Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • έτος [ἔτος] έ-τος ουσ. (ουδ.) {έτ-ους | -η, -ών} 1. χρονικό διάστημα τριακοσίων εξήντα πέντε ημερών (ή τριακοσίων εξήντα έξι για δίσεκτο έτος), που συνήθ. αρχίζει (συμβατικά) την πρώτη Ιανουαρίου και τελειώνει την τριακοστή πρώτη Δεκεμβρίου και χωρίζεται σε δώδεκα μήνες (το ημερολογιακό έτος) ή μπορεί να αρχίζει σε οποιαδήποτε άλλη ημερομηνία· μία συγκεκριμένη από αυτές τις περιόδους, συνήθ. στη χρονολογική της σειρά: επετειακό/επόμενο/μεταβατικό/παρελθόν/περασμένο/πλήρες/τρέχον ~. Στην αρχή/με την πάροδο/στο τέλος του ~ους. Η πρώτη μέρα (πβ. πρωτοχρονιά)/οι εποχές του ~ους. Απαιτούμενη προϋπηρεσία: ένα ως δύο ~η. Δάνειο διαρκείας με σταθερό επιτόκιο για τρία ~η. Κατά τα προηγούμενα ~η. Επί δύο συναπτά ~η. Ύστερα από προσπάθειες πολλών ~ών ... Εγγύηση δύο ~ών. Ποινή κάθειρξης είκοσι ~ών. Προ ~ών (: πριν από πολλά ~η). Από (πολλών) ~ών (: εδώ και πολλά ~η). Εξόφληση χρέους εντός τριών ~ών.|| (ειδικότ. για την ηλικία) Συμπλήρωση του πεντηκοστού ~ους της ηλικίας. Έγινε ογδόντα/πέθανε σε ηλικία ενενήντα ~ών. Γυναίκες άνω/κάτω των σαράντα ~ών. Πόσων ~ών (= χρονών) είστε;|| Ουίσκι δώδεκα ~ών.|| (ευχετ.) Καλά Χριστούγεννα και ευτυχισμένο το νέο ~. ~ αποφοιτήσεως/γεννήσεως/έκδοσης (πβ. χρονολογία).|| (σε άλλο σύστημα χρονολόγησης:) Το ~ του Φιδιού (στο κινέζικο ημερολόγιο). Ένα ~ Εγίρας (στο ισλαμικό ημερολόγιο που αντιστοιχεί στο 622 μ.Χ.). Το ~ 7107 από κτίσεως κόσμου (δηλ. 1599 μ.Χ.). Το ~ μιας Ολυμπιάδας. ΣΥΝ. χρονιά (1), χρόνος (6) 2. (ειδικότ.) χρονικό διάστημα, μικρότερο συνήθ. από ένα έτος, κατά το οποίο λειτουργεί ένα ίδρυμα, ινστιτούτο· συνεκδ. σύνολο προσώπων που φοιτούν μαζί σε σχολείο, πανεπιστήμιο: ακαδημαϊκό-πανεπιστημιακό ~. Παράταση διδακτικού ~ους. Μαθήματα πρώτου ~ους (σπουδών). Διαγωνίσματα/εκπαιδευτική εκδρομή/εξετάσεις/υποτροφίες ~ους ... Φοιτητές δευτέρου ~ους/μεγαλύτερων ~ών/του ~ους μου. Δεν ήταν στο δικό μου ~ (= δεν ήμασταν συμφοιτητές). Βλ. ανθρωπο~, γενιά. 3. ΑΣΤΡΟΝ. το απαιτούμενο χρονικό διάστημα για μια πλήρη περιφορά της Γης γύρω από τον Ήλιο, το ηλιακό, τροπικό έτος· κατ' επέκτ. ο χρόνος περιφοράς ενός πλανήτη ή δορυφόρου γύρω από τον Ήλιο ή άλλο πλανήτη, αντίστοιχα: το ~ του Άρη/της Σελήνης. ● ΣΥΜΠΛ.: εκκλησιαστικό έτος: που αρχίζει την πρώτη Σεπτεμβρίου και τελειώνει την τριακοστή πρώτη Αυγούστου. ΣΥΝ. ίνδικτος (1), έτος φωτός 1. ΑΣΤΡΟΝ. {κυρ. στον πληθ.} μονάδα μήκους (διεθνές σύμβ. ly) που ισούται με την απόσταση που διανύει το φως στο κενό σε ένα έτος: Γαλαξίας που απέχει ... εκατομμύρια ~η ~ από τη Γη. 2. {μόνο στον πληθ.