Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ίσκιος [ἴσκιος] ί-σκιος ουσ. (αρσ.) 1. σκιά ενός σώματος και συνεκδ. μορφή που είναι απροσδιόριστη λόγω σκοταδιού: Ένας πλάτανος ρίχνει τον ~ιο του στην πλατεία του χωριού. Ο ~ του φάνηκε στον τοίχο.|| Είδα έναν ~ιο πίσω από τη μάντρα. 2. (συνεκδ.) μέρος που δεν φωτίζεται και είναι σκιερό: δροσερός/παχύς ~. Κάτω από τον ~ιο του δέντρου/της ομπρέλας. Ψάχνω να βρω λίγο ~ιο να ξαποστάσω. 3. ΛΑΟΓΡ. {συνήθ. στον πληθ.} (σύμφωνα με λαϊκές δοξασίες) φάντασμα: οι ~ιοι της νύχτας. Μιλάει με τους ~ιους. Πβ. πνεύμα. Βλ. αερικό, ξωτικό. ● ΣΥΜΠΛ.: βαριά σκιά βλ. βαρύς ● ΦΡ.: έγινα ο ίσκιος/η σκιά κάποιου (μτφ.-προφ.): τον ακολουθώ διαρκώς και παντού. Πβ. δεν αφήνω κάποιον/κάτι από τα μάτια μου., φοβάται/τρέμει (και) τον ίσκιο/τη σκιά του (μτφ.-προφ.): είναι υπερβολικά φοβιτσιάρης. [< γαλλ. avoir peur de son ombre] [< μεσν. ίσκιος]

αερικό

αερικό [ἀερικό] α-ε-ρι-κό ουσ. (ουδ.) & αγερικό: ΛΑΟΓΡ. (σύμφωνα με λαϊκές δοξασίες) άυλο πλάσμα που συνήθ. προκαλεί κακό στους ανθρώπους. Πβ. ξωτικό, στοιχειό, τελώνιο, φάντασμα. Βλ. νεράιδα. [< μεσν. αερικό(ν)]

βαρύς

βαρύς, ιά, ύ βα-ρύς επίθ. {(λόγ. θηλ.) βαρεία | βαρ-έος (σπάν. -ιού) | -είς (σπάν. -ιοί), -ιά (λόγ.) -έα, -έων (σπανιότ. -ιών), θηλ. -ειών | βαρύτ-ερος, -ατος} ΑΝΤ. ελαφρύς 1. που έχει μεγάλο σχετικά βάρος, με αποτέλεσμα να είναι δύσκολο για κάποιον να τον σηκώσει, να τον μετακινήσει ή να τον μεταφέρει: ~ύς: οπλισμός/σάκος. ~ιά: βαλίτσα/πόρτα. ~ύ: όχημα (: μπουλντόζα, τρακτέρ, φορτηγό)/σώμα/φορτίο. ~ιά: μηχανήματα. Μεταλλικές κατασκευές ~έος τύπου. (ΣΤΡΑΤ.) ~έα άρματα μάχης.|| (για πρόσ.) ~ και δυσκίνητος (πβ. παχύς, χοντρός). Αργός και ~ παίκτης. 2. (μτφ.) που δημιουργεί την εντύπωση ή την αίσθηση του βάρους, της δυσκολίας ή της έντασης: ~ιά: διακόσμηση (= βαρυφορτωμένη. ΑΝΤ. λιτή, μινιμαλιστική). ~ιά: έπιπλα (βλ. μπαρόκ)/κοσμήματα (= βαρύτιμα). ~ύ και επιβλητικό νεοκλασικό κτίριο (= ογκώδες). Νιώθω τα βλέφαρά μου ~ιά (: από τη νύστα)/τα πόδια μου ~ιά (: από την κούραση)/το στομάχι μου ~ύ (: από το πολύ ή δυσκολοχώνευτο φαγητό).|| ~ύ: βήμα/περπάτημα. ~ιά: αθλήματα (π.χ. πάλη, άρση βαρών). Εργαλεία ~ιάς χρήσης.