Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ίλιγγος [ἴλιγγος] ί-λιγ-γος ουσ. (αρσ.) {ιλίγγ-ου | -ων, -ους} 1. ΙΑΤΡ. αίσθηση ότι ο ασθενής ή ο γύρω χώρος του περιστρέφεται ή μετατοπίζεται, με αποτέλεσμα να επηρεάζεται η σωματική του ισορροπία και η αίσθηση προσανατολισμού του· έντονη ζάλη που συνήθ. συνοδεύεται από ναυτία, κεφαλαλγίες, εφίδρωση ή/και πυρετό: παροξυσμικός ~ θέσης. Υποφέρει από ~ους. Πβ. ζαλάδα, σκοτοδίνη. Βλ. αστάθεια, καρηβαρία, λαβυρινθίτιδα. 2. (μτφ.) ταραχή, σάστισμα, ψυχική αναστάτωση που προκαλείται από κάτι υπερβολικό ή ανεξέλεγκτο: ο ~ της δόξας/της επιτυχίας. Πβ. ζάλη. [< 1: αρχ. ἴλιγγος 2: γαλλ. vertige]

αστάθεια

αστάθεια [ἀστάθεια] α-στά-θει-α ουσ. (θηλ.) (λόγ.) 1. κατάσταση που χαρακτηρίζεται από έλλειψη σταθερότητας, διαρκείς αλλαγές, μεταπτώσεις, διακυμάνσεις: κοινωνική/νομισματική/οικονομική/πολιτική/συναισθηματική/ψυχολογική ~. ~ της αγοράς/των τιμών.|| Η ομάδα παρουσιάζει ~ στην απόδοσή της.|| (ΜΕΤΕΩΡ.) Θερμική ~. ~ του καιρού.|| (ΙΑΤΡ.) Αιμοδυναμική ~.|| (ΠΟΛΙΤ.) Γεωπολιτική/περιφερειακή ~ (: όταν η ~ σε διάφορους τομείς μιας χώρας επηρεάζει τις γειτονικές). Πβ. αβεβαι-, μεταβλητ-, ρευστ-ότητα. 2. έλλειψη ισορροπίας: ~ στο βάδισμα. Βλ. ζάλη, ίλιγγος, καρηβαρία. ΑΝΤ. ευστάθεια [< μτγν. ἀστάθεια, γαλλ. instabilité, αγγλ. instability]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.