} (μτφ.) για να δηλωθεί εμφατικά πολύ μεγάλη (ποιοτική) διαφορά μεταξύ δύο ή περισσοτέρων συγκρινόμενων πραγμάτων, προσώπων: Η θεωρία απέχει συχνά ~η ~ από την πράξη. Βρισκόμαστε ~η ~ (μακριά) από τις συνήθειες των παππούδων μας. [< αγγλ. light year, 1925] , Ευρωπαϊκό/Διεθνές/Παγκόσμιο Έτος: χρονικό διάστημα συνήθ. ενός έτους, αφιερωμένο σε συγκεκριμένο θέμα, πρόσωπο, ιδέα, κατά τη διάρκεια του οποίου πραγματοποιούνται σχετικές εκδηλώσεις σε ευρωπαϊκό, διεθνές ή παγκόσμιο επίπεδο., ηλιακό/τροπικό έτος: ΑΣΤΡΟΝ. το χρονικό διάστημα μεταξύ δύο διαδοχικών εαρινών ή φθινοπωρινών ισημεριών που ισοδυναμεί με 365 μέρες, 5 ώρες, 48 λεπτά και 45.51 δευτερόλεπτα: ημερολόγιο βασισμένο στο ~ ~. Μέσο τροπικό ~ (365, 2421988 ... μέρες). Βλ. γρηγοριανό/νέο, ιουλιανό/παλαιό ημερολόγιο, ηλιακός χρόνος. [< γαλλ. année solaire/tropique] , ημερολογιακό έτος & πολιτικό έτος: από την 1η Ιανουαρίου ως την 31η Δεκεμβρίου. [< αγγλ. calendar year] , οικονομικό έτος: ΟΙΚΟΝ. λογιστική περίοδος δώδεκα μηνών: απολογισμός/έξοδα/έσοδα/ισολογισμός/κέρδη ~ού ~ους ... Φορολογικές δηλώσεις ~ού ~ους ... Εκκαθάριση λογαριασμών-~ά ~η ... [< αγγλ. financial year] , σεληνιακό έτος: με διάρκεια τριακοσίων πενήντα τεσσάρων ημερών., σχολικό έτος: το χρονικό διάστημα λειτουργίας των σχολείων, συμπεριλαμβανομένων των παραδόσεων και των εξετάσεων: Το ~ ~ διαρκεί από την πρώτη Σεπτεμβρίου έως την τριακοστή Ιουνίου. Πβ. χρονιά., αστρικό έτος βλ. αστρικός, κοσμικό/γαλαξιακό έτος βλ. κοσμικός, πλήρης ημερών βλ. ημέρα, το ενεστώς έτος βλ. ενεστώς, υδρολογικό έτος βλ. υδρολογικός ● ΦΡ.: αίσιο(ν) και ευτυχές το νέο(ν) έτος (λόγ.): (σε ευχετήριες κάρτες και επιστολές) στερεότυπη ευχή για το νέο έτος., ανά/κατ' έτος: (για, σε) κάθε έτος, ετησίως: δαπάνες/δημοσιεύσεις/ταξινόμηση ~ ~.|| (ως επίθ.) Βράβευση της κατ' έτος (= ετήσιας) σημαντικότερης ερευνητικής εργασίας στον χώρο της ..., εις πολλά έτη/έτη πολλά (λόγ.): ευχή για μακροζωία: ~ ~ με υγεία και χαρά! (ΕΚΚΛΗΣ.) ~ ~, ∆έσποτα! Πβ. χρόνια πολλά., εν έτει (λόγ.): το έτος: Έργο γραμμένο ~ ~ ... , επί σειρά(ν) ετών (λόγ.): για πολλά και διαδοχικά χρόνια: πρόεδρος/πρωταθλητής ~ ~.|| (ως επίθ.) Ο ~ ~ διευθυντής. , καθ' όλο(ν) το έτος (λόγ.): σε όλη τη διάρκεια του έτους: Το ξενοδοχείο λειτουργεί ~ ~., κατ' έτος (επίσ.): (για) κάθε χρονιά, ετησίως: αποδοχές ~ ~. Η κατώτατη τιμή ορίζεται ~ ~., (κατά) το σωτήριο(ν) έτος βλ. σωτήριος, προ/από αμνημονεύτων ετών/χρόνων βλ. αμνημόνευτος [< αρχ. ἔτος, γαλλ. année, αγγλ. year]

