ίντερνετ καφέ [ἴντερνετ καφέ] ί-ντερ-νετ κα-φέ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & (σπάν.-προφ.) νετ καφέ: καφετέρια όπου ο πελάτης μπορεί να χρησιμοποιήσει υπολογιστή και να έχει πρόσβαση στο διαδίκτυο. [< αγγλ. internet-café, 1994]
ιντερνετάκιας [ἰντερνετάκιας] ι-ντερ-νε-τά-κιας ουσ. (αρσ.) (νεαν. αργκό): πρόσωπο που ασχολείται μανιωδώς με το ίντερνετ. Βλ. -άκιας, κομπιουτεράκιας.
ιντερνετικός , ή, ό [ἰντερνετικός] ι-ντερ-νε-τι-κός επίθ. (προφ.): που σχετίζεται με το ίντερνετ: ~ός: τόπος (= ιστότοπος). ~ή: διαφήμιση/διεύθυνση/εταιρεία/πύλη. ~ό: κατάστημα/πρωτόκολλο/ραδιόφωνο/στοίχημα. ~ές: υπηρεσίες. ΣΥΝ. διαδικτυακός, δικτυακός
ιντερνετισμός [ἰντερνετισμός] ι-ντερ-νε-τι-σμός ουσ. (αρσ.):1. εθισμός στη χρήση του διαδικτύου που παρουσιάζεται κυρ. σε παιδιά και εφήβους. 2. λέξη ή φράση που χρησιμοποιείται ευρέως από διαδικτυακούς χρήστες. Βλ. -ισμός. [< αγγλ. internetism]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.