Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 11 εγγραφές  [0-11]


  • ίσος , η, ο [ἴσος] ί-σος επίθ. 1. που έχει τα ίδια χαρακτηριστικά στοιχεία με κάποιον ή κάτι άλλο: ~η: έκταση. ~ο: βάρος. ~οι: όγκοι. ~ες: διαστάσεις/ποσότητες. ~α: μερίδια. ~ σε αριθμό (= ισάριθμος)/μέγεθος (= ισομεγέθης)/μήκος (= ισομήκης)/ύψος (= ισοϋψής). Διαιρώ/κόβω/χωρίζω κάτι σε ~α μέρη. Είναι ~οι στο ανάστημα/στη δύναμη/στην ταχύτητα.|| (ΓΕΩΜ.) ~ες: γωνίες. ~α: κλάσματα/τρίγωνα. Το τετράγωνο έχει και τις τέσσερις πλευρές του ~ες μεταξύ τους.|| Ένα κιλό είναι ~ο με χίλια γραμμάρια (= ισούται).|| (ίδιος για όλους) ~η: μεταχείριση. ~η αμοιβή για ~η εργασία. ~ες ευκαιρίες. Αγωνίζομαι για/διεκδικώ ~α δικαιώματα. Πβ. ισοδύναμος, ισότιμος, όμοιος. ΑΝΤ. άνισος. 2. (ειδικότ. για πρόσ.) που έχει τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις, που βρίσκεται στην ίδια κατάσταση με κάποιον άλλον: Όλοι οι πολίτες είμαστε ~οι απέναντι στον νόμο (πβ. ισόνομος). Τον θεωρώ ~ο μου και τον σέβομαι (πβ. ισάξιος). 3. (προφ.) ίσιος, ευθύς, ομαλός: ~ος: δρόμος. Το έδαφος δεν είναι ~ο. Πβ. επίπεδος. ● ΦΡ.: επί ίσοις όροις (λόγ.) & με ίσους όρους: ισότιμα, χωρίς διακρίσεις: αντιμετώπιση/μεταχείριση/συμμετοχή ~ ~. Διαγωνίζονται/συνδιαλέγονται ~ ~. Αντικειμενική και ~ ~ ενημέρωση., ίσα βάρκα, ίσα νερά (παροιμ.): χωρίς οικονομικές απώλειες αλλά και χωρίς κέρδη: Ο απολογισμός του ταμείου είναι ~ ~. Πβ. (μου) έρχεται μία η άλλη., πρώτος μεταξύ ίσων: πρόσωπο που είναι επικεφαλής ομάδας ατόμων, τα οποία έχουν τα ίδια δικαιώματα ή την ίδια εξουσία με αυτόν. [< λατ. primus inter pares] , σαν/ως ίσος προς ίσο(ν): με ισότητα, χωρίς να μειονεκτεί ο ένας έναντι του άλλου: Μιλάω (με/σε κάποιον) ~ ~. ΣΥΝ. ισότιμα, στα ίσ(ι)α (προφ.) 1. σε ίση ποσότητα, σε ίσα μέρη: Μοιράζω ~ ~. 2. ευθέως, χωρίς περιστροφές: Του μίλησα ~ ~. Πες μου ~ ~ τι θέλεις! Αντιμετωπίζω κάποιον ~ ~. Πβ. καταπρόσωπο, κατά-μουτρα, -φατσα.|| (αργκό) Την πέφτω (σε κάποιον) ~ ~ (= κάνω καμάκι). 3. σαν ίσος προς ίσο: Τον κόντραρε/πάλεψε ~ ~. Παίζει ~ ~ τον αντίπαλο του. 4. για δήλωση ισοπαλίας: Δύο λεπτά πριν από το τέλος ο αγώνας ήρθε ~ ~. Η ομάδα ξανάφερε το παιχνίδι ~ ~. 5. σε ευθεία γραμμή: Γλίτωσε το ατύχημα, γιατί ξανάφερε το αυτοκίνητο/τιμόνι ~ ~ (= το ίσιωσε). Ο πίνακας/τοίχος δεν είναι ~ ~ του (= είναι στραβός)., (κρατώ/τηρώ) ίσες αποστάσεις βλ. απόσταση, ανταποδίδω/αποδίδω τα ίσα βλ. ανταποδίδω, όλα τα δάχτυλα (του χεριού) δεν είναι ίδια/ίσα βλ. δάχτυλο, σε ανώτερη/ίδια/ίση/καλύτερη/κατώτερη/χειρότερη μοίρα (με κάποιον/κάτι) βλ. μοίρα ● βλ. ίσα1, ίσο [< αρχ. ἴσος]
  • ισόσειστος , η, ο [ἰσόσειστος] ι-σό-σει-στος επίθ.: μόνο στο ● ΣΥΜΠΛ.: ισόσειστες καμπύλες: ΓΕΩΦ. γραμμές σε γεωφυσικούς χάρτες οι οποίες συνδέουν σημεία, όπου η ένταση ενός σεισμού είναι η ίδια. [< γαλλ. isosiste, 1931]
  • ισοσκελής , ής, ές [ἰσοσκελής] ι-σο-σκε-λής επίθ.: ΓΕΩΜ. που έχει ίσα μεταξύ τους σκέλη: ~ής: σταυρός. ~ές: τραπέζιο (: που έχει τις μη παράλληλες πλευρές του ίσες)/τρίγωνο (: που έχει δύο πλευρές ίσες μεταξύ τους). Βλ. ισογώνιος, -σκελής. ΑΝΤ. ανισοσκελής [< αρχ. ἰσοσκελής]
