Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • έναρθρος , η, ο [ἔναρθρος] έ-ναρ-θρος επίθ. ΑΝΤ. άναρθρος 1. που παράγεται με άρθρωση φθόγγων· που αποτελείται από συλλαβές και λέξεις με νόημα, σημασία: ~η: γλώσσα. Ο ~ (= φωνούμενος) λόγος σε αντιδιαστολή προς τον ενδιάθετο. 2. ΓΡΑΜΜ. που συνοδεύεται από άρθρο, κυρ. οριστικό: ~ο: ουσιαστικό. ● επίρρ.: έναρθρα [< 1: μτγν. ἔναρθρος]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.