Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • έμφυλος , η, ο [ἔμφυλος] έμ-φυ-λος επίθ. (λόγ.): που αφορά τα δύο φύλα (συνήθ. για θέματα ισότητας): ~η: βία/διάκριση/διάσταση (στην εκπαίδευση)/ισότητα/κοινωνικοποίηση/ταυτότητα (: κοινωνικό φύλο). ~οι: ρόλοι. ~ες: ανισότητες/σχέσεις. ~α: στερεότυπα/χαρακτηριστικά (: αρσενικά, θηλυκά). Βλ. σεξιστικός. ΑΝΤ. άφυλος [< πβ. αρχ. ἔμφυλος 'που ανήκει στην ίδια φυλή', αγγλ. gendered, 1945, γαλλ. genré, περ. 1983, διαδόθηκε στις αρχές του 21ου αι.]

σεξιστικός

σεξιστικός, ή, ό σε-ξι-στι-κός επίθ.: που σχετίζεται με τον σεξισμό: ~ή: αγωγή/βία/γλώσσα/διαφήμιση/ιδεολογία/συμπεριφορά. ~ό: υπονοούμενο/χιούμορ. ~ές: αντιλήψεις/απόψεις. ~ά: στερεότυπα/σχόλια. Πβ. μισογυν-, φαλλοκρατ-ικός. ● επίρρ.: σεξιστικά [γαλλ. sexiste, 1972]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.