ένατος , η, ο [ἔνατος] έ-να-τος αριθμητ. τακτ. {κ. (λόγ.) γεν. αρσ./ουδ. εν-άτου, (λόγ.) θηλ. ενάτη} (σύμβ. 9oς, Θ΄ή θ', ΙΧ): που αντιπροσωπεύει τον αριθμό εννέα (9) σε μια ακολουθία ή σειρά: ~ος: αιώνας/χρόνος. ~η: έκδοση/σελίδα. ~ο: κεφάλαιο. ~α: γενέθλια. (σε φωτογραφία:) ~ από αριστερά. Τερμάτισε ~/στην ~η θέση. ● επίρρ.: ένατον (λόγ.): για να δηλωθεί ότι το αναφερόμενο στοιχείο βρίσκεται στην ένατη θέση σε μια απαρίθμηση, επιχειρηματολογία: πρώτον: ... · δεύτερον: ...· (...)· ~: ... ● Ουσ.: ενάτη (η) 1. ενν. μέρα του μήνα: η ~ (: 9η) Μαΐου.2. ΜΑΘ. ενν. δύναμη. 3. ΜΟΥΣ. διάστημα εννέα φθόγγων., ένατο (το): καθένα από τα εννέα ίσα μέρη ενός συνόλου: το ένα ~ (: 1/9)., ένατος (ο) {ενάτ-ου} 1. ενν. όροφος: Ανεβαίνω στον ~ο (: 9ο).2. (συνήθ. στη γεν., σε ανάγνωση ημερομηνίας γραμμένης με αριθμούς) ενν. μήνας, ο Σεπτέμβριος: την 1/9 (: πρώτη ~ου). ● ΣΥΜΠΛ.: η ένατη τέχνη: ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. τα κινούμενα σχέδια και τα κόμικς. Βλ. η έβδομη τέχνη, η όγδοη τέχνη. [< γαλλ. le neuvième art] [< αρχ. ἔνατος]
ή
ή [ἤ] διαζευκτικός σύνδ. δηλωτικός 1. αντιδιαστολής δύο ή περισσότερων αντίθετων εννοιών, αυστηρής επιλογής της μιας από τις δύο, καθώς και οι δύο μαζί δεν μπορούν να συνυπάρξουν: αριστερά ~ δεξιά; Κρύο ~ ζέστη; Πρωί ~ βράδυ; Όμορφη ~ άσχημη; Χαρά ~ λύπη; Άσπρο ~ μαύρο;|| (με επανάληψη, για να δοθεί έμφαση στον α' όρο) ~ τώρα ~ ποτέ! ~ εγώ ~ κανένας!|| (προφ., με δυνατότητα παράλειψης ή αντικατάστασής του με το "και") Νέοι (~) γέροι, πλούσιοι (~) φτωχοί, όλοι ήταν μαζεμένοι!|| (δυσαρέσκεια, αγανάκτηση για τη συμπεριφορά κάποιου ή για μια κατάσταση) Φίλος είσαι (εσύ) ~ εχθρός; Άνθρωπος είναι (αυτός) ~ (κανένα) τέρας; Ζωή είναι αυτή ~ μαρτύριο; Δωμάτιο είναι αυτό ~ στάβλος;|| (σε ερωτήσεις) Θα έρθεις ~ δεν θα έρθεις/όχι; (διερεύνηση άποψης) Θα τα καταφέρουμε ~ το θεωρείς απίθανο;2. διάκρισης δύο ή περισσότερων στοιχείων που παρουσιάζονται ως εναλλακτικές εκδοχές: Τι θα ήθελες; Φαγητό ~ γλυκό; Θα με εξυπηρετήσετε εσείς ~ κάποιος άλλος; Παίρνω ~ το λεωφορείο ~ το μετρό ~ το τραμ (: άλλες φορές, άλλοτε).