αφαίρεση [ἀφαίρεση] α-φαί-ρε-ση ουσ. (θηλ.) 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του αφαιρώ: ~ των αυτοκόλλητων ταινιών/των επιδέσμων/ξένου σώματος/παραγράφου (= κατάργηση)/ύλης (= μείωση)/των φακών επαφής (ΑΝΤ. εφαρμογή, τοποθέτηση). Προσθήκη ή ~ αρχιτεκτονικών στοιχείων σε ένα κτίριο.|| (ΙΑΤΡ.) Θεραπευτική/λαπαροσκοπική/χειρουργική ~. Ολική ή μερική ~ του θυρεοειδούς. ~ αμυγδαλών/κύστης/μαστού (= μαστεκτομή)/όγκου (= ογκεκτομή). Έκανε ~ χολής (βλ. εγχείριση). Πβ. απόσπαση, βγάλσιμο. 2. ΜΑΘ. αριθμητική πράξη με την οποία υπολογίζεται η διαφορά μεταξύ αριθμών, πινάκων (σύμβ. το -, «πλην, μείον»): ~ από μνήμης. Κάνω ~ (= αφαιρώ). Tο αποτέλεσμα της ~ης (= διαφορά).|| (ΟΙΚΟΝ.) ~ δαπανών/ποσού. Τα κέρδη της τράπεζας μετά την ~ των φόρων και πριν την ~ των ζημιών είναι ... Βλ. διαίρεση, πολλαπλασιασμός, προσθ~. ΑΝΤ. πρόσθεση (1) 3. στέρηση: ~ άδειας παραμονής/αρμοδιοτήτων/διαβατηρίου/διπλώματος/πινακίδων. Χρέωση με ~ μονάδων. Πβ. αποστέρηση. 4. κλοπή: ~ αρχαιοτήτων/κοσμημάτων/χρημάτων. Πβ. αρπαγή, ιδιοποίηση, κλέψιμο, υπεξαίρεση. 5. ΦΙΛΟΣ. διάκριση του ουσιώδους από το επουσιώδες, κατανόηση γενικών, αφηρημένων εννοιών: λογική/νοητική ~. Βλ. ανάλυση. 6. ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. αφηρημένη τέχνη: γεωμετρική/λυρική/οπτική ~. 7. ΓΡΑΜΜ. αποβολή του αρχικού φωνήεντος μιας λέξης, όταν η προηγούμενη τελειώνει σε φωνήεν ή δίφθογγο: Μου 'πε. [< 1,2,4,5: αρχ. ἀφαίρεσις 3: γαλλ. soustraction 6: γαλλ. abstraction]
έγνοια [ἔγνοια] έ-γνοια ουσ. (θηλ.) & έννοια (πρόφ. έν-νοια): σκέψη γεμάτη ανησυχία ή/και ενδιαφέρον, φροντίδα για κάποιον ή κάτι: καθημερινή/πρωταρχική/τελευταία ~. Μεγάλες/ξένες ~ες. Κύρια/μοναδική της ~ είναι τα παιδιά της. Όλη μας η ~ ήταν να/πώς θα ... ~ για την προκοπή και την πρόοδο/για τον συνάνθρωπο (πβ. μέριμνα· ΑΝΤ. αμέλεια). Με/χωρίς ~ για κάποιον/κάτι. Άλλη ~ δεν είχε (πβ. μέλημα); Έβαλε ακόμα μια ~ (= σκοτούρα) στο κεφάλι του. Ξεχνάω κάθε ~. Τους τρώει η ~ και το άγχος. Έχω ~ες (= μπελάδες). Αφήστε πίσω/διώξτε όλες σας τις ~ες. Ζει μέσα στις ~ες και τα βάσανα. Φορτώνω κάποιον με ~ες. ● ΦΡ.: έννοια σου (σχηματίζεται με τους αδύνατους τ. κυρ. του β΄ προσ. της κτητ. αντων.) (εμφατ.): λέγεται απειλητικά ή καθησυχαστικά: ~ ~ (= αλίμονό σου) και θα δεις τι θα σου κάνω/τι θα πάθεις!|| ~ ~ (= μη σε απασχολεί, μη σε νοιάζει) και δεν θα κακοπέσει!, έχω την έγνοια: ανησυχώ, νοιάζομαι για κάποιον ή κάτι: ~ ~ της δουλειάς/του μωρού/του σπιτιού. Είναι ανήμποροι κι έχει την ~ τους (= τους φροντίζει). [< μεσν. έγνοια]