  • ισοσκελίζω [ἰσοσκελίζω] ι-σο-σκε-λί-ζω ρ. (μτβ.) {ισοσκέλι-σε, -στηκε, -στεί, -σμένος, ισοσκελίζ-οντας}: ΟΙΚΟΝ. εξισορροπώ τα έσοδα με τα έξοδα: ~σαν τις απώλειες/το έλλειμμα/το ενεργητικό με το παθητικό/το ισοζύγιο πληρωμών. ~σμένη: οικονομική διαχείριση (: χωρίς οφειλόμενο υπόλοιπο). Πβ. ισοζυγίζω, ισοσταθμίζω. ● ΣΥΜΠΛ.: ισοσκελισμένος προϋπολογισμός: αυτός στον οποίο το σύνολο των προβλεπόμενων εσόδων είναι ίσο με το σύνολο των προβλεπόμενων δαπανών. [< αγγλ. balanced budget] [< μτγν. ἰσοσκελίζω]
  • ισοσκέλιση [ἰσοσκέλιση] ι-σο-σκέ-λι-ση ουσ. (θηλ.) & ισοσκελισμός (ο): ΟΙΚΟΝ. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ισοσκελίζω: ~ ενεργητικού και παθητικού/εσόδων-εξόδων/των λογαριασμών/του προϋπολογισμού. Πβ. (εξ)ισορρόπηση, ισο-ζυγισμός, -στάθμιση, -φάριση.
  • ισοσταθμίζω [ἰσοσταθμίζω] ι-σο-σταθ-μί-ζω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {ισοστάθμι-σα, ισοσταθμί-στηκε, -στεί, -σμένος} (λόγ.): εξουδετερώνω ή αναπληρώνω τυχόν απώλειες ή αρνητικές επιπτώσεις, με αποτέλεσμα να αποκαθιστώ την ισορροπία: Η νίκη της ομάδας ~ει την ήττα της προηγούμενης αγωνιστικής. Η μείωση των πωλήσεων στο εξωτερικό ~στηκε από/με την αύξησή τους στην εγχώρια αγορά. Πβ. αντισταθμίζω, (εξ)ισορροπώ, ισο-ζυγίζω, -σκελίζω, -φαρίζω. [< μεσν. ισοσταθμίζω, γαλλ. équilibrer, balancer]
  • ισοστάθμιση [ἰσοστάθμιση] ι-σο-στάθ-μι-ση ουσ. (θηλ.) 1. (μτφ.) αντιστάθμιση, εξισορρόπηση: ~ λογικής και συναισθήματος. Πβ. ισοφάριση. 2. ΗΛΕΚΤΡΟΝ. διόρθωση ή τροποποίηση των χαρακτηριστικών της συχνότητας ηλεκτρονικού σήματος με ισοσταθμιστή: αυτόματη/προσαρμοστική/ψηφιακή ~. ~ ηχείων. [< 1: γαλλ. équilibration 2: αγγλ. equalization]
  • ισοσταθμιστής [ἰσοσταθμιστής] ι-σο-σταθ-μι-στής ουσ. (αρσ.): ΗΛΕΚΤΡΟΝ. ηλεκτρονική συσκευή ή διάταξη με την οποία επιτυγχάνεται τροποποίηση της απόκρισης συχνότητας σε ένα κύκλωμα ή ακουστικό σύστημα: γραφικός/παραμετρικός ~. ~ τριών ζωνών. Προενισχυτής-~. ΣΥΝ. εκουαλάιζερ, εξισωτής [< γαλλ. égaliseur, 1907, αγγλ. equalizer, 1928]
  • ισοστασία [ἰσοστασία] ι-σο-στα-σί-α ουσ. (θηλ.): ΓΕΩΛ. θεωρία σύμφωνα με την οποία επικρατεί ισορροπία στα διαφορετικά τμήματα του φλοιού της Γης. [< γαλλ. isostasie, 1900, αγγλ. isostasy]
  • ισοστατικός , ή, ό [ἰσοστατικός] ι-σο-στα-τι-κός επίθ.: ΦΥΣ. που συμβαίνει ή λειτουργεί υπό συνθήκες στις οποίες ασκείται ίση πίεση από όλες τις κατευθύνσεις: ~ή: συμπίεση.|| (ΜΗΧΑΝ.) ~οί: φορείς. ~ά: αρθρωτά πλαίσια. Βλ. υπερστατικός. [< αγγλ. isostatic, γαλλ. isostatique]
  • ισοσύλλαβος , η, ο [ἰσοσύλλαβος] ι-σο-σύλ-λα-βος επίθ.: ΓΡΑΜΜ. (για όνομα, στίχο ή ποίημα) που έχει τον ίδιο αριθμό συλλαβών σε όλες τις πτώσεις, τις λέξεις ή τους στίχους, αντίστοιχα. Βλ. -σύλλαβος. ΑΝΤ. ανισοσύλλαβος ● Ουσ.: ισοσύλλαβα (τα): ενν. ονόματα (ουσιαστικά ή επίθετα). ΑΝΤ. περιττοσύλλαβα [< μτγν. ἰσοσύλλαβος]