αμνημόνευτος

αμνημόνευτος, η, ο [ἀμνημόνευτος] α-μνη-μό-νευ-τος επίθ. 1. (λόγ.) που δεν του γίνεται μνεία, δεν αναφέρεται, δεν γίνεται λόγος γι' αυτόν: ~οι αγωνιστές (= ξεχασμένοι, λησμονημένοι). 2. ΕΚΚΛΗΣ. που το όνομά του δεν αναφέρθηκε από ιερέα σε ακολουθία ή σπανιότ. για κάποιον για τον οποίο δεν τελέστηκε μνημόσυνο: Κηδεύτηκε ~. Βλ. ακοινώνητος. ● ΦΡ.: προ/από αμνημονεύτων ετών/χρόνων (σε σχήμα υπερβολής): πριν από πολλά χρόνια. [< αρχ. ἀμνημόνευτος]

αστρικός

αστρικός, ή, ό [ἀστρικός] α-στρι-κός επίθ. (επιστ.): που σχετίζεται με τα αστέρια: ~ός: κόσμος/χάρτης. ~ή: ύλη. ~ό: Σύμπαν/φως. ~ές: εκρήξεις (: σουπερνόβα). ~ά: νέφη/πτώματα (βλ. μαύρος νάνος). Βλ. δι~, μεσο~. ● ΣΥΜΠΛ.: αστρική ημέρα: ΑΣΤΡΟΝ. ο χρόνος που μεσολαβεί ανάμεσα σε δύο διαδοχικές μεσουρανήσεις ενός συγκεκριμένου άστρου και είναι ίσος με εικοσιτρείς ώρες, πενήντα έξι λεπτά και τέσσερα δευτερόλεπτα. Πβ. ηλιακή ημέρα, πολιτική ημέρα. [< γαλλ. jour sidéral ] , αστρικό έτος: ΑΣΤΡΟΝ. η διάρκεια της πλήρους περιστροφής της Γης γύρω από τον Ήλιο σε σχέση με δεδομένο άστρο (τριακόσιες εξηνταπέντε ημέρες, έξι ώρες, εννέα λεπτά και εννιάμισι δευτερόλεπτα). [< γαλλ. année sidérale] , αστρικό σμήνος: ΑΣΤΡΟΝ. σύμπλεγμα αστέρων που βρίσκονται σε μικρή σχετικά απόσταση μεταξύ τους λόγω των ισχυρών αμοιβαίων ελκτικών δυνάμεων: ανοιχτό/σφαιρωτό ~ ~. Νεφελώματα και ~ά ~η. [< αγγλ. star cluster] , αστρικό σύστημα: ομάδα από αστέρια που σχηματίζουν τροχιά το ένα γύρω από το άλλο. [< αγγλ. star system] , αστρικός χρόνος: ΑΣΤΡΟΝ. που βασίζεται στην περιστροφή των πλανητών σε σχέση με δεδομένα άστρα και όχι με τον Ήλιο. Βλ. ηλιακός χρόνος. [< αγγλ. sidereal time] , αστρική/κοσμική/διαστημική σκόνη βλ. σκόνη, σφαιρωτό (αστρικό) σμήνος βλ. σφαιρωτός [< μτγν. ἀστρικός, γαλλ.-αγγλ. astral]