ενάντιος, α, ο [ἐνάντιος] ε-νά-ντι-ος επίθ. (λόγ.): αντίθετος: ~ες: απόψεις/δυνάμεις. Πβ. αλληλοσυγκρουόμενος, διαφορετικός.|| (για πρόσ.) Είναι/παραμένει (κάθετα) ~ στον πόλεμο. ΑΝΤ. σύμφωνος.|| ~οι: καιροί (= δύσκολοι). ~ες: συνθήκες (= αντίξοες, δυσμενείς).|| (από αντίθετη κατεύθυνση:) ~ος: άνεμος (βλ. ούριος). ● Ουσ.: ενάντιο (το): το αντίθετο. ● ΣΥΜΠΛ.: ενάντιες έννοιες: ΦΙΛΟΣ. διαφορετικές έννοιες για τις οποίες ισχύει η αρχή, σύμφωνα με την οποία, όταν τίθεται η μία, αίρεται η άλλη και, όταν αίρεται η άλλη, δεν τίθεται κατ' ανάγκη η πρώτη (π.χ. πρωί-βράδυ, άσπρο-μαύρο). ● ΦΡ.: μέχρι(ς) αποδείξεως του αντιθέτου/του εναντίου βλ. απόδειξη [< αρχ. ἐναντίος]
επάλληλος, η, ο [ἐπάλληλος] ε-πάλ-λη-λος επίθ. {-ου (λόγ.) -ήλου} (λόγ.): (για όμοια αντικείμενα) που είναι τοποθετημένα το ένα επάνω στο άλλο ή βρίσκονται σε διαδοχική σειρά: ~ες: στρώσεις υλικού (= διαδοχικές). ~α: κουφώματα/παράθυρα. (ΑΡΧΑΙΟΛ.) Τοιχογραφίες σε ~α στρώματα. Διακόσμηση σε ~ες ζώνες.|| ~η: διάταξη/τοποθέτηση (τούβλων).|| (κατ' επέκτ.) ~οι: κύκλοι (π.χ. διηγήσεων). ● επίρρ.: επάλληλα & (σπάν.-λόγ.) -ήλως ● ΣΥΜΠΛ.: επάλληλες έννοιες: ΦΙΛΟΣ. που έχουν το ίδιο πλάτος, περιεχόμενο. [< αρχ. ἐπάλληλος ‘ο ένας μετά τον άλλο’, γαλλ. superposé]
ευρύς, εία, ύ [εὐρύς] ευ-ρύς επίθ. {ευρ-έος | -είς (ουδ. -έα), -έων, (θηλ. -ειών) | ευρύτ-ερος, -ατος} 1. (κυριολ.) που διαθέτει μεγάλο εύρος· που καλύπτει μεγάλη (γεωγραφική) έκταση: ~ύς: θώρακας. ~ύ: μέτωπο/στήθος. ~είς: ώμοι. Πβ. πλατύς, φαρδύς.|| ~εία: παράκαμψη πόλης (ενν. δρόμος).|| (ΠΛΗΡΟΦ.-ΤΗΛΕΠ.) ~εία: οθόνη. Δίκτυο ~είας ζώνης (: μεγάλου εύρους συχνοτήτων, πβ. ευρυζωνικός)/περιοχής. ΑΝΤ. στενός (1) 2. (μτφ.) που αναφέρεται ή εκτείνεται σε μεγάλο αριθμό προσώπων, αντικειμένων και στοιχείων τα οποία παρουσιάζουν συνήθ. ποικιλομορφία: ~ύς: ανασχηματισμός/ορίζοντας/όρος. ~εία: απήχηση/γκάμα/συναίνεση/σύσκεψη. ~είς: προσανατολισμοί/στόχοι. ~ κύκλος αναγνωστών/γνωριμιών/δραστηριοτήτων. ~ύ: φάσμα (ερμηνειών/προϊόντων). Περιοδικά ~είας κυκλοφορίας. Πρόσωπο κύρους και ~είας αποδοχής. Έργο ~είας αναγνώρισης. Αντιβιοτικά ~έος φάσματος. Ο ~ερος δημόσιος τομέας. Κρίση με ~ερες διαστάσεις. Σώμα με ~ατες αρμοδιότητες. Πβ. γενικότερος, διευρυ-, εκτετα-μένος. 3. (μτφ.) που δεν περιορίζεται από στερεότυπα, δογματισμούς, μονομέρεια: μετάβαση από τον τοπικισμό σε ~ερες αντιλήψεις. Έχει πνεύμα οικουμενικό, ~ύ. 4. ΑΘΛ. που επιτυγχάνεται με μεγάλη διαφορά μεταξύ των αντιπάλων: ~εία: νίκη. ~ύ: σκορ. ● επίρρ.: ευρέως (επίσ.): άποψη ~ διαδεδομένη. Είναι ~ γνωστό ότι ... ● ΣΥΜΠΛ.: Δίκτυα Ευρείας Περιοχής βλ. δίκτυο, ευρύ κοινό βλ. κοινό, προϊόντα ευρείας κατανάλωσης βλ. προϊόν ● ΦΡ.: με την ευρεία έννοια & με τη γενική/την ευρύτερη έννοια & (λόγ.) υπό (την) ευρεία έννοια/εν ευρεία εννοία: με γενική θεώρηση των πραγμάτων: δάσκαλος ~ ~ του όρου. ΑΝΤ. με τη(ν) αυστηρή/στενή/στενότερη έννοια, μεγάλης/ευρείας κλίμακας βλ. κλίμακα [< 1: αρχ. εὐρύς 2, 3: γερμ. weit, αγγλ. broad]