ανταποδίδω

ανταποδίδω [ἀνταποδίδω] α-ντα-πο-δί-δω ρ. (μτβ.) {ανταπέδω-σα, ανταποδώ-σει, ανταποδό-θηκε, ανταποδίδ-οντας} & (σπάν.-προφ.) ανταποδίνω: ενεργώ ή συμπεριφέρομαι ανάλογα με τη συμπεριφορά της οποίας γίνομαι αποδέκτης: ~ (σε κάποιον) την επίσκεψη/τις ευχές (πβ. αντεύχομαι)/τα πυρά/τον χαιρετισμό (ΣΥΝ. αντιχαιρετώ)/το χτύπημα. Σ' ευχαριστώ και ~. ~ει με το ίδιο νόμισμα (= τα ίσα). ~σε το κακό/το καλό/την τιμή που της έκαναν. ~σε την αγάπη/εμπιστοσύνη που της έδειξε. Η φιλοφρόνηση ~θηκε άμεσα. Πβ. (ξε)πληρώνω. ● ΦΡ.: ανταποδίδω/αποδίδω τα ίσα & τα όμοια (σε κάποιον): κάνω σε κάποιον ό,τι μου έκανε, συνήθ. κάτι κακό. Πβ. αντεκδικούμαι, πατσίζω. ΣΥΝ. παίρνω το αίμα μου πίσω/πίσω το αίμα μου, πληρώνω κάποιον με το ίδιο νόμισμα [< αρχ. ἀνταποδίδωμι, μεσν. ανταποδίνω]