|| (με επανάληψη) (εμφατ.) ~ θα κοιμάται ~ θα βλέπει τηλεόραση. (αδιαφορία ή αβεβαιότητα) Θα έρθω ~ αύριο ~ (: μπορεί και) μεθαύριο. (ο α' όρος είναι ανυπόστατος και έτσι δηλώνεται εμφατ. ότι ισχύει στην ουσία ο β') ~ είμαστε όλοι τρελοί ~ (πράγματι) κάτι δεν πάει καλά! ΣΥΝ. είτε.|| (σε ερώτηση, προς εξακρίβωση του λόγου για τον οποίο γίνεται κάτι) Γιατί δεν του μιλάς; Ντρέπεσαι ~ φοβάσαι; Τι έχεις; Είσαι άρρωστος ~ απλά κακοδιάθετος;3. διαφορετικότητας· αλλιώς, σε αντίθετη περίπτωση: Μάθε να συζητάς ~ μην ασχολείσαι μαζί μου!|| (απειλητ.) ~ φεύγεις αυτή τη στιγμή ~ καλώ την Αστυνομία (= αν δεν φύγεις ..., θα καλέσω ...)! Πβ. διαφορετικά, ειδάλλως.4. εναλλακτικής διατύπωσης, διόρθωσης, τροποποίησης (συνήθ. ακολουθούν οι λ. "μάλλον" ή "καλύτερα"): το ίντερνετ ~ διαδίκτυο (στα Ελληνικά). Δεν καταλαβαίνει ~ μάλλον δεν θέλει να καταλάβει. Πήγαινε να δεις τι κάνει! ~ άσε καλύτερα· πάω εγώ!5. (προφ.) μεγέθους κατά προσέγγιση, αβεβαιότητας: (κάπου) δεκαπέντε ~ είκοσι κιλά. ● ΦΡ.: ή μήπως δηλώνει 1. ευγενική διατύπωση ερώτησης: Να σου ζητήσω κάτι ~ ~ σε βάζω σε κόπο;2. πιθανή εκδοχή: Κοιμήθηκες καλά ~ ~ νυστάζεις ακόμα; Προτιμάς σινεμά ~ ~ (καλύτερα) θέατρο;|| (προς έκφρ. ενδιαφέροντος) Χόρτασες ~ ~ να σου φέρω και κάτι άλλο;|| (αβεβαιότητα) Ήταν πριν από δύο ~ ~ τρία χρόνια;3. αγανάκτηση, δυσαρέσκεια· προκειμένου να εκφραστεί ότι δεν είναι δυνατόν να ισχύει σε καμία περίπτωση ο β΄όρος: Τι κάθεσαι και τεμπελιάζεις; ~ ~ περιμένεις από εμένα να κάνω τις δουλειές; (: δεν πρόκειται να τις κάνω).|| Είναι λογικό να φέρεται έτσι· ~ ~ ξέχασες τι πέρασε; (: θυμάσαι φυσικά)., ή ταν ή επί τας: ΙΣΤ. "ή αυτή ή πάνω σε αυτή", δηλ. "ή να επιστρέψεις με την ασπίδα ως νικητής ή να σε φέρουν επάνω της νεκρό", φρ. που έλεγαν οι Σπαρτιάτισσες στους γιους τους, όταν τους παρέδιδαν την ασπίδα, πριν αναχωρήσουν για τον πόλεμο· (μτφ.-λόγ.) προτροπή σε κάποιον να φέρει σε πέρας την αποστολή που του έχει ανατεθεί, χωρίς να δειλιάσει και να σκεφτεί το προσωπικό κόστος., αργά ή γρήγορα βλ. αργά, ή μικρός μικρός παντρέψου ή μικρός καλογερέψου βλ. καλογερεύω, ή όπως αλλιώς βλ. όπως, ή παπάς-παπάς ή ζευγάς-ζευγάς βλ. ζευγάς, ή στραβός είν' ο γιαλός ή στραβά αρμενίζουμε βλ. γιαλός, ή του ύψους ή του βάθους βλ. ύψος, να ζει κανείς ή να μη ζει; βλ. ζω1, ναι ή ου; βλ. ου [< αρχ. ἤ]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.