καλός, ή, ό κα-λός επίθ. {συγκρ. καλύτερος, υπερθ. άριστος (λόγ.) κάλλιστος} ΑΝΤ. κακός 1. που χαρακτηρίζεται από θετικά συναισθήματα και φιλική διάθεση απέναντι στους άλλους, αγάπη, ανιδιοτέλεια, συμπόνια και πραότητα: Είναι ~ άνθρωπος/χαρακτήρας (πβ. αγαθός, άδολος, άκακος, ήρεμος). Είστε τόσο ~ (βλ. εξυπηρετικός)! Είναι ο ~ μου άγγελος (πβ. φύλακας άγγελος)! Είναι ~ή με όλους (βλ. ευγενικός, ευπροσήγορος, καλοσυνάτος, καταδεκτικός, μειλίχιος, προσηνής, προσιτός). || Έχει ~ή καρδιά/ψυχή (= είναι καλό-καρδη, -ψυχη). Δείχνει τον ~ό του εαυτό/την ~ή του πλευρά.|| ~ές πράξεις/~ά έργα (βλ. φιλανθρωπία). Έχει ~ό σκοπό/~ές προθέσεις (βλ. αγνός).|| Παριστάνει τον ~ό. Μου έκανε την ~ή μέχρι να την εξυπηρετήσω. 2. ηθικός, ήσυχος, υπάκουος· ευπρεπής, κόσμιος: ~ κι ενάρετος. Πβ. έντιμος.|| (οικ.) ~ό: σκυλάκι. Τα ~ά παιδιά δεν κάνουν αταξίες! Θα πας αμέσως στο κρεβάτι σου σαν ~ό κοριτσάκι που είσαι! Τι κάνει σήμερα το ~ό μας το αγόρι;|| ~ή: μεταχείριση. Κανόνες ~ής συμπεριφοράς (πβ. σαβουάρ βιβρ). Αποφυλακίστηκε λόγω ~ής διαγωγής. Έχει πάρει ~ή αγωγή/ανατροφή. Έχει ~ούς τρόπους. 3. που διαθέτει κύρος και κοινωνική αναγνώριση, λόγω πλούτου, επαγγέλματος ή/και ήθους: νέος ~ής οικογενείας. Είναι από ~ή γενιά/~ό σόι. Πβ. αριστοκρατικός. Βλ. ανφάν γκατέ, ελίτ, τζετ σετ.|| Απέκτησε ~ό όνομα/~ή φήμη (βλ. αναγνωρισμένος, αξιόπιστος).|| Πήγε σε ~ό σχολείο. Μπήκε σε ~ή σχολή. Έκανε ~ό γάμο. Διατίθεται σε όλα τα ~ά καταστήματα (βλ. επιλεγμένος). 4. σύμφωνος με κοινώς αποδεκτές αξίες ή απαιτήσεις, σωστός: ~ός: εργοδότης (πβ. δίκαιος)/πολίτης (πβ. υπεύθυνος)/υπάλληλος (πβ. ευσυνείδητος, συνεπής)/φίλαθλος/χριστιανός (πβ. ευσεβής, πιστός). Υπήρξε ~ πατέρας και σύζυγος.|| Θα μου δανείσεις το βιβλίο σου, σαν ~ φίλος που είσαι; 5. ικανός: ~ός: αθλητής/γιατρός/δάσκαλος/επιστήμονας/ηθοποιός/μαθητής/μουσικός/οδηγός/πολιτικός/συγγραφέας. Είναι ~ (= κάνει) για δικηγόρος. ~ στο να λύνει προβλήματα. Πβ. άξιος, επιδέξιος.|| Ήταν ~ σε όλα τα μαθήματα (πβ. γερός, δυνατός).|| ~ός: ακροατής (πβ. προσεκτικός). 6. που τηρεί κάποιες προδιαγραφές· επαρκής, ικανοποιητικός: ~ός: έλεγχος (πβ. διεξοδικός). ~ή: γνώση (της Αγγλικής)/διατροφή/μόρφωση. Συμβουλές για ~ή υγεία. Χρειάζεσαι έναν ~ό ύπνο! Παρέα μ' ένα ~ό βιβλίο. -Τι λες για το σχέδιό μου; -~ό μου ακούγεται! Έχει ~ούς βαθμούς.|| Πολύ ~ές συνθήκες (= εξαιρετικές). Χαρτί ~ής ποιότητας. Μεταχειρισμένο αμάξι σε πολύ ~ή κατάσταση.|| ~ή: δόση/μερίδα.