απόσταση

απόσταση [ἀπόσταση] α-πό-στα-ση ουσ. (θηλ.) 1. μήκος, διάστημα που χωρίζει ένα σημείο, πράγμα ή πρόσωπο από άλλο: γεωγραφική/κατακόρυφη/οριζόντια/χιλιομετρική ~. Αναγκαία/απαραίτητη ~. ~ ... μέτρων/μιας ώρας/ναυτικών μιλίων. ~ φρεναρίσματος. Η ~ μεταξύ δύο ουράνιων σωμάτων. Δρομέας/ταξίδι μεγάλων/μικρών ~άσεων. Διανύω/μετρώ/υπολογίζω την ~. Η ~ καλύπτεται με τα πόδια σε μισή ώρα (ΣΥΝ. διαδρομή). Το λιμάνι βρίσκεται σε κοντινή/μικρή (= κοντά)/μεγάλη (= μακριά) ~ από την πόλη. Χάρη στην τεχνολογία έχουν εκμηδενιστεί/μειωθεί οι ~άσεις.|| (ΓΕΩΜ.) ~ σημείου από ευθεία.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ ανάγνωσης/γραμμών/παραγράφων/χαρακτήρων.|| (ΦΥΣ.) Εστιακή ~ (: η ~ σε mm του οπτικού κέντρου του φακού από τη φωτοευαίσθητη επιφάνεια). Βλ. χρονο~. 2. χρονικό διάστημα ανάμεσα σε δυο στιγμές, περιόδους, εποχές: Κείμενα γραμμένα με ~ πολλών χρόνων. 3. (μτφ.) σημαντική διαφορά που διαχωρίζει πρόσωπα, πράγματα, καταστάσεις: ~ στις απόψεις/ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα (πβ. διάσταση). Μας χωρίζει τεράστια ~ στον τρόπο σκέψης (πβ. άβυσσος, χάσμα). Αυξάνεται/γεφυρώνεται/διευρύνεται/μειώνεται η ~ μεταξύ των κοινωνικών τάξεων (ΣΥΝ. ψαλίδα). ● ΣΥΜΠΛ.: απόσταση ασφαλείας: που αποτρέπει οποιονδήποτε κίνδυνο: Βρίσκεται/είναι σε ~ ~. Αφήνω/τηρώ ~ ~ από το προπορευόμενο αυτοκίνητο.|| (μτφ.) Κρατάει από όλους ~άσεις ~., γωνιακή/γωνιώδης απόσταση: ΑΣΤΡΟΝ. η γωνία υπό την οποία φαίνονται δύο σημεία της ουράνιας σφαίρας κατά την παρατήρησή τους από τον ίδιο παρατηρητή. [< αγγλ. angular distance] , εκπαίδευση εξ αποστάσεως/από απόσταση βλ. εκπαίδευση, ζενιθιακή απόσταση βλ. ζενιθιακός ● ΦΡ.: (κρατώ/τηρώ) ίσες αποστάσεις: (μτφ.) δεν παίρνω θέση σε διαμάχη ή ζήτημα: ~ ~ από τις δυο πλευρές. Τηρούν ~ ~ ανάμεσα στους δύο συμμάχους. Πολιτική ίσων ~άσεων. Βλ. ουδετερότητα., εξ αποστάσεως/από απόσταση 1. μέσω τηλεφώνου, τηλεόρασης, διαδικτύου ή άλλου τηλεπικοινωνιακού μέσου: αγορές/πωλήσεις/συμβάσεις/συναλλαγές/σχέσεις ~ ~. Βλ. διαδικτυακός, ονλάιν, τηλε-. 2. από μακριά: Παρακολουθούν τις εξελίξεις ~ ~. ΣΥΝ. εκ του μακρόθεν, κρατώ/έχω κάποιον σε απόσταση (μτφ.): είμαι απόμακρος, επιφυλακτικός απέναντί του: Κρατά τους άλλους ~ με τη σοβαροφάνειά του. Έχει πάντα ~ τους συνομιλητές του. [< γαλλ. tenir quelqu'un à distance] , παίρνω/κρατώ/τηρώ (τις) αποστάσεις (μτφ.) 1. αποστασιοποιούμαι, δεν αναμιγνύομαι σε κάτι: Κρατά τις ~ του από το επίμαχο ζήτημα. Ο δημοσιογράφος πήρε ~ από το συμβάν. 2. έχω τυπικές σχέσεις με κάποιον: Δεν ανοίγομαι εύκολα και κρατώ ~. [< γαλλ. prendre/garder ses distances] , σε απόσταση αναπνοής (μτφ.): πάρα πολύ κοντά: ~ ~ από τη θάλασσα. Η ομάδα βρέθηκε ~ ~ από τη νίκη., σε απόσταση/θέση βολής 1. (μτφ.) πολύ κοντά: Βρίσκονται ~ ~ από την επίτευξη συμφωνίας.|| (ΑΘΛ.) (για ποδοσφαιριστή:) Είναι σε θέση ~ (: σε ιδανικό ή πολύ καλό σημείο για γκολ). (για ομάδα:) Βρίσκεται σε απόσταση ~ απ' την κορυφή. 2. ΣΤΡΑΤ. σε περίπτωση που ο στόχος βρίσκεται σε κοντινό σημείο, ώστε να μπορεί εύκολα να βληθεί από όπλο. [< αρχ. ἀπόστασις ‘απομάκρυνση, απόσταση, πυώδες οίδημα], γαλλ. distance]