|| ~ύς: αναστεναγμός/ύπνος (= βαθύς). ~ύ: ζεϊμπέκικο. ~ιά: λαϊκά (βλ. ελαφρολαϊκά). 3. (μτφ.) που προκαλεί σωματική, πνευματική ή ψυχολογική πίεση και γι' αυτό δύσκολα μπορεί κανείς να τον υποφέρει, αντέξει, αναλάβει ή αποδεχτεί: ~ιά: αναπηρία/αρρώστια/γρίπη/νοητική (καθ)υστέρηση. ~ύ: χτύπημα (= βίαιο, δυνατό). ~ιές: δουλειές (πβ. κοπιαστικός). ~ιά: κατάγματα. ~ατος: τραυματισμός.|| ~ύς: καημός. ~ιά: διάθεση/ευθύνη/ήττα/θλίψη/ιστορία/καταδίκη/μελαγχολία (= βαθιά)/μοίρα/ποινή/τιμωρία/φιλοσοφία (= δυσνόητη)/φορολογία. ~ύ: βιβλίο (= βαθυστόχαστο)/κατηγορητήριο/κόστος/όνομα/πένθος/πλήγμα/πρόστιμο/ύφος (= αυστηρό). ~είς: όροι (συνθήκης). Έπεσε ~ιά σιωπή/~ύ σκοτάδι. Έδωσε όρκο ~ύ. ~ατο: έργο/καθήκον/χρέος. Το τίμημα που πλήρωσε ήταν ~ύ. ~ φόρος αίματος στην άσφαλτο. Πβ. δυσβάσταχτος, επαχθής.|| ~ιά: αμέλεια. ~ιές: υπόνοιες. ~ατο: παράπτωμα/σφάλμα. Πβ. σημαντικός, σοβαρός. 4. χοντρός στην πλέξη του και κατ' επέκτ. ζεστός: ~ιά: ρούχα (για το χειμώνα).|| ~ιές: κουβέρτες/κουρτίνες. ~ιά: υφάσματα. ΑΝΤ. λεπτός (1) 5. πυκνός, περιεκτικός ως προς τα συστατικά του: ~ύ: τσάι (ΑΝΤ. αραιό)/τσιγάρο (ΣΥΝ. σέρτικο). ~ιά: έλαια/λίπη (: πλούσια σε πολυακόρεστα)/ποτά (: με υψηλή περιεκτικότητα σε αλκοόλ)/φάρμακα. Καφές ~ γλυκός (= βαρύγλυκος, βλ. χαρμάνι). Πβ. δυνατός.|| ~ιά: μέταλλα/στοιχεία. Σώμα ~ερο από τον αέρα.|| ~ιά: μυρωδιά. ~ύ: άρωμα. Πβ. έντονος.|| ~ύ γήπεδο λόγω βροχής (: βρεγμένο).|| (για πρόσ.) ~είς: καπνιστές (= μανιώδεις). 6. (μτφ.) προσβλητικός: Αντάλλαξαν ~είς χαρακτηρισμούς/~ιές κουβέντες/~ιά λόγια (π.χ. βρισιές, αλληλοκατηγορίες). 7. (μτφ.) που χαρακτηρίζεται από πολύ έντονα, άσχημα καιρικά φαινόμενα: ~ύς: χειμώνας (= δριμύς). ~ιά: κακοκαιρία. ~ύ: κρύο (= τσουχτερό).|| ~ιά σύννεφα σκεπάζουν τον ουρανό. 8. δύσπεπτος: ~ιά: κουζίνα (: με κρεατικά, τηγανητά, σάλτσες και μπαχαρικά). ~ύ: γεύμα. ~ιές: τροφές. Το φαγητό μου έπεσε ~ύ (στο στομάχι). ΑΝΤ. εύπεπτος (1) 9. χαμηλού τονικού ύψους, βαθύς, μπάσος: ~ιά: (ανδρική) φωνή (ΑΝΤ. λεπτή). (στη βυζαντινή μουσική:) Ήχος ~. ΑΝΤ. οξύς.|| ~ιά προφορά (: έντονα ιδιωματική).|| ~ιά (= δυνατά) χτυπήματα στην πόρτα. 