Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 6 εγγραφές  [0-6]


  • έτυμο(ν) [ἔτυμο(ν)] έ-τυ-μο(ν) ουσ. (ουδ.) {ετύμ-ου}: ΓΛΩΣΣ. ετυμολογία: αναζήτηση/ανεύρεση του ~ου. Κυπριακά/μεσαιωνικά/ποντιακά ~α. Λέξη αγνώστου ~ου. [< μτγν. ἔτυμον (το) ‘η αρχική, αληθινή σημασία’, γαλλ. étymon, αγγλ. etymon]
  • ετυμολόγηση [ἐτυμολόγηση] ε-τυ-μο-λό-γη-ση ουσ. (θηλ.): ΓΛΩΣΣ. διαδικασία για την ανεύρεση της ετυμολογίας μιας λέξης και το σχετικό αποτέλεσμα: επιστημονική ~. ~ επιθημάτων/τοπωνυμίων. ~ από το ελληνικό/λατινικό ... Πιθανές ~ήσεις.
  • ετυμολογία [ἐτυμολογία] ε-τυ-μο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.): ΓΛΩΣΣ. κλάδος που ασχολείται με την προέλευση και την ιστορία των λέξεων και των σημασιών τους· η διαδικασία ανεύρεσής της: επιστημονική ~. Αβέβαιη/άγνωστη/πειστική/πιθανή/σκοτεινή ~ (ΣΥΝ. έτυμο(ν)). Πβ. ετυμολόγηση. Βλ. -λογία, παρ~. ● ΣΥΜΠΛ.: λαϊκή ετυμολογία: μεταβολή της μορφής μιας δάνειας ή λόγιας λέξης με βάση την εσφαλμένη ετυμολογική της σύνδεση με άλλη, πιο γνωστή ή καλύτερα κατανοητή, π.χ. γιουβαρλάκι < γιουβαρελάκι (από το βαρέλι), τένοντας < τέντονας (από το τεντώνω). Πβ. παρετυμολογία. [< γερμ. Volksetymologie] [< μτγν. ἐτυμολογία, γερμ. Etymologie, γαλλ. étymologie, αγγλ. etymology]
  • ετυμολογικός , ή, ό [ἐτυμολογικός] ε-τυ-μο-λο-γι-κός επίθ.: ΓΛΩΣΣ. που σχετίζεται με την ετυμολογία: ~ός: ορισμός (: που εξαρτάται από την ετυμολογία ή βασίζεται σε αυτή). ~ή: ανάλυση/εκδοχή/εξέλιξη/εξήγηση/έρευνα/μελέτη/(ή ιστορική) ορθογραφία (: σε αντιδιαστολή με τα άλλα δύο είδη, τη φωνητική και τη φωνολογική)/πηγή/προέλευση/ρίζα/σημασία/συγγένεια/συνάφεια/σύνδεση/συσχέτιση. ~ό: λεξικό/σχήμα (πβ. παρήχηση). ~ές: ασκήσεις/οικογένειες/πληροφορίες. Βλ. παρ~. ● Ουσ.: ετυμολογικό (το): ενότητα της παραδοσιακής-σχολικής γραμματικής, σε αντιδιαστολή με το φθογγολογικό και το τυπολογικό, με αντικείμενο την παραγωγή και τη σύνθεση των λέξεων. ● επίρρ.: ετυμολογικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] [< μτγν. ἐτυμολογικός, γαλλ. étymologique, αγγλ. etymological]
  • ετυμολόγος [ἐτυμολόγος] ε-τυ-μο-λό-γος ουσ. (αρσ. + θηλ.): ΓΛΩΣΣ. ερευνητής ή ερευνήτρια, συνήθ. γλωσσολόγος, που ασχολείται με την ετυμολογία. Βλ. -λόγος. [< μτγν. ἐτυμολόγος, γαλλ. étymologiste, αγγλ. etymologist]
  • ετυμολογώ [ἐτυμολογῶ] ε-τυ-μο-λο-γώ ρ. (μτβ.) {ετυμολογ-εί, -ώντας | ετυμολόγ-ησε, -ήσει, -είται, -ήθηκε, -ηθεί, -ούμενη, -ημένος}: ΓΛΩΣΣ. βρίσκω και δίνω την ετυμολογία μιας λέξης: Όνομα που ~είται από τα Λατινικά. Βιβλίο όπου καταγράφονται και ~ούνται τοπωνύμια. Βλ. -λογώ, παρ~. [< μτγν. ἐτυμολογῶ, γαλλ. étymologiser, αγγλ. etymologize]

-λογία

-λογία επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που αναφέρεται σε 1. επιστημονικό κλάδο ή τομέα: βιο~/γλωσσο~/επιστημο~/θεο~/κοινωνιο~/ορυκτο~/παθο~/πετρο~/φιλο~/ψυχο~. Βλ. -ικός. 2. λόγο, λόγια: ακριβο~/αντι~/απο~/δικαιο~/ηθικο~.|| (αρνητ. συνυποδ.) Αερο~/εκλογο~/καταστροφο~/κενο~/πολυ~. Αισχρο~ (βλ. -λόγος)/δαιμονο~/κινδυνο~.|| (ομιλία) Δευτερο~. 3. σύνολο συγκεντρωμένων στοιχείων, αρχών, κανόνων: (περιληπτ.) θεματο~ (πβ. -γραφία). Νομο~.|| (συλλογή) Aνθο~ (βλ. -λόγιο).|| Δεοντο~/μεθοδο~. 4. προσδιορισμό, καθορισμό ή στο αποτέλεσμά τους: βαθμο~ (πβ. βαθμολόγηση)/δοσο~/χρονο~. Βλ. -λογώ.

-λόγος

-λόγος επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών με αναφορά σε 1. ειδικό επιστήμονα ή επαγγελματία: (o/η) αρχαιο~/αστικο~/βιο~/θεο~/παθο~. Εκλογο~.|| Ηλεκτρο~. Βλ. -γράφος. 2. πρόσωπο που συνηθίζει να τοποθετείται ή να εκφράζεται με συγκεκριμένο τρόπο: (αρνητ. συνυποδ.) καταστροφο~/κινδυνο~.|| Ευφυο~. Καυχησιο~/λασπο~/χυδαιο~. 3. (σπάν.) άτομο που συλλέγει ό,τι δηλώνει η πρωτότυπη λέξη: ανθο~/σταχυο~. 4. (σπανιότ.-μόνο στο αρσ.) εργαλείο: βιδο~.

-λογώ

-λογώ {παθ. -ούμαι κ. (προφ.) -ιέμαι} επίθημα ρημάτων με τη σημασία του 1. μιλώ, εκφράζομαι, κρίνω: δευτερο-λογώ/μελλοντο~/μονο~.|| Ακριβο-λογώ/αοριστο~/γενικο~.|| (αρνητ. συνυποδ.) Αισχρο-λογώ/θριαμβο~/κακο~/πολυ~.|| Aξιο-λογώ/πιθανο~. 2. αποδίδω, (καθ)ορίζω: χρησμο-λογώ (πβ. -δοτώ).|| Bαθμο-λογώ/δασμο~/κοστο~/τιμο~/φορο~. 3. μαζεύω, συλλέγω, συγκεντρώνω: κορφο-λογώ.|| Ανθο-λογώ/σταχυο~.|| Ναυτο-λογώ/στρατο~. 4. (προφ.) κάνω κάτι με ένταση ή διάρκεια, έχω μια συνήθεια: τραβο-λογώ/χαζο~/χαϊδο~.|| (αρνητ. συνυποδ.) Μπεκρο-λογώ.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.