δάχτυλο

δάχτυλο δά-χτυ-λο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -ύλου} & δάκτυλο 1. καθεμία από τις αρθρωτές οστέινες απολήξεις των άνω και κάτω άκρων του ανθρώπου και των ζώων: λεπτά/μακριά/χοντρά ~α. Τα πέντε ~α του χεριού (βλ. αντίχειρας, δείκτης, μέσος, παράμεσος, μικρός). Η μητέρα κούνησε απειλητικά το ~, γιατί κάναμε αταξία. Μετράει με τα ~α. Αγγίζω κάτι με τις άκρες των ~ων (ΣΥΝ. ακρο~).|| (συνεκδ.) Γάντια με κομμένα/χωρίς ~α (: που δεν καλύπτουν τα δάχτυλα). 2. (συνεκδ.) μέτρο ύψους ή ποσότητας ίσης με το πάχος ενός δαχτύλου: ένα ~ λικέρ/ουίσκι. Τα βιβλία είχαν ένα ~ σκόνη (: πάρα πολύ). Το παντελόνι θέλει ένα ~ κόντεμα (: λιγάκι). ● ΦΡ.: (πατώ/περπατώ) στις άκρες των δαχτύλων: χωρίς να κάνω θόρυβο, προσεκτικά. Πβ. στις μύτες (των ποδιών)., βάζω (κάπου) το δάχτυλό/το δαχτυλάκι μου (μτφ.): παρεμβαίνω, αναμειγνύομαι, έχω συμμετοχή σε κάτι, συνήθ. κρυφά ή ύπουλα: Κάποιος φαίνεται ότι έβαλε ~ του και ακυρώθηκε η συμφωνία. Βλ. ξένος δάκτυλος., δεν κουνά/δεν σηκώνει ούτε το δαχτυλάκι του/ούτε το μικρό του δαχτυλάκι (μτφ.): δεν καταβάλλει την παραμικρή προσπάθεια: Θέλει να του έρθουν όλα βολικά, χωρίς να κουνήσει ~., δεν τον φτάνεις/δεν του μοιάζεις ούτε στο νυχάκι/(μικρό του) δαχτυλάκι/δάχτυλο (εμφατ.): (για πρόσ.) δεν μπορείς να συγκριθείς μαζί του, γιατί είναι πολύ καλύτερος από σένα., κρύβομαι πίσω από το δάχτυλό μου (μτφ.-συνήθ. αρνητ. συνυποδ.): προσπαθώ να κρύψω κάτι φανερό και γνωστό, υπεκφεύγω: Δεν μασάω τα λόγια μου ούτε ~ ~. Πβ. εθελοτυφλώ., με το δάχτυλο στη σκανδάλη (μτφ.): είμαι έτοιμος να πυροβολήσω και (ιδ. κατ' επέκτ.) να αμυνθώ, να αντιδράσω σε πιθανή απειλή: Βρίσκονται ~ ~., μετριούνται/είναι μετρημένοι στα δάχτυλα (του ενός χεριού): πολύ λίγοι, ελάχιστοι: Οι πραγματικοί φίλοι ~ ~. [< γαλλ. on peut les compter sur les doigts (d'une main)] , όλα τα δάχτυλα (του χεριού) δεν είναι ίδια/ίσα (μτφ.): για δήλωση διαφοράς ή ανισότητας, κυρ. για ανθρώπους., όποιο δάχτυλο κι αν κόψεις, πονάει (παροιμ.): οι γονείς στενοχωριούνται εξίσου, όταν συμβεί κάτι κακό σε οποιοδήποτε από τα παιδιά τους., παίζω στα δάχτυλα (μτφ.-προφ.) 1. γνωρίζω πολύ καλά, έχω ευχέρεια σε κάτι: Παίζει τους νόμους/όλα τα είδη μουσικής ~. Βλ. αυθεντία, εξπέρ. 2. μεταχειρίζομαι κάποιον με επιδεξιότητα, ώστε να κάνει ό,τι θέλω: Πώς του επιτρέπετε να σας παίζει ~; Πβ. είναι/τον έχω του χεριού μου. Βλ. χειραγωγώ., τον δείχνουν με το δάχτυλο (συνήθ. αρνητ. συνυποδ.): είναι δακτυλοδεικτούμενος., βάζω το δάχτυλο στο μέλι βλ. μέλι, γλιστρά (μέσα) από τα δάχτυλά/από τα χέρια μου βλ. γλιστρώ, θα/να μυρίσω τα δάχτυλά μου/τα νύχια μου; βλ. μυρίζω, να γλείφεις (και) τα δάχτυλά σου! βλ. γλείφω, σταυρώνω τα δάχτυλά μου βλ. σταυρώνω [< μεσν. δάχτυλο(ν), γαλλ. doigt, αγγλ. finger]