ενεστώς

ενεστώς, ώσα [ἐνεστώς] ε-νε-στώς επίθ. {ενεστ-ώτος | κυρ. στο θηλ.} (επίσ.): που αφορά το παρόν: Η ~ώσα (= παρούσα) κατάσταση δεν αφήνει περιθώρια για λάθη. ΣΥΝ. τωρινός ● ΣΥΜΠΛ.: το ενεστώς έτος (ε.έ.) {συνηθέστ. στη γεν.}: το παρόν, το τρέχον έτος: μέχρι τα τέλη Δεκεμβρίου του ~ώτος ~ους. [< αρχ. ἐνεστώς] ΕΝΕΣΤΩΣ

ημέρα

ημέρα [ἡμέρα] η-μέ-ρα ουσ. (θηλ.) {ημερών} (επίσ.) & (προφ.) μέρα 1. (συνήθ. στον τ. μέρα) η περίοδος φωτός μεταξύ της ανατολής και της δύσης του ήλιου: ανοιξιάτικη/βροχερή/ζεστή/ηλιόλουστη/λαμπερή/συννεφιασμένη/φωτεινή/χειμωνιάτικη/ωραία ~. Η μικρότερη ~ του χρόνου. Το ξεκίνημα/η μέση/το τέλος της ~ας. Με το φως της ~ας (= της αυγής). Η ~ έρχεται/φεύγει. Θέλω να τελειώσω όσο είναι ακόμα ~. Ούτε που κατάλαβα πώς πέρασε η ~! Μια καινούργια ~ αρχίζει/ξεκινά/ξημερώνει. Μεγάλωσε/μίκρυνε η ~ (: με την αλλαγή της ώρας). (ευχετ.) Καλή ~ (= καλημέρα)! ΑΝΤ. βράδυ (1), νύχτα (1) 2. (ως υποδιαίρεση του χρόνου) το εικοσιτετράωρο διάστημα κατά το οποίο η Γη ολοκληρώνει μία πλήρη περιστροφή γύρω από τον άξονά της· γενικότ. οποιοδήποτε αντίστοιχο διάστημα· ΑΣΤΡΟΝ. ο χρόνος που χρειάζεται ένα ουράνιο σώμα για μια παρόμοια περιστροφή: ~ γέννησης (πβ. ημερομηνία). Οι ~ες της εβδομάδας. Μια ~ του καλοκαιριού.|| Κρίσιμη/περίεργη/συνηθισμένη ~. Η επόμενη (/αυριανή· ΣΥΝ. αύριο)/σημερινή (= σήμερα)/χθεσινή (/προηγούμενη· ΣΥΝ. χθες) ~. Η ωραιότερη ~ της ζωής μου! Πρώτη ~ στο σχολείο. Μια ~ μετά/πριν. Ανοιχτά κάθε μέρα (= όλη την εβδομάδα), όλη μέρα (= όλες τις ώρες της ~ας). Οι ζυγές/μονές ~ες του μήνα. Οι τριακόσιες εξηνταπέντε ~ες του χρόνου. Πέντε ~ες άδεια. Τι ~ είναι σήμερα/πέφτει της Παναγίας; Τι ~ κι αυτή! Ήταν μια άσχημη/ξεχωριστή ~ για την ομάδα. Αύριο (είναι) η μεγάλη ~! Πόσες ώρες την ~ δουλεύει; Για τρίτη κατά σειρά/συνεχή ~ ... Αυτά τα πράγματα δεν συμβαίνουν κάθε ~ (= καθημερινά). Διάβασα το βιβλίο σε μια μόνο ~. (Απο)μένουν δύο ~ες μέχρι ... Έχω ~ες να/πάνε ~ες που έχω να τον δω. Σε λίγες ~ες θα συναντηθούμε. Θέλω ακόμη δυο ~ες, για να τελειώσω. Βλ. ανθρωπο~. ΣΥΝ. εικοσιτετράωρο, ημερονύκτιο 3. (συνήθ. στον τ. ημέρα) εικοσιτετράωρη περίοδος ή καθορισμένο τμήμα της, αφιερωμένη σε συγκεκριμένη δραστηριότητα, γεγονός, γιορτή, επέτειο ή ορισμένο γεγονός: γιορτινή/ελεύθερη/εργάσιμη/ιστορική ~. ~ αργίας/δράσης/εθελοντικής αιμοδοσίας/επισκέψεων/μνήμης/πένθους/χαράς. Η ~ του γάμου/της δίκης/των εκλογών/(ΕΚΚΛΗΣ.) του Κυρίου (= Κυριακή)/του Πάσχα. Παγκόσμια ~ (της) Ειρήνης/κατά του Έιτζ/(της) Μουσικής/(του) Περιβάλλοντος/Προσφύγων. Η ~ της Γυναίκας/του Παιδιού. ~ες κινηματογράφου/πολιτισμού.