10. σκυθρωπός, ψυχρός, λιγομίλητος: Ο άνδρας ο πολλά ~. Πβ. μάγκας. ● επίρρ.: βαριά: Πατάει/περπατάει ~. Η πόρτα έκλεισε ~ πίσω του (: με δύναμη).|| ~ άρρωστος/τραυματισμένος (= σοβαρά). Πβ. βαρέως.|| Κοιμάται ~ (= βαθιά).|| Φάγαμε ~. ● ΣΥΜΠΛ.: βαριά ατμόσφαιρα 1. (μτφ.) αρνητικά φορτισμένη: Μέσα σε ~ ~ πόνου και θλίψης έγινε η κηδεία του ... 2. αποπνικτική: ζέστη/υγρασία και ~ ~., βαριά σκιά & (σπάν.) βαρύς ίσκιος (μτφ.) 1. άσχημη κατάσταση με αρνητικές συνέπειες: ~ ~ στις διεθνείς αγορές εξαιτίας του πόλεμου. 2. η επιβλητική παρουσία μιας προσωπικότητας, που δημιούργησε σημαντικό έργο όσο ζούσε: Πέφτει βαριά η σκιά του ..., βαριάς μορφής & (λόγ.) βαρείας μορφής: για πολύ σοβαρή παθολογική κατάσταση: ~ ~ εγκαύματα/κατάθλιψη (ΑΝΤ. ήπιας μορφής)., βαρύ κλίμα (μτφ.): ατμόσφαιρα έντασης ή μεγάλης θλίψης: Η συνεδρίαση έγινε (μέσα) σε ~ ~ εξαιτίας ..., βαρύ/γερό/δυνατό/μεγάλο χαρτί 1. (μτφ.) ατού, όπλο, πλεονέκτημα: Ο διεθνής επιθετικός αποτελεί το ~ ~ της ομάδας. 2. ΟΙΚΟΝ. {συνήθ. στον πληθ.} προνομιακή μετοχή, που η αγορά της, αν και ακριβή, χαρακτηρίζεται συνήθ. από χαμηλό ρίσκο: Τα δυνατά χαρτιά του Χρηματιστηρίου. Πβ. μπλου τσιπς., βαρέα και ανθυγιεινά (επαγγέλματα) βλ. ανθυγιεινός, βαρέα/βαριά όπλα βλ. όπλο, βαριά βιομηχανία βλ. βιομηχανία, βαριά κληρονομιά βλ. κληρονομιά, βαρύ κεφάλι βλ. κεφάλι, βαρύ κλάσμα βλ. κλάσμα, βαρύ πεπόνι βλ. πεπόνι, βαρύ πετρέλαιο βλ. πετρέλαιο, βαρύ πυροβολικό βλ. πυροβολικό, βαρύ υδρογόνο βλ. υδρογόνο, βαρύ ύδωρ βλ. ύδωρ, ελαφρών/μεσαίων (/μέσων)/βαρέων βαρών βλ. βάρος ● ΦΡ.: βαρύς κι ασήκωτος 1. (για άνδρα) πολύ σοβαρός, λιγομίλητος ή στενοχωρημένος, ενοχλημένος: μάγκας ~ ~. Το παίζει ~ ~.|| Έχει ύφος βαρύ κι ασήκωτο. 2. επιτατικά: πόνος ~ ~. Φορτίο/χρέος ~ύ κι ~ο., κάνει τον βαρύ: με τη συμπεριφορά του δείχνει ότι είναι δυσαρεστημένος, ενοχλημένος, θιγμένος., το πήρε βαριά: στενοχωρήθηκε πολύ. ΣΥΝ. το πήρε κατάκαρδα, φέρω (κάτι) βαρέως ΑΝΤ. το πήρε ελαφριά, (είναι) βαριά η καλογερική βλ. καλογερική, (έχει) βαρύ χέρι βλ. χέρι, βαρύς ο πέλεκυς βλ. πέλεκυς, με βαριά/κρύα/μισή καρδιά βλ. καρδιά [< αρχ. βαρύς, γαλλ. lourd, grave, pesant, αγγλ. heavy]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.