ίσα1

ίσα1 [ἴσα] ί-σα επίρρ. 1. με ίσο τρόπο και σε ίσα τμήματα, εξίσου: Μοίρασε/χώρισε ~ τα λεφτά. Το μέσο ενός ευθύγραμμου τμήματος απέχει ~ (= ισαπέχει) από τα άκρα. ΣΥΝ. ισομερώς ΑΝΤ. άνισα, ανισομερώς 2. απευθείας, κατευθείαν: Πήγε ~ στο γραφείο της. Τον κοίταξε ~ στα μάτια. Προχώρησε ~ δεξιά/μπροστά/πάνω τους. Πβ. ευθεία.|| (για χρόνο) Τράβηξα ~ (= αμέσως, χωρίς αργοπορία) για το σπίτι. ΣΥΝ. ίσια (2), ντουγρού (1) 3. σε ευθεία, όρθια στάση: Όταν περπατάς ή κάθεσαι, να κρατάς ~ το κορμί/την πλάτη σου (= ίσια, χωρίς να γέρνεις ή να καμπουριάζεις). ● ΦΡ.: έρχομαι στα ίσα μου & (σπάν.) βρίσκω τα ίσα μου (προφ.): συνέρχομαι, αποκτώ πάλι ισορροπία: Έφαγα μια μεγάλη μερίδα φαγητό και ήρθα ~ (= χόρτασα).|| Μετά το φορμάτ ο υπολογιστής ήρθε ~ του. Πβ. ισιώνω., ίσα ίσα (προφ.) 1. οριακά, μόλις, με δυσκολία: ~ ~ (που) πρόλαβα το πλοίο. Τα χρήματα που βγάζουν τους φτάνουν ~ ~ για να ζήσουν.|| ~ ~ του ήρθε το πουκάμισο (: είναι στενό). ΣΥΝ. (μόλις και) μετά βίας, με το ζόρι (2), τσίμα τσίμα (1) 2. απεναντίας: Ποτέ δεν απαξίωσα τον ρόλο του, ~ ~ το ακριβώς αντίθετο. Πβ. αντίθετα.|| Δεν είναι καθόλου κακή ιδέα, αυτό ~ ~ (= ακριβώς) σκεφτόμουν κι εγώ. 3. για να δηλωθεί ισοπαλία: Οι αντίπαλοι ήρθαν ~ ~., ίσα κι όμοια (εμφατ., σε αρνητ. προτάσεις): το ίδιο: Δεν είμαστε όλοι ~ ~. Μη μας αντιμετωπίζεις/βάζεις ~ ~ (: σαν να βρισκόμαστε στο ίδιο επίπεδο, σαν να είμαστε ίσοι)!, ίσα που: με δυσκολία ή ελάχιστα: ~ ~ μπορούσε να κρατήσει τα δάκρυά του.|| ~ ~ της παραπονέθηκα και άρχισε να γκρινιάζει. ΣΥΝ. μόλις (2) ● βλ. ίσος [< μεσν. ίσα]

