσκληρο τυρί από αγελαδινό γάλα, που λιώνει εύκολα στο ψήσιμο. Βλ. ένταμ, ρεγκάτο. [< ολλανδική εμπορ. ονομασ. Gouda, από την ομώνυμη πόλη, γαλλ. gouda, 1926]

φοντί

φοντί φο-ντί ουσ. (ουδ.) {άκλ.} 1. ΜΑΓΕΙΡ. ελβετική σπεσιαλιτέ με λιωμένα τυριά, λευκό κρασί και αρωματικό ποτό, που σερβίρεται μέσα σε ειδικό πυρίμαχο σκεύος, στο οποίο οι συνδαιτυμόνες βουτούν, με μακρόστενα πιρουνάκια, μικρά κομμάτια ψωμιού ή φρούτων: παραλλαγή του ~ (: τηγανητό κρέας με διάφορες σάλτσες). Γλυκό ~ (: με λιωμένη σοκολάτα και λικέρ· συνοδεύεται με μπισκότα, κομμάτια κέικ ή φρούτα). 2. ΚΙΝΗΜ. οπτικό εφέ με το οποίο το πλάνο σβήνει, χάνεται σταδιακά και εμφανίζεται το επόμενο. [< 1: γαλλ. fondue 2: γαλλ. fondu, 1908]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.