|| (ΑΘΛ.) (για δρομέα:) Έκανε ~ό χρόνο. Έκαναν αρκετά ~ή εμφάνιση/προσπάθεια. Στον ημιτελικό δεν ήταν καθόλου ~οί.|| ~ός: φωτισμός. ~ή: ορατότητα. Δεν έχει καλή όραση/φωνή (: είναι παράφωνος).|| Βρήκε ~ή δουλειά.|| Λάτρης του ~ού φαγητού (πβ. καλοφαγάς).|| ~ός: μισθός. ~ό: μεροκάματο. ~ά: λεφτά.|| ~ό: ανακάτεμα/καθάρισμα/ξέβγαλμα/πλύσιμο (πβ. σχολαστικός). Το κρέας θέλει ~ό ψήσιμο (πβ. καλοψημένος).|| Δέκα ~οί λόγοι για να ... 7. επιτυχημένος, εύστοχος: ~ός: συγχρονισμός/υπολογισμός/χειρισμός. ~ή: βολή/παρατήρηση/πρόταση/σκέψη/συμβουλή/τακτική. ~ό: άλλοθι/επιχείρημα/ερώτημα. Καμιά ~ή ιδέα; Δεν έγινε ~ή συνεννόηση. (προφ.) Καλόοο! Ελπίζω να έχεις μια ~ή δικαιολογία που άργησες. 8. χρήσιμος· συμφέρων, επικερδής: Θες μια ~ή συμβουλή; Πήρα ~ές πληροφορίες. Δεν θα σου χρειαστεί άμεσα, αλλά ~ό είναι να το ξέρεις.|| ~ή: ευκαιρία/περίπτωση/συμφωνία. ~ές: αγορές/τιμές. Δεν κάνει ~ή (= συνετή) χρήση των χρημάτων. Η χρονιά ήταν ~ή (ενν. οικονομικά) για την περιοχή. (ευχετ.) ~ές δουλειές! Πβ. αποδοτικός, κερδο-, προσοδο-φόρος.|| Φάρμακο ~ό για τον λαιμό. Πβ. ωφέλιμος.|| Άμα δεν ξέρεις, ~ό θα ήταν να μην μιλάς! 9. ευνοϊκός, θετικός· ευχάριστος: ~ή: διάθεση/τύχη (πβ. καλοτυχία). ~ό: προαίσθημα. ~ές: προοπτικές. (ευχετ.) ~ά αποτελέσματα!|| ~ός: καιρός (πβ. καλοκαιρία).|| ~ή εποχή για διακοπές. Τον πέτυχα σε ~ή στιγμή. Ήρθες σε ~ή ώρα.|| Διαπραγματεύσεις μέσα σε ~ό κλίμα (ΑΝΤ. δυσμενής).|| Χρειάζομαι μια ~ή ζαριά. Έχει ~ό χαρτί.|| Έκανε ~ή εντύπωση. Το έργο πήρε ~ές κριτικές. Έχει ~ές συστάσεις. Πες της και κανά ~ό λόγο για μένα! Μόνο ~ά λόγια άκουσα για σένα! ΑΝΤ. αρνητικός.|| Αν έχεις ~ή παρέα, δεν θες τίποτε άλλο. Φέρνω ~ά νέα. Επιτέλους και μια ~ή είδηση! (προφ.) Τώρα αυτό είναι ~ό; ΑΝΤ. δυσάρεστος. 10. ωραίος, συμπαθητικός: ~ή: εμφάνιση. ~ό: παρουσιαστικό/σώμα. ~ά: χαρακτηριστικά.|| Δεν κάνει ~ά γράμματα. Έχει ~ό γούστο.|| (συγκαταβατικά) -Πώς σου φαίνεται; -~. ΑΝΤ. άσχημος (1) 11. επίσημος: Θα στρώσω το ~ό τραπεζομάντιλο. Πέρασα τις σημειώσεις στο ~ό τετράδιο. (μτφ., σε φωτογράφιση:) Θέλω να μου χαρίσετε το ~ό σας χαμόγελο! Έβαλα/φόρεσα τα ~ά μου παπούτσια/ρούχα. Βλ. καθημερινός, πρόχειρος. 12. που βολεύει κάποιον περισσότερο: Γράφω με το ~ό χέρι (βλ. αριστερό-, δεξιό-χειρας). Κλότσα τη μπάλα με το ~ό σου πόδι! 13. στενός, εγκάρδιος: Είναι ~οί φίλοι. Έχει πολύ ~ές σχέσεις με τους γονείς της. 14. χωρίς προβλήματα, ομαλός: Ήταν ~ή η μέρα σου σήμερα; Είχε ~ά γεράματα.|| (κυρ. ευχετ.) ~ό δρόμο/μήνα! ~όν ύπνο! ~ή: ανάρρωση/αντάμωση (: για αποχαιρετισμό)/αρχή/επιτυχία/ξεκούραση/όρεξη/πρόοδο/τύχη/χρονιά/χώνεψη! ~ή Ανάσταση και ~ό Πάσχα! ~ή σου μέρα (= καλημέρα)! ~ό: καλοκαίρι/κουράγιο/ταξίδι/τριήμερο! ~ές: διακοπές! 