Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • έποικος [ἔποικος] έ-ποι-κος ουσ. (αρσ. + θηλ.) {-ου (λόγ.) -οίκου}: πρόσωπο που συμμετέχει σε εποικισμό: αποχώρηση/εγκατάσταση/εισαγωγή/επαναπατρισμός/παραμονή/μεταφορά ~οίκων. Βλ. άπ-, μέτ-οικος. ΑΝΤ. αυτόχθων (1) [< αρχ. ἔποικος]

απ-

απ- βλ. απο-

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.