|| Εφημερεύει δέκα ~ες τον μήνα. Ζητάει/παίρνει ... ευρώ την ~ (: για το χρονικό διάστημα της ~ας που εργάζεται). Το αφεντικό μου οφείλει δώδεκα ~ες (: μισθό αντίστοιχο των δώδεκα ~ών εργασίας). 4. (συνήθ. στον τ. μέρα) απροσδιόριστο χρονικό σημείο: Ήρθε η ~ που περίμενα! Κάποια ~ θα γυρίσει, δεν μπορεί! Δεν έχω χρόνο, θα τα πούμε μια άλλη ~. Την άλλη ~ (= πρόσφατα, τις προάλλες) μου έλεγες πως θα πας ταξίδι κι είσαι ακόμη εδώ; Μια ~ θα με θυμηθείς (ΣΥΝ. κάποτε). Πβ. στιγμή, ώρα.|| Μία από αυτές τις ~ες θα την επισκεφτώ (= σύντομα). 5. (ως επίρρ.) όσο φέγγει το φως του ήλιου: Δουλεύει/έφτασε/έφυγε/ξεκίνησε/ταξίδεψε ~.ημέρες/μέρες: περίοδος, εποχή, καιρός: ~ του 19... /δόξας/πολέμου. Διανύουμε δύσκολες/ευτυχισμένες/ήσυχες/μεγάλες/παράξενες ~. Έρχονται καλύτερες/μαύρες μέρες. Στις μέρες μας τα πράγματα ήταν αλλιώς. ● ΣΥΜΠΛ.: ηλιακή ημέρα: ΑΣΤΡΟΝ. ο χρόνος (περ. εικοσιτέσσερις ώρες) που μεσολαβεί μεταξύ δύο διαδοχικών διαβάσεων του Ήλιου από τον μεσημβρινό ενός τόπου, μια πλήρης τροχιά του γύρω από τη Γη από το ένα μεσημέρι ως το επόμενο: Η μέση ~ ~ είναι τέσσερα λεπτά μεγαλύτερη από την αστρική ημέρα. Βλ. ηλιακός χρόνος., πλήρης ημερών & (σπάν.) πλήρης ετών (ΠΔ): (λόγ., για πρόσ. που πέθανε) σε προχωρημένη ηλικία: Απεβίωσε/έφυγε ~ ~., πολιτική ημέρα: ΑΣΤΡΟΝ. το εικοσιτετράωρο διάστημα, με σημείο εκκίνησης τα μεσάνυχτα, κατά το οποίο η Γη εκτελεί μια πλήρη περιστροφή γύρω από την εαυτό της. [< αγγλ. civil day] , αστρική ημέρα βλ. αστρικός, γόνιμες (η)μέρες βλ. γόνιμος, Ευρωπαϊκή Ημέρα Γλωσσών βλ. γλώσσα, η ημέρα/η ώρα της κρίσεως/της κρίσης βλ. κρίση, ημέρα καριέρας βλ. καριέρα ● ΦΡ.: επί των ημερών (κάποιου) (λόγ.): κατά την περίοδο που κυβερνούσε, κατείχε υψηλό αξίωμα ή βρισκόταν στο απόγειο της δόξας του: ~ ~ του ... έγιναν μεγάλες μεταρρυθμίσεις., προ ημερών (λόγ.): πριν από λίγες μέρες: Τον είδα ~ ~., στο τέλος της ημέρας: τελικά, σε τελική ανάλυση: ~ ~ είχες δίκιο. [< αγγλ. at the end of the day γαλλ. à la fin de la journée] , της ημέρας: για κάτι που συμβαίνει σήμερα ή που βρίσκεται τώρα στην πρώτη θέση, στην επικαιρότητα: οι εκδηλώσεις/το πιάτο/η προσφορά/οι ταινίες ~ ~.|| Το ανέκδοτο/η είδηση/το θέμα/το πρόσωπο/η φωτογραφία ~ ~!, άδραξε τη(ν) (η)μέρα βλ. αδράχνω, είδε το (πρώτο) φως της της ζωής/ της (η)μέρας/ /του ήλιου βλ. φως, εντός της ημέρας/των ημερών βλ. εντός, έργα και ημέρες βλ. έργο, τη(ν) σήμερον ημέρα(ν) βλ. σήμερον [< αρχ. ἡμέρα, μεσν. μέρα, γαλλ. jour, αγγλ. day, γερμ. Tag]