15. (ειρων.) (για ώρα ή χρονικό σημείο) περασμένος: Μέχρι να γυρίσει, ~ό Σεπτέμβρη/~ά μεσάνυχτα! ● Ουσ.: ο καλός: ενν. άνθρωπος, ήρωας (έργου): Στη ζωή δεν νικάνε πάντα οι ~οί.|| Έπαιζε τον ρόλο του ~ού. ΑΝΤ. ο κακός ● Υποκ.: καλούτσικος , η, ο: σχετικά καλός. Πβ. μέτριος. [< μεσν. καλούτσικος] ● ΣΥΜΠΛ.: Καλές Τέχνες βλ. τέχνη, καλές υπηρεσίες βλ. υπηρεσία, καλή ζωή βλ. ζωή, καλή θέληση βλ. θέληση, καλή λευτεριά! βλ. λευτεριά, καλή πίστη βλ. πίστη, καλή χοληστερόλη/χοληστερίνη βλ. χοληστερόλη, καλός/κακός αγωγός βλ. αγωγός, ο καλός Θεός/θεούλης βλ. θεός, ο καλός κόσμος βλ. κόσμος, υψηλή/καλή κοινωνία βλ. κοινωνία ● ΦΡ.: βρε καλέ μου, βρε χρυσέ μου (προφ.): για να δηλωθεί η μάταιη προσπάθεια να (μετα)πειστεί κάποιος: ~ ~, τίποτα αυτός, τον χαβά του! Πβ. βρε αμάν, βρε ζαμάν., καλά όλ' αυτά, αλλά ... (προφ.): ως έκφρ. επιφύλαξης σε άποψη ή κατάσταση που γίνεται μόνο συγκαταβατικά αποδεκτή: Θα μου πεις ~ ~ πώς μπορεί κάποιος να τα εφαρμόσει; Πβ. ναι μεν, αλλά., καλέ μου άνθρωπε! (προσφών.-ευφημ.): Λυπήσου με, ~ ~! Γιατί, ~ ~, φωνάζεις έτσι;, καλό κι αυτό/καλό και τούτο! (προφ.): για να δηλωθεί έκπληξη: ~ ~! Τι άλλο θ' ακούσουμε; (ειρων.) Αυτόν επέλεξαν; ~ ~!, καλός είναι κι αυτός/και τούτος/του λόγου του! (προφ.-ειρων.): επικριτικά για κάποιον που η συμπεριφορά του εκπλήσσει ή ενοχλεί. Πβ. άλλος (κι) αυτός!, καλός/καλή/καλό μου (οικ.): για αγαπημένο πρόσωπο: (προσφών.) Ήρθες, ~έ μου; Έλα εδώ, ~ό μου, γιατί κλαις;|| (ως ουσ., ερωτικός σύντροφος:) Περιμένει τον ~ό της/την ~ή του (βλ. αγαπημένος, φίλος/φιλενάδα)., με την καλή έννοια (του όρου) (προφ.): ως διευκρίνιση για χαρακτηρισμό ή δήλωση που μπορεί να παρεξηγηθεί: Σε ζηλεύω, ~ ~!|| (ειρων.-χιουμορ.) Είναι τρελή, ~ ~ (πάντα)!, ο καλός καλό δεν έχει (παροιμ.): ο καλόκαρδος άνθρωπος δεν βρίσκει ευτυχία και ανταπόδοση της καλοσύνης του., ο καλός/η καλή σου (ειρων.): για να δηλωθεί ενόχληση ή το ευτράπελο μιας συμπεριφοράς, χωρίς να κατονομαστεί ο δράστης: Στρίβω δεξιά, από πίσω κι ο ~ ~! Κινώ, λοιπόν, ο ~ ~, να πάω στο ... Έφυγε η ~ ~ και μ' άφησε να βγάλω εγώ το φίδι απ' την τρύπα! Πάει να σηκωθεί, πάρτην κάτω την ~ή ~!, όλοι οι καλοί χωράνε: (προτρεπτικά) για να δηλωθεί ότι όλοι οι καλόβολοι άνθρωποι είναι ευπρόσδεκτοι: Μπείτε κι εσείς, ~ ~. Πβ. χίλιοι καλοί χωρούν(ε)/χωράνε., πολύ καλός για ...: πολύ ανώτερος από κάποιον άλλον ή από τον μέσο όρο: ~ ~ό για να είναι αληθινό! Είναι πολύ ~ή για σένα (= σου πέφτει πολλή)!, τέλος καλό, όλα καλά: όταν κάτι έχει αίσιο τέλος, ξεχνά κανείς τις δυσκολίες και τα προβλήματα που συνάντησε: Πέρασε κάποιες περιπέτειες με την υγεία του αλλά ~ ~. [< αγγλ. all's well that ends well] , το δέκα/το δύο το καλό (στην τράπουλα): το