Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ήμερος , η, ο [ἥμερος] ή-με-ρος επίθ. 1. (για ζώο) εξημερωμένος ή κατοικίδιος: ~ο: άλογο. Πβ. δαμασμένος, τιθασευμένος. ΑΝΤ. άγριος (1), αδάμαστος (2), ανημέρωτος (1), ατίθασος (2) 2. (για φυτό) που φυτεύεται και καλλιεργείται από τον άνθρωπο, που δεν είναι αυτοφυές: ~η: βελανιδιά/ελιά. ~ο: έλατο/τριφύλλι. ~α: ραδίκια. 3. (για τόπο ή τοπίο) που χαρακτηρίζεται από ήπια βλάστηση ή μορφολογία· (για χωράφι) που έχει καλλιεργηθεί, οργωθεί, ξεχερσωθεί. ΑΝΤ. χέρσος (1) 4. (για πρόσ.) πράος, άκακος. Πβ. ήπιος. 5. που δεν είναι φουρτουνιασμένος, ορμητικός: ~η: θάλασσα. ~ο: ποτάμι. ΣΥΝ. γαλήνιος ● ΣΥΜΠΛ.: ήμερο πεύκο βλ. πεύκο ● ΦΡ.: ήρθαν τ' άγρια να διώξουν τα ήμερα βλ. άγριος [< αρχ. ἥμερος]

