γκούντα γκού-ντα ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. ολλανδικό κίτρινο ημίσκληρο τυρί από αγελαδινό γάλα, που λιώνει εύκολα στο ψήσιμο. Βλ. ένταμ, ρεγκάτο. [< ολλανδική εμπορ. ονομασ. Gouda, από την ομώνυμη πόλη, γαλλ. gouda, 1926]
φοντί
φοντί φο-ντί ουσ. (ουδ.) {άκλ.} 1. ΜΑΓΕΙΡ. ελβετική σπεσιαλιτέ με λιωμένα τυριά, λευκό κρασί και αρωματικό ποτό, που σερβίρεται μέσα σε ειδικό πυρίμαχο σκεύος, στο οποίο οι συνδαιτυμόνες βουτούν, με μακρόστενα πιρουνάκια, μικρά κομμάτια ψωμιού ή φρούτων: παραλλαγή του ~ (: τηγανητό κρέας με διάφορες σάλτσες). Γλυκό ~ (: με λιωμένη σοκολάτα και λικέρ· συνοδεύεται με μπισκότα, κομμάτια κέικ ή φρούτα).2. ΚΙΝΗΜ. οπτικό εφέ με το οποίο το πλάνο σβήνει, χάνεται σταδιακά και εμφανίζεται το επόμενο. [< 1: γαλλ. fondue 2: γαλλ. fondu, 1908]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.