δέκα καρό ή το δύο σπαθί: (μτφ., για καλή τύχη:) Έχει πιάσει το δέκα ~ ~., (αγωνίστηκε/έδωσε) τον αγώνα τον καλό βλ. αγώνας, βλέπω/παίρνω (κάποιον/κάτι) με καλό/με κακό μάτι βλ. μάτι, για καλή/για κακή μου τύχη βλ. τύχη, δεν θα έχω καλά ξεμπερδέματα/θα έχω κακά/άσχημα ξεμπερδέματα βλ. ξεμπέρδεμα, δεν λες καλά/καλύτερα (που) ... βλ. λέω, δίνω το (καλό/κακό) παράδειγμα βλ. παράδειγμα, η καλή μέρα από το πρωί φαίνεται βλ. μέρα, η ώρα η καλή! βλ. ώρα, κάθε εμπόδιο για καλό βλ. εμπόδιο, καλά ξεμπερδέματα βλ. ξεμπέρδεμα, καλά ξυπνητούρια! βλ. ξυπνητούρια, καλά στέφανα! βλ. στέφανα, καλά/καλό θα 'τανε βλ. καλά, καλές γιορτές! βλ. γιορτή, καλή καρδιά! βλ. καρδιά, καλή του ώρα βλ. ώρα, καλή ώρα βλ. ώρα, καλής γειτονίας βλ. γειτονία, καλό βόλι βλ. βόλι, καλό βράδυ! βλ. βράδυ, καλό κατευόδιο! βλ. κατευόδιο, καλό ξημέρωμα! βλ. ξημέρωμα, καλό/κακό προηγούμενο βλ. προηγούμενο, Καλός πολίτης! βλ. πολίτης, καλός, χρυσός και άγιος, αλλά ... βλ. άγιος, καλούς απογόνους! βλ. απόγονος, μέσα/μες στην καλή/τρελή χαρά βλ. χαρά, μια/μία ωραία πρωία βλ. πρωία, ο καλός ποιμήν βλ. ποιμένας, ο καλός Σαμαρείτης βλ. Σαμαρείτης, ο παλιός καλός ... βλ. παλιός, οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους βλ. λογαριασμός, όλα καλά/όλα ωραία, όλα ανθηρά βλ. ανθηρός, όλοι (οι καλοί) μαζί/όλοι αντάμα κι ο ψωριάρης χώρια βλ. ψωριάρης, παίρνω τον καλό δρόμο βλ. δρόμος, σε καλά χέρια βλ. χέρι, σε καλή μεριά! βλ. μεριά, σε καλό δρόμο/σε καλή πορεία βλ. δρόμος, στα καλά καθούμενα/του καθουμένου βλ. καθούμενος, το καλό πρά(γ)μα αργεί να γίνει βλ. αργώ, το καλό το παλικάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι βλ. παλικάρι, του καλού καιρού βλ. καιρός, χίλιοι καλοί χωρούν(ε)/χωράνε (, ένας κακός δεν χωρεί) βλ. χίλιοι ● βλ. καλά, καλό, καλώς [< αρχ. καλός]
σημαίνον [σημαῖνον] ση-μαί-νον ουσ. (ουδ.) {σημαίν-οντος, -οντα | -όντων}: ΓΛΩΣΣ. η μορφή του γλωσσικού σημείου, σε αντιδιαστολή με το σημαινόμενο· η ακουστική του εικόνα: Στο γλωσσικό σημείο "νερό", ~ είναι το ακουστικό ίνδαλμα [nero].|| (κατ' επέκτ.) Τα ~οντα ενός κειμένου (: τα εκφραστικά μέσα). Βλ. σημαίνει. [< μτγν. τό σημαῖνον, γαλλ. signifiant, 1910]
στενός, η, ο στε-νός επίθ. 1. που έχει μικρό πλάτος και κατ' επέκτ. που είναι περιορισμένος σε έκταση ή που δεν είναι ευρύχωρος, άνετος: ~ός: διάδρομος. ~ή: διάβαση/(ΑΝΑΤ.) λεκάνη/λωρίδα γης/πλευρά/πόρτα/πύλη. ~ό: άνοιγμα/γεφύρι/δρομάκι (= στενό, στενοσόκακο)/μέτωπο/πέρασμα/σημείο. ~ές: στροφές. Αμφορέας με ~ό λαιμό. Βλ. μακρόστενος.|| ~ός: χώρος. ~ό: διαμέρισμα/δωμάτιο. ΣΥΝ. στενόχωρος.