κοσμικός

κοσμικός, ή, ό κο-σμι-κός επίθ. 1. που σχετίζεται με τον κόσμο ως σύνολο ανθρώπων και κυρ. με τη ζωή της υψηλής κοινωνίας: ~ός: γάμος/τρόπος ζωής (= κοσμικότητα)/τύπος. ~ή: κίνηση/κυρία/παραλία/ταβέρνα. ~ό: γεγονός/θέρετρο/κέντρο/μέρος/νησί/ρεπορτάζ. ~οί: κύκλοι. ~ές: εκδηλώσεις (π.χ. δεξιώσεις, χοροεσπερίδες)/στήλες (εφημερίδας/περιοδικού)/συγκεντρώσεις. ~ά: νέα/σαλόνια. Πβ. κοινωνικός. 2. που αναφέρεται στην επίγεια κοινωνική ζωή σε αντίθεση με την εκκλησιαστική: ~ός: άρχοντας/ηγέτης/συγγραφέας/χαρακτήρας (της εκπαίδευσης/του κράτους). ~ή: ιστορία/μουσική/τέχνη. ~ά: αγαθά. Πβ. εγκόσμιος.|| ~ός: κλήρος (: σε αντιδιαστολή προς τους μοναχούς). Πβ. λαϊκός. ΑΝΤ. θρησκευτικός 3. που έχει σχέση με το Σύμπαν ή ειδικότ. το διάστημα σε αντιδιαστολή προς τη Γη: ~ός: θόρυβος/νόμος/χρόνος. ~ή: έκρηξη/ταχύτητα. ~ό: κενό/νέφος/φαινόμενο/χάος. ~οί: άνεμοι. ~ές: δομές (π.χ. σμήνη γαλαξιών). Πβ. διαστημ-, συμπαντ-ικός. Βλ. μακρο~, μικρο~. ΑΝΤ. γήινος (1) ● Ουσ.: κοσμικά (τα) 1. θέματα που αφορούν τις εκδηλώσεις της υψηλής κυρ. κοινωνίας. 2. τα εγκόσμια., κοσμικός (ο) 1. ο λαϊκός σε αντίθεση με τον κληρικό ή τον μοναχό. 2. πρόσωπο που του αρέσουν οι κοινωνικές εκδηλώσεις ή συχνάζει σε αυτές. ΑΝΤ. απόκοσμος (2) ● ΣΥΜΠΛ.: κοσμική ακτινοβολία/κοσμικές ακτίνες: ΑΣΤΡΟΝ. ακτινοβολία που αποτελείται από σωματίδια τα οποία κινούνται πολύ γρήγορα (αδρόνια, λεπτόνια, φωτόνια), διασχίζουν την ατμόσφαιρα και φτάνουν στην επιφάνεια της Γης από το Σύμπαν. [< γαλλ. rayonnement cosmique/rayons cosmiques, αγγλ. cosmic ray, 1925] , κοσμική/(σπανιότ.) εγκόσμια εξουσία: η κρατική, πολιτική εξουσία σε αντίθεση προς τη θρησκευτική., κοσμικό/γαλαξιακό έτος: ΑΣΤΡΟΝ. το απαιτούμενο χρονικό διάστημα (περ. 245 εκατομμύρια χρόνια) για μια πλήρη περιστροφή του ηλιακού μας συστήματος γύρω από το κέντρο του γαλαξία., κοσμικό/λαϊκό κράτος: στο οποίο η εξουσία ασκείται από πολιτικά πρόσωπα χωρίς την παρέμβαση θρησκευτικών παραγόντων σε αντιδιαστολή προς το θεοκρατικό κράτος., κοσμικός αιώνας: ΓΕΩΛ. το χρονικό διάστημα εξέλιξης της Γης από τη στιγμή που έγινε για πρώτη φορά αυτοτελές ουράνιο σώμα μέχρι τον πιθανό σχηματισμό του φλοιού της., αστρική/κοσμική/διαστημική σκόνη βλ. σκόνη, κοσμική/μικροκυματική ακτινοβολία υποβάθρου βλ. ακτινοβολία [< 1: γαλλ. mondain 2: μεσν. κοσμικός 3: αρχ. ~, γαλλ. cosmique, αγγλ. cosmic]