ισογώνιος

ισογώνιος, α, ο [ἰσογώνιος] ι-σο-γώ-νι-ος επίθ.: ΓΕΩΜ. του οποίου όλες οι γωνίες είναι ίσες. Βλ. -γώνιος. ● ΣΥΜΠΛ.: ισογώνια καμπύλη: ΓΕΩΦ. γραμμή που συνδέει σε μαγνητικό χάρτη τις περιοχές της Γης που παρουσιάζουν την ίδια μαγνητική απόκλιση. [< γαλλ. courbe isogone, αγγλ. isogonic line] [< αρχ. ἰσογώνιος]

μοίρα

μοίρα [μοῖρα] μοί-ρα ουσ. (θηλ.) 1. ανώτερη ή υπερφυσική δύναμη που θεωρείται ότι έχει προδιαγράψει και καθορίσει το μέλλον κάθε ανθρώπου και συνεκδ. αυτό που έχει ορίσει για τον καθένα: άδικη/ανθρώπινη/βαριά/κακή/καλή/μαύρη/προδιαγεγραμμένη/σκληρή/τραγική ~. Δέσμιος/έρμαιο/θύμα/χτυπήματα της ~ας. Ακολουθώ/δέχομαι/δημιουργώ/διαμορφώνω τη ~ μου. Υπομένει αδιαμαρτύρητα/καρτερικά/στωικά τη ~ του. Υποτάχθηκε στη ~ του. Είναι (γραμμένο/γραφτό) στη ~ /της ~ας να ... (: συνήθ. για κάτι κακό). Η ~ αποφάσισε/το θέλησε να ... Λέω τη ~ (: προβλέπω το μέλλον). Ποιος ξέρει τι επιφυλάσσει η ~! Πβ. τυχερό.|| (ΜΥΘ.) Οι τρεις ~ες.|| (κατ' επέκτ.) Η ~ ενός έθνους/ενός έργου (: εξέλιξη, τύχη). ΣΥΝ. ειμαρμένη, πεπρωμένο 2. ΣΤΡΑΤ. ομάδα οχημάτων, αρμάτων, πυροβόλων, πλοίων ή αεροσκαφών που έχει οργανωθεί σε ένοπλη δύναμη και η ονομασία της μονάδας όπου βρίσκεται: αεροπορική/ελληνική/ναυτική/πολεμική ~. ~ αναχαίτισης/πυροβολικού. ~ ΓΕΑ/Μεταφορών/Ναυτικής Συνεργασίας/Παντός Καιρού. Παρουσιάζομαι στη ~. 3. ΝΟΜ. κληρονομικό μερίδιο: ίση ~. 4. ΑΝΑΤ. τμήμα οργάνου του σώματος που διαφοροποιείται (ανατομικά ή/και λειτουργικά) από τα υπόλοιπα μέρη του οργάνου αυτού: αυχενική/ενδοκρινής/εξωκρινής/θωρακική/οσφυϊκή/προστατική ~. Άνω/κάτω ~. Μυελώδης/φλοιώδης ~ επινεφριδίων. ~ της ουρήθρας. 5. ΓΕΩΜ. μονάδα μέτρησης των γωνιών και των τόξων του κύκλου, ίση με το 1/360 της περιφέρειάς του (σύμβ. ° ): ~ γεωγραφικού μήκους/πλάτους. Η ορθή γωνία έχει ενενήντα ~ες. ● ΣΥΜΠΛ.: νόμιμη μοίρα: ΝΟΜ. κληρονομικό μερίδιο που δικαιούται o νόμιμος κληρονόμος ανεξάρτητα από την επιθυμία του κληρονομούμενου, ίσο με το