|| ~ό: ρούχο (ΑΝΤ. ριχτό)/παντελόνι (πβ. εφαρμοστό, στρετς). ~ά: παπούτσια. Σακάκι ~ό στις μασχάλες/στους ώμους. Μου είναι/έρχεται ~ό (: με στενεύει, είναι μικρότερο νούμερο από αυτό που μου ταιριάζει).|| (ΦΥΣ.) Ακτινοβολία ~ού φάσματος. ΑΝΤ. ευρύς (1), πλατύς, φαρδύς 2. (μτφ.) που είναι περιορισμένος, δεν έχει ευρύτητα, δυνατότητες: ~ός: ορίζοντας (ΑΝΤ. ανοιχτός)/ορισμός/όρος/προϋπολογισμός. ~ή: αντίληψη/ερμηνεία/προθεσμία (πβ. αυστηρή)/σημασία. ~ό: πεδίο. ~ά: μυαλά (: για προκατειλημμένη σκέψη, χωρίς ανεκτικότητα· πβ. στενόμυαλος)/όρια/(χρονικά) περιθώρια. ~ δημόσιος τομέας (= δημόσια διοίκηση. ΑΝΤ. ευρύτερος). Θέματα του ~ού επιστημονικού ενδιαφέροντος. Σε ~ά πλαίσια. 3. (μτφ.) που βρίσκεται ή γίνεται από κοντά: ~ός: έλεγχος/περίγυρος/συγγενής/συνεργάτης (= έμπιστος)/σύνδεσμος/συντονισμός/φίλος (πβ. εγκάρδιος). ~ή: αντιστοιχία/εξάρτηση/επικοινωνία/εποπτεία/οικογένεια (βλ. εκτεταμένη/διευρυμένη)/πολιορκία/συνεννόηση/συνεργασία (πβ. εντατική, συστηματική). ~ό: μαρκάρισμα. ~οί: δεσμοί. ~ές: επαφές/σχέσεις. Σε ~ό αστυνομικό κλοιό οι διαδηλώσεις. Κηδεύτηκε σε ~ό οικογενειακό κύκλο. Οι φήμες διέρρευσαν από άτομα του ~ού της περιβάλλοντος. ΣΥΝ. κοντινός (3) ● Υποκ.: στενούτσικος , η, ο ● επίρρ.: στενά & (λόγ.) -ώς [-ῶς]: Είμαστε ~ (= στριμωγμένα) εδώ.|| Το ~ώς εννοούμενο εθνικό συμφέρον.|| Παρακολουθούμε ~ τις εξελίξεις. Συνεργαζόμαστε ~. Οι έννοιες πολιτισμός και παιδεία είναι ~ (= άμεσα) συνδεδεμένες μεταξύ τους. ● ΦΡ.: με τη(ν) αυστηρή/στενή/στενότερη έννοια & (λόγ.) υπό στενή εννοία: με περιορισμένη θεώρηση των πραγμάτων: Ο καταμερισμός της εργασίας ~ ~ του όρου (: κυριολεκτικά) δεν ίσχυσε ποτέ. ΑΝΤ. με την ευρεία έννοια [< λατ. stricto sensu] , υπό/σε στενή παρακολούθηση: σε κατάσταση διαρκούς και προσεκτικής επίβλεψης: Οι κατηγορούμενοι βρίσκονται σε ~ ~/τελούν υπό ~ ~. Τα πάντα έχουν τεθεί υπό ~ ~., στενές επαφές τρίτου τύπου βλ. επαφή, στενός κορσές βλ. κορσές [< αρχ. στενός, γαλλ. étroit]
υπάλληλος [ὑπάλληλος] υ-πάλ-λη-λος ουσ. (αρσ. + θηλ.) {υπαλλήλ-ου}: πρόσωπο που εργάζεται για κάποιον εργοδότη σε μη χειρωνακτική εργασία έναντι μισθού: ανώτερος/αρμόδιος/δημοτικός/δικαστικός/διοικητικός/ιδιωτικός/κρατικός/μόνιμος/συμβασιούχος/συνταξιούχος/σωφρονιστικός/ταχυδρομικός/τελωνειακός/τραπεζικός ~. Εκπαίδευση/επιμόρφωση ~ων. ~ γραφείου/σε ξενοδοχείο. Ζητείται ~ με γνώσεις πληροφορικής/για μερική απασχόληση. Πβ. εργαζόμενος. Βλ. μισθωτός, ξενοδοχοϋπάλληλος. ● Υποκ.: υπαλληλάκος & υπαλληλίσκος (ο) ● ΣΥΜΠΛ.: ανακριτικός υπάλληλος βλ. ανακριτικός, δημόσιος υπάλληλος βλ. δημόσιος [< γαλλ. employé]