άγριος

άγριος, α, ο [ἄγριος] ά-γρι-ος επίθ. {άγρι-ου κ. -ίου, (θηλ.) -ας κ. -ίας} 1. που βρίσκεται στη φυσική του κατάσταση, χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση, (για ζώο) που δεν έχει εξημερωθεί ή (για φυτό) που δεν καλλιεργείται και κατ' επέκτ. που σχετίζεται με ή προέρχεται από άγριο είδος: ~ος: χοίρος (= αγριόχοιρος). ~α: γάτα. ~ο: άλογο/θήραμα (π.χ. μπεκάτσα)/θηρίο (λ.χ. λιοντάρι). ~οι: πληθυσμοί (όπως: ταράνδων). ~α: είδη/ζώα. ΣΥΝ. αδάμαστος, ανήμερος, ατίθασος. ΑΝΤ. εξημερωμένος, ήμερος.|| ~α: τριανταφυλλιά/φράουλα. ~α: βότανα/λουλούδια/ραδίκια/χόρτα. Πβ. αυτοφυής. Βλ. φυτευτός.|| ~α: βλάστηση/πανίδα/φύση. ~ο: παρθένο δάσος (πβ. άβατο, απάτητο).|| (μειωτ.) ~α φυλή (πβ. απολίτιστη, βάρβαρη, πρωτόγονη). Βλ. ημι~. 2. επιθετικός, ατίθασος, σκληρός, αγενής: ~ος: λαός (πβ. πολεμικός, πολεμοχαρής)/σκύλος. ~α: νεολαία (πβ. χούλιγκαν)/όψη. ~ο: βλέμμα (= αγριωπό, βλοσυρό)/ύφος. ~ες: διαθέσεις. ~α: ένστικτα/ήθη. Μας κοίταζε με ~ο μάτι.|| (ως ουσ.) Φυλή ~ίων. Βλ. πρωτόγονος. 3. (μτφ.) έντονος, οξύς, ορμητικός, σφοδρός: ~ος: αγώνας (πβ. σκληρός)/άνεμος/ανταγωνισμός (πβ. αμείλικτος)/θάνατος (πβ. μαρτυρικός, τραγικός, φριχτός)/καιρός/καβγάς (πβ. χοντρός)/ξυλοδαρμός (πβ. βάναυσος, βίαιος)/πόλεμος. ~α: δολοφονία (πβ. αποτρόπαια, ειδεχθής, στυγνή)/θάλασσα (πβ. τρικυμιώδης, φουρτουνιασμένη)/νύχτα/χαρά (πβ. μεγάλη). ~ο: γλέντι (πβ. ξέφρενο)/θέαμα (πβ. απάνθρωπο)/κυνηγητό/μεθύσι (πβ. άσχημο, τρελό). ~α: βασανιστήρια/κύματα (= μανιασμένα)/νερά (ποταμού, πβ. ορμητικά). Έρχονται/ξημερώνουν ~ες μέρες (πβ. δύσκολες). 4. (μτφ.) απόκρημνος, άγονος, αφιλόξενος, δύσβατος: ~α: ακρογιαλιά (πβ. βραχώδης). ~ο: βουνό/τοπίο. ~α: βράχια (πβ. απότομα). 5. σκληρός, τραχύς: ~α: επιδερμίδα/επιφάνεια (ΑΝΤ. λεία)/υφή/φωνή. ~ο: δέρμα (ΑΝΤ. απαλό)/μουστάκι (=αρειμάνιο). ~α: γένια (πβ. αξύριστα)/μαλλιά (πβ. ξηρά)/χέρια (ΑΝΤ. μαλακά). ● Υποκ.: αγριούτσικος , η, ο ● επίρρ.: άγρια & (λόγ.) αγρίως 1. (κυριολ.) με αγριότητα ή και βαρβαρότητα, βαναυσότητα, ωμότητα: Βασανίστηκε/ξυλοκοπήθηκε ~. Με κοιτάζει/τσακώθηκαν άγρια. 2. (μτφ.) με μεγάλη ένταση ή σε μεγάλο βαθμό (συχνά για κάτι που γίνεται συστηματικά, προκλητικά ή απροκάλυπτα): Αποδοκιμάστηκε/φορολογούνται ~. Μας δουλεύουν αγρίως/την πάτησα ~.|| (αργκό) Σπάστηκα ~. Τα έχω πάρει ~. Του τα έχωσα ~. ● ΣΥΜΠΛ.: άγρια ζωή: το σύνολο των ζώων κυρ. και των φυτών που αναπτύσσονται σε φυσικές συνθήκες: καταφύγια/παράνομο εμπόριο/πάρκα/προστασία της ~ας ~ής. Κλιματικές αλλαγές και ~ ~. Δάσος/υγρότοπος με πλούσια ~ ~. Βλ. οικοσύστημα. [< αγγλ. wildlife] , Άγρια Δύση βλ. δύση, άγρια ομορφιά βλ. ομορφιά, άγρια/βαθιά/μαύρα χαράματα βλ. χάραμα, μαύρα/βαθιά/άγρια μεσάνυχτα βλ. μεσάνυχτα ● ΦΡ.: ήρθαν τ' άγρια να διώξουν τα ήμερα (παροιμ.): για κάποιον που επιδιώκει να οικειοποιηθεί τα δικαιώματα άλλου ή να επιβάλει τις απόψεις του: Ε, δεν θα μας πουν και οι νέοι υπάλληλοι πώς θα κάνουμε τη δουλειά μας! ~ ~!, ιστορίες για αγρίους (μειωτ.): για βάρβαρες, αλλόκοτες, απίστευτες ή φανταστικές καταστάσεις., κάνει τον άγριο: παριστάνει τον σκληρό, τον ευέξαπτο., έγινε άγρια θάλασσα βλ. θάλασσα, με το κακό/με το άγριο βλ. κακό [< αρχ. ἄγριος, γαλλ. sauvage]

πεύκο

πεύκο [πεῦκο] πεύ-κο ουσ. (ουδ.): ΒΟΤ. κωνοφόρο αειθαλές δέντρο (γένος Pinus) με βελονοειδή φύλλα· συνεκδ. το ξύλο του: ~ το κοινό (: χαλέπιος πεύκη). Ρητίνη (του) ~ου. Πβ. ρόμπολο. Βλ. κουκουνάρι, πευκοβελόνα. ΣΥΝ. πεύκη, πευκόδεντρο ● Υποκ.: πευκάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: ήμερο πεύκο: κουκουναριά. ● ΦΡ.: στα πευκάκια (προφ.-χιουμορ.): ως έκφραση που αναφέρεται στον θάνατο κάποιου: Πήγε ~ ~ (= πέθανε). Θα με στείλεις ~ ~ (= θα με ξεκάνεις). ΣΥΝ. στον άλλο κόσμο/στον τάφο/στα θυμαράκια. [< αρχ. πεύκη]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.