μισό της εξ αδιαθέτου διαδοχής, όταν δεν υπάρχει διαθήκη: ~ ~ ανιόντων/γονέων/κατιόντων/τέκνων. ● ΦΡ.: κλαίω τη μοίρα μου (προφ.): αντιμετωπίζω μοιρολατρικά, και συνήθ. με παράπονα, μια δυσάρεστη κατάσταση: Αντί να κάθεσαι (με σταυρωμένα τα χέρια) και να κλαις ~ σου, κοίτα να βρεις μια λύση! Πβ. μεμψιμοιρώ., παιχνίδι της μοίρας (μτφ.): για τα απρόβλεπτα που αλλάζουν τη ζωή των ανθρώπων: Ένα παράξενο/περίεργο ~ ~ τούς έφερε ξανά κοντά.|| Η μοίρα τούς έπαιξε ένα πολύ άσχημο παιχνίδι., σε ανώτερη/ήσσονα/ίδια/ίση/καλύτερη/κατώτερη/χειρότερη μοίρα (με κάποιον/κάτι): σε περιπτώσεις σύγκρισης της θέσης ή της κατάστασης προσώπου ή πράγματος με κάποιο(ν) άλλο: Βρίσκομαι/είμαι ~ ~., σε δεύτερη μοίρα: για κάτι που θεωρείται λιγότερο σημαντικό, σε σχέση με κάτι άλλο: Βάζω (κάποιον/κάτι) ~ ~. Έχει αφοσιωθεί στη δουλειά του κι άφησε την οικογένειά του/προσωπική του ζωή ~ ~., το έχει/το 'χει η μοίρα μου: για κάτι, συνήθ. ανεπιθύμητο, που μου συμβαίνει συνεχώς: ~ ~ να μου πηγαίνουν όλα ανάποδα., (κάνω) στροφή 180 μοιρών βλ. στροφή, ακολουθεί τη μοίρα/την τύχη κάποιου βλ. ακολουθώ, αφήνω/εγκαταλείπω/παρατώ κάποιον/κάτι στην τύχη/στη μοίρα του βλ. τύχη, δεν έχει στον ήλιο μοίρα βλ. ήλιος, είμαι άξιος της μοίρας/της τύχης μου βλ. άξιος, έτσι το θέλησε η μοίρα/ο Θεός/η τύχη βλ. θέλω, όπου φτωχός κι η μοίρα του βλ. φτωχός, τα τρία κακά της μοίρας του βλ. τρεις, τρεις, τρία [< 1,3: αρχ. μοῖρα 2: μτγν. ~, γαλλ. escadron 5: γαλλ. degré]

-σύλλαβος

-σύλλαβος, η, ο: β' συνθετικό για δήλωση αριθμού ή πλήθους συλλαβών: (για λέξη) μονο-σύλλαβη/δι~/τρι~. Πολυ~.|| (σπανιότ. ΜΕΤΡ.) (ουσιαστικοπ.) (Ο) δεκαπεντα~.

υπερστατικός

υπερστατικός, ή, ό [ὑπερστατικός] υ-περ-στα-τι-κός επίθ.: ΜΗΧΑΝ. που διαθέτει περισσότερα (υπο)στηρίγματα από τα ελάχιστα που απαιτούνται για να είναι σταθερός: ~οί: φορείς. ~ές: κατασκευές. ~ά: προβλήματα. Βλ. ισοστατικός. [< αγγλ. hyperstatic, 1930]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.