σωτήριος

σωτήριος, α, ο σω-τή-ρι-ος επίθ.: που σώζει ή συμβάλλει στη σωτηρία: ~α: ανακάλυψη/απόφαση/βοήθεια/διέξοδος/δράση/επέμβαση/επιλογή/ιδέα/κινητοποίηση/λύση/νίκη/παρέμβαση/πρόταση/συμβουλή. ~ο: εμβόλιο/έργο/μήνυμα/μόσχευμα/φάρμακο. Η έγκαιρη διάγνωση της νόσου αποδείχθηκε ~α. Πβ. ευεργετ-, λυτρωτ-, σωστ-ικός. ΑΝΤ. καταστροφικός, ολέθριος.|| (σε εκκλησιαστικά κείμενα) Το ~ο μήνυμα του Ιησού Χριστού. Πβ. κοσμο~. Βλ. εθνο~, -τήριος. ● ΦΡ.: (κατά) το σωτήριο(ν) έτος 1. χαρακτηρισμός για χρονολογία μετά τη γέννηση του Χριστού (που συχνά θεωρείται ιστορικά σημαντική από τον ομιλητή): Ο Οικουμενικός Πατριάρχης εύχεται ευτυχές και ευλογημένον το νέον ~ ~ ...|| Το έργο ολοκληρώθηκε ~ ~ ... 2. (ειρων.) για αναφορά σε έτος κατά το οποίο επιβιώνουν παρωχημένες αντιλήψεις ή καταστάσεις: ~ ~ ... ακόμα παραβιάζονται ακόμα τα ανθρώπινα δικαιώματα. [< αρχ. σωτήριος]

υδρολογικός

υδρολογικός, ή, ό [ὑδρολογικός] υ-δρο-λο-γι-κός επίθ.: ΓΕΩΛ. που σχετίζεται με την υδρολογία: ~ός: κύκλος (= κύκλος του νερού). ~ή: ανάλυση. ~ό: δίκτυο/σύστημα. Βλ. υδρογραφικός. ● ΣΥΜΠΛ.: υδρολογικό έτος: χρονικό διάστημα (από την πρώτη Οκτωβρίου ως τις δεκαπέντε Απριλίου) σε σχέση με το ποσοστό των βροχοπτώσεων που σημειώνονται μέσα σε αυτό., λεκάνη απορροής βλ. λεκάνη, υδρολογικό ισοζύγιο βλ. ισοζύγιο [< γαλλ. hydrologique, αγγλ. hydrologic(al)]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.