ετυμολόγηση [ἐτυμολόγηση] ε-τυ-μο-λό-γη-ση ουσ. (θηλ.): ΓΛΩΣΣ. διαδικασία για την ανεύρεση της ετυμολογίας μιας λέξης και το σχετικό αποτέλεσμα: επιστημονική ~. ~ επιθημάτων/τοπωνυμίων. ~ από το ελληνικό/λατινικό ... Πιθανές ~ήσεις.
ετυμολογία [ἐτυμολογία] ε-τυ-μο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.): ΓΛΩΣΣ. κλάδος που ασχολείται με την προέλευση και την ιστορία των λέξεων και των σημασιών τους· η διαδικασία ανεύρεσής της: επιστημονική ~. Αβέβαιη/άγνωστη/πειστική/πιθανή/σκοτεινή ~ (ΣΥΝ. έτυμο(ν)). Πβ. ετυμολόγηση. Βλ. -λογία, παρ~. ● ΣΥΜΠΛ.: λαϊκή ετυμολογία: μεταβολή της μορφής μιας δάνειας ή λόγιας λέξης με βάση την εσφαλμένη ετυμολογική της σύνδεση με άλλη, πιο γνωστή ή καλύτερα κατανοητή, π.χ. γιουβαρλάκι < γιουβαρελάκι (από το βαρέλι), τένοντας < τέντονας (από το τεντώνω). Πβ. παρετυμολογία. [< γερμ. Volksetymologie] [< μτγν. ἐτυμολογία, γερμ. Etymologie, γαλλ. étymologie, αγγλ. etymology]
ετυμολογικός , ή, ό [ἐτυμολογικός] ε-τυ-μο-λο-γι-κός επίθ.: ΓΛΩΣΣ. που σχετίζεται με την ετυμολογία: ~ός: ορισμός (: που εξαρτάται από την ετυμολογία ή βασίζεται σε αυτή). ~ή: ανάλυση/εκδοχή/εξέλιξη/εξήγηση/έρευνα/μελέτη/(ή ιστορική) ορθογραφία (: σε αντιδιαστολή με τα άλλα δύο είδη, τη φωνητική και τη φωνολογική)/πηγή/προέλευση/ρίζα/σημασία/συγγένεια/συνάφεια/σύνδεση/συσχέτιση. ~ό: λεξικό/σχήμα (πβ. παρήχηση). ~ές: ασκήσεις/οικογένειες/πληροφορίες. Βλ. παρ~. ● Ουσ.: ετυμολογικό (το): ενότητα της παραδοσιακής-σχολικής γραμματικής, σε αντιδιαστολή με το φθογγολογικό και το τυπολογικό, με αντικείμενο την παραγωγή και τη σύνθεση των λέξεων. ● επίρρ.: ετυμολογικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] [< μτγν. ἐτυμολογικός, γαλλ. étymologique, αγγλ. etymological]
ετυμολόγος [ἐτυμολόγος] ε-τυ-μο-λό-γος ουσ. (αρσ. + θηλ.): ΓΛΩΣΣ. ερευνητής ή ερευνήτρια, συνήθ. γλωσσολόγος, που ασχολείται με την ετυμολογία. Βλ. -λόγος. [< μτγν. ἐτυμολόγος, γαλλ. étymologiste, αγγλ. etymologist]
ετυμολογώ [ἐτυμολογῶ] ε-τυ-μο-λο-γώ ρ. (μτβ.) {ετυμολογ-εί, -ώντας | ετυμολόγ-ησε, -ήσει, -είται, -ήθηκε, -ηθεί, -ούμενη, -ημένος}: ΓΛΩΣΣ. βρίσκω και δίνω την ετυμολογία μιας λέξης: Όνομα που ~είται από τα Λατινικά. Βιβλίο όπου καταγράφονται και ~ούνται τοπωνύμια. Βλ. -λογώ, παρ~. [< μτγν. ἐτυμολογῶ, γαλλ. étymologiser, αγγλ. etymologize]
-λογία
-λογία επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που αναφέρεται σε 1. επιστημονικό κλάδο ή τομέα: βιο~/γλωσσο~/επιστημο~/θεο~/κοινωνιο~/ορυκτο~/παθο~/πετρο~/φιλο~/ψυχο~. Βλ. -ικός.2. λόγο, λόγια: ακριβο~/αντι~/απο~/δικαιο~/ηθικο~.|| (αρνητ. συνυποδ.) Αερο~/εκλογο~/καταστροφο~/κενο~/πολυ~. Αισχρο~ (βλ. -λόγος)/δαιμονο~/κινδυνο~.|| (ομιλία) Δευτερο~.3. σύνολο συγκεντρωμένων στοιχείων, αρχών, κανόνων: (περιληπτ.) θεματο~ (πβ. -γραφία). Νομο~.|| (συλλογή) Aνθο~ (βλ. -λόγιο).|| Δεοντο~/μεθοδο~.4. προσδιορισμό, καθορισμό ή στο αποτέλεσμά τους: βαθμο~ (πβ. βαθμολόγηση)/δοσο~/χρονο~. Βλ. -λογώ.
-λόγος
-λόγος επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών με αναφορά σε 1. ειδικό επιστήμονα ή επαγγελματία: (o/η) αρχαιο~/αστικο~/βιο~/θεο~/παθο~. Εκλογο~.|| Ηλεκτρο~. Βλ. -γράφος.2. πρόσωπο που συνηθίζει να τοποθετείται ή να εκφράζεται με συγκεκριμένο τρόπο: (αρνητ. συνυποδ.) καταστροφο~/κινδυνο~.|| Ευφυο~. Καυχησιο~/λασπο~/χυδαιο~.3. (σπάν.) άτομο που συλλέγει ό,τι δηλώνει η πρωτότυπη λέξη: ανθο~/σταχυο~.4. (σπανιότ.-μόνο στο αρσ.) εργαλείο: βιδο~.
-λογώ
-λογώ {παθ. -ούμαι κ. (προφ.) -ιέμαι} επίθημα ρημάτων με τη σημασία του 1. μιλώ, εκφράζομαι, κρίνω: δευτερο-λογώ/μελλοντο~/μονο~.|| Ακριβο-λογώ/αοριστο~/γενικο~.|| (αρνητ. συνυποδ.) Αισχρο-λογώ/θριαμβο~/κακο~/πολυ~.|| Aξιο-λογώ/πιθανο~.2. αποδίδω, (καθ)ορίζω: χρησμο-λογώ (πβ. -δοτώ).|| Bαθμο-λογώ/δασμο~/κοστο~/τιμο~/φορο~.3. μαζεύω, συλλέγω, συγκεντρώνω: κορφο-λογώ.|| Ανθο-λογώ/σταχυο~.|| Ναυτο-λογώ/στρατο~.4. (προφ.) κάνω κάτι με ένταση ή διάρκεια, έχω μια συνήθεια: τραβο-λογώ/χαζο~/χαϊδο~.|| (αρνητ. συνυποδ.) Μπεκρο-λογώ.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.