υπό [ὑπό] υ-πό πρόθ. & υπ' (πριν από φωνήεν) & υφ' ((παλαιότ.) πριν από φωνήεν δασυνόμενης λέξης) (λόγ.) 1. (+ αιτ.) για το σημείο κάτω από το οποίο βρίσκεται κάποιος ή κάτι· κατ' επέκτ. για να δηλωθεί εξάρτηση, υποταγή: ~ την επιφάνεια (του εδάφους/της θάλασσας).|| Άρθρο ~ (= με) τον τίτλο ...|| ~ την αρχηγία/εξουσία/επίβλεψη του ... Δρουν/ενεργούν ~ τις διαταγές του αρχηγού. Για χρόνια ζούσε ~ το καθεστώς του τρόμου. Μετά τον χωρισμό των γονιών της τέθηκε ~ την κηδεμονία της μητέρας της. 2. (+ αιτ.) (μτφ.) για να δηλωθεί κατάσταση ή ο τρόπος με τον οποίο γίνεται κάτι: Η υπόθεση είναι ~ διερεύνηση/εκδίκαση/εξέταση/έρευνα. Ενεργεί ~ πίεση. Τελεί ~ κράτηση. Κτίριο ~ επισκευή/κατάληψη/κατάρρευση. ~ δοκιμή φάρμακο. Το ~ παρατήρηση αντικείμενο. ~ την απειλή/τον φόβο νέων συγκρούσεων. Το κόμμα είναι ~ διάλυση (: πρόκειται να διασπαστεί). Η αίτησή σας για δάνειο είναι ~ έγκριση/κρίση (= εξετάζεται). Το μέτωπο της φωτιάς τέθηκε ~ περιορισμό. Θα δεχτώ την πρότασή σου ~ προϋποθέσεις. Διέπραξε τον φόνο ~ την επήρεια αλκοόλ. Θα παρευρεθεί στη συγκέντρωση ~ (= με) την ιδιότητα του Υπουργού. Το Συμβούλιο έλαβε ~ σημείωση (= υπόψη) την έκθεση της Επιτροπής. 3. (ως επίρρ.) σε κατώτερη θέση, κάτω από την εξουσία κάποιου: Του δανείζει χρήματα για να τον έχει ~. 4. (+ γεν.) για να δηλωθεί το ποιητικό αίτιο: Θα τελεστεί Θεία Λειτουργία ~ του Μητροπολίτου ... ● ΦΡ.: υπό/κατά μία έννοια (λόγ.): εν μέρει, κατά κάποιο τρόπο: ~ ~, έχει δίκιο., (βρίσκομαι/είμαι) υπ' ατμόν βλ. ατμός, καλώ (κάποιον) στα όπλα βλ. όπλο, κάτω από τη/υπό (τη) σημαία βλ. σημαία, με (την) ευθύνη/(λόγ.) υπό την ευθύνη/υπ' ευθύνη (κάποιου) βλ. ευθύνη, με την ευρεία έννοια βλ. ευρύς, με την/υπό την προϋπόθεση βλ. προϋπόθεση, με/υπό εχεμύθεια βλ. εχεμύθεια, με/υπό όρους βλ. όρος, με/υπό τον όρο βλ. όρος, ουδέν καινόν υπό τον ήλιον βλ. καινός, ουδέν κρυπτόν (υπό τον ήλιον) βλ. κρυπτός, σε απαγόρευση βλ. απαγόρευση, σε δοκιμασία βλ. δοκιμασία, στη/υπό τη σκιά βλ. σκιά, υπό (τον) έλεγχο βλ. έλεγχος, υπό αίρεση βλ. αίρεση, υπό αμφισβήτηση βλ. αμφισβήτηση, υπό ανάπτυξη βλ. ανάπτυξη, υπό γωνία βλ. γωνία, υπό διαμετακόμιση βλ. διαμετακόμιση, υπό διαμόρφωση βλ. διαμόρφωση, υπό διαπραγμάτευση βλ. διαπραγμάτευση, υπό διωγμό(ν) βλ. διωγμός, υπό κάλυψη βλ. κάλυψη, υπό κατασκευή(ν) βλ. κατασκευή, υπό μάλης βλ. μάλη1, υπό μορφή(ν) βλ. μορφή, υπό προθεσμία βλ. προθεσμία, υπό σκέψη βλ. σκέψη, υπό σκιά(ν) βλ. σκιά, υπό συζήτηση βλ. συζήτηση, υπό τα όμματα βλ. όμμα, υπό τη(ν) σκέπη(ν) βλ. σκέπη, υπό την αιγίδα βλ. αιγίδα, υπό την αίρεση βλ. αίρεση, υπό την προστασία (κάποιου) βλ. προστασία, υπό το βάρος βλ. βάρος, υπό το βλέμμα (κάποιου) βλ. βλέμμα, υπό το κράτος βλ. κράτος, υπό το μηδέν βλ. μηδέν, υπό το φως βλ. φως, υπό/σε στενή παρακολούθηση βλ. στενός [